Παραφυλάν ύπουλα κι αθόρυβα γλυστράν προσέχοντας και μπαίνουν. Παίρνουν την θέση πάντα καποιανού που δεν ξέρω όμως εγώ τον αγαπούσα. Αλλά είναι άγνωστοι άνθρωποι και κρύβονται πίσω από τις συγγένειες και μονάχα εγώ είμαι η ίδια είμαι αυτή από αιώνες είμαι αυτή και μοναχή χωρίς καμμιάν οικογένεια δικιά μου έρημη στον κόσμο από τότε που γεννήθηκε ο κόσμος κι εγώ γεννήθηκα μαζί του μονάχα εγώ. Καμμένη! με μια φριχτή απορία κοίταξε γύρω τους ανθρώπους… Είπε με λεν Ευδοκία και κατοικώ στα μοναστήρια. Είμαι Λαζή. Έπεσε μεγάλο κακό κι έπιασαν έναν Έλληνα και τον βασάνιζαν. Τον ταπείνωναν κι εκείνος όρθιος φώναζε η Ελλάς ζει. Του κόβουν οι Βούλγαροι οι Τούρκοι δεν θυμάμαι πια. Είμαστε κοινά και συγγενικά φύλα. Όλοι εμείς ίδια μοίρα κι άραγε ίδιο γαίμα. Του έκοψαν τη γλώσσα αλλά εκείνος όρθιος φώναζε συνέχεια και με κομμένη γλώσσα φώναζε λα ζι. Έτσι γεννήθηκε το έθνος των λαζών κι ονομαστήκαμε λαζοί… (αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1979 – ARTbyTom O Scott )
ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΚΑΤΩΤΑΤΟ ΓΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ:
Ο πατέρας του ήταν υπαξιωματικός κι έπειτα δούλευε υπάλληλος στο δήμο. Ζούσαν σ’ ένα εβραϊκό σπίτι με σφουγγαρισμένα ξύλινα πατώματα. Όλο το σπίτι μύριζε βρεγμένο ξύλο. Ο πατέρας του πέθανε από μιαν αρρώστια που έμοιαζε με την πείνα. Έπεσε στην πλατεία και πρήστηκε. βρωμούσε κι όλοι αποτραβήχτηκαν κι η οικογένεια πήγε για να τον πάρει. Η μητέρα ούρλιαζε και τα αδέλφια. Πλησίασαν με ντροπή γιατί τους κοίταζαν οι χαλκωματάδες της πλατείας. Η μάνα έκλαιγε με τη φωνή και καταριόταν και φοβέριζε. Ξαφνικά έπαψε κι άλλαξε η φωνή της. Σα να γέμισε ξαφνικά το στόμα της με μια βούκα μαλακού ψωμιού κι η φωνή της ακούστηκε μαλακιά και πνιγμένη αυτή είναι η οικογένειά μου; Τώρα κι αυτήν την ώρα εδώ τώρα εδώ κατάλαβα πως εγώ παντρεύτηκα έναν άνδρα. Αυτόν εδώ αλλά ο άνδρας μου είναι παντρεμένος από χρόνια με άλλη γυναίκα που ποτέ δεν την είδα. Έκανα τέσσερα παιδιά κι ένα από αυτά θα γίνει κήρυκας. Αλλά ποτέ δεν είδα τα πραγματικά μου παιδιά και μου έφεραν αυτά τα τέσσερα που είναι άλλης μάνας. Ούτε εκείνης που παντρεύτηκε ο πατέρας τους δεν είναι αυτός που κείτεται εδώ. Αυτές είναι οι οικογένειες των ανθρώπων. Ραγισματιές απ’ όπου μπαίνουν οι άνθρωποι στον κόσμο. Παραφυλάν ύπουλα κι αθόρυβα γλυστράν προσέχοντας και μπαίνουν. Παίρνουν την θέση πάντα καποιανού που δεν ξέρω όμως εγώ τον αγαπούσα. Αλλά είναι άγνωστοι άνθρωποι και κρύβονται πίσω από τις συγγένειες και μονάχα εγώ είμαι η ίδια είμαι αυτή από αιώνες είμαι αυτή και μοναχή χωρίς καμμιάν οικογένεια δικιά μου έρημη στον κόσμο από τότε που γεννήθηκε ο κόσμος κι εγώ γεννήθηκα μαζί του μονάχα εγώ. Καμμένη!με μια φριχτή απορία κοίταξε γύρω τους ανθρώπους.
Αλλά με πεποίθηση κι εγκαρτέρηση και μονάχα ο κήρυκας κατάλαβε τη σπουδαία σημασία αυτών των λόγων της μητέρας του. Τότε ο κήρυκας πλησίασε το νεκρό. Τότε διέκρινε πλάι στο άθλιο κουφάρι. Σαν τα σφιγμένα κόπρανα των πεινασμένων αλλά φέγγιζε. Ένα μικρό πράγμα στρογγυλό κι άστραφτε ολοφώτιστο πλάι σ’ εκείνη τη θαμπή ακαθαρσία που ήταν τώρα ο πατέρας. Παρά την άθλια ζωή του ο θάνατός του έλαμπε. Πολύτιμο έκκριμα και λαμπερό περίττωμα του άθλιου πεθαμένου. παρόλο που φαινόταν να είναι από μιαν ουσία εντελώς ξένη προς το σώμα του ανθρώπου. Αυτό εκεί είναι ο θάνατος κι ο κήρυκας θαύμασε που μονάχα ο θάνατος βγάζει στο φως την ευγενική καταγωγή των ανθρώπων. Αφού για όλους τους ανθρώπους ο θάνατος θα είναι πάντα λαμπρός κι ό,τι λαμπρό έχει η ζωή των ανθρώπων είναι ο θάνατος. Μετά εκείνος ο μικρός πηλός έσβησε και πατήθηκε. Τότε ήρθε και στάθηκε μία μεγάλη γυναίκα. Είπε πως είναι η μάνα του πεθαμένου. Φορούσε ένα χοντρό μαύρο μεταξωτό και στα μαλλιά της πέτρες θαμπές από σπασμένα κοσμήματα και σκόρπιζαν από τα τσακισμένα τους δεσίματα πέτρες ακατέργαστες από περιουσία.
Είπε με λεν Ευδοκία και κατοικώ στα μοναστήρια. Είμαι Λαζή.Έπεσε μεγάλο κακό κι έπιασαν έναν Έλληνα και τον βασάνιζαν. Τον ταπείνωναν κι εκείνος όρθιος φώναζε η Ελλάς ζει. Του κόβουν οι Βούλγαροι οι Τούρκοι δεν θυμάμαι πια. Είμαστε κοινά και συγγενικά φύλα. Όλοι εμείς ίδια μοίρα κι άραγε ίδιο γαίμα. Του έκοψαν τη γλώσσα αλλά εκείνος όρθιος φώναζε συνέχεια και με κομμένη γλώσσα φώναζε λα ζι. Έτσι γεννήθηκε το έθνος των λαζών κι ονομαστήκαμε λαζοί.
και τις ετοιμόγεννες τις ρίχναν στα σκυλιά και γεννούσαν πριν της ώρας. Τα σκυλιά χώναν τη μούρη τους ανάμεσα στα σκέλη των γκαστρωμένων και τραβούσαν το κεφάλι του παιδιού το κατασπάραζαν. Κρέμονταν στηθάκια ανοιχτά και αιματοβαμμένα και από τα στόματα των σκύλων κρέμονταν τα εντεράκια των παιδιών σαν σκουληκάκια. Επειδή οι σκύλοι χόρταιναν και κρεμόταν το λουρί ματωμένο και το ύστερο μια μαύρη πίττα σαπισμένο και σερνόταν. Αυτές οι χήρες αγοριών μαζεύαν ύστερα εμάζευαν τα φαγωμένα τους παιδάκια και τα παράχωναν δίπλα στην πυροστιά του σπιτιού μικρά και αγαπημένα φαγητά να τρώει ο θάνατος όταν επισκέπτεται
Αυτός εδώ είναι ο γιος μου κι ιδέτε τον. Δεν τονε αναγνωρίζω κι ό,τι αποχωρίστηκε από το κορμί μου κι από τα σωθικά μου δεν το αναγνωρίζω. Είμαι βουργάρα εγώ. Ό,τι κατέχω είναι μέσα μου και πάνω στο κορμί μου και ό,τι χωρίζεται και βγαίνει από το σώμα μου το αποκληρώνω το καταριέμαι! στον άπαντα ρίχνε τον! στα σκυλιά γιατί όλα μου τα παιδιά στα σκυλιά! δεν τα αναγνωρίζω κι έτσι είναι η μοίρα μας οι μητέρες των Ελλήνων να γεννάν τροφή για τα σκυλιά στα σκυλιά!
[Μια απροσδόκητη αναγέννηση φύσηξε απότομα πάνω από σφαγές λαών κι αδιάφορη για τις σφαγές. Θα παρουσιαστεί με τη βία όπως η καταστροφή σαν εξουσία δόξας. Εκεί που όλα τελειώναν των ανθρώπων προτού το τέλος ο κόσμος ετελείωνε αρχινώντας. Αλλά οι άνθρωποι αποστρέφονται αυτή την τελευταία Αναγέννηση. Σφαδάζουν και δοξάζονται υποφέροντας. Η αναίτια Αναγέννηση ανασηκώνει από κάτω τους ανθρώπους σαν στέψη λογχισμένων. Μια αφύσικη αναζωογόνηση θα τους διεγείρει. Αλλά η μοίρα των ανθρώπων αντιστέκεται. Η φύση τους συντρίβεται κι έτσι ρημαγμένη υψώνεται. Από τη σύμφυρση τέλους κι αρχής. Από την εναντίωση των ανθρώπων γεννιέται ο εξής αιώνας οι άνθρωποι όρθιοι- Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ, εκδόσεις Κέδρος 1979]