Δεν επιτρέπεται στον κήρυκα να αποβιβαστεί. Στάθηκε πάνω σ’ ένα ανάχωμα από πέτρες στη μέση του νερού. Προσωρινό νησί αντίκρυ στην παραλία των ανθρώπων. Ήρθαν και το έχτισαν θαλασσινοί εργάτες. Από παλιά κατοικούσαν τους βράχους κι εκεί πέθαιναν αργά. Με συγκινημένη πειθαρχία κι ακούραστοι εκουβαλούσαν τις πέτρες και το χώμα. Φαίνεται να υπάρχει μια ιστορία ευγνωμοσύνης κι ανεγνώρισαν τον κήρυκα. Έμοιαζε να τους είχε κάποτε ευεργετήσει κι έτρεξαν ν’ ανταποδώσουν. Με ταπεινή γρηγοράδα εσύρθηκαν και τρυφερά τον βοηθήσαν να ακουμπήσει εκεί. Ανακουφισμένοι που αξιώθηκαν το πιο σπουδαίο έργο της ζωής τους έναν τόπο για να σταθεί ο κήρυκας αυτός. Ανάπηροι της παλίρροιας άλαλοι και κουφοί και πλακωμένοι δύτες. Απόμειναν να τον κοιτάζουν ραγισμένοι. Αλλωνών το σώμα είχε φαγωθεί από τη γάγγραινα της θάλασσας. Ευλογία της καλύμνου και φαίνονταν τα κόκαλα και πάνω τους να περπατάν οι αδιάβροχες ψείρες της θάλασσας. Τα ήλιαζαν να κρατηθεί το μεδούλι ζωντανό κι άλλοι που ζούσαν συνέχεια μέσα στη θάλασσα. Μισοί έξω και το άλλο τους μισό το βυθισμένο εξήλωνε κι άπλωνε δεμάτια κρέας στο νερό. Έρχονταν να τα φαν και τα τραβούσαν μαύρα μικρά ψαράκια. Τα έλεγαν καλογριές. Αλλά ήταν εκεί και πολλοί γέροι και οι οικογένειες. Ένας συνέχεια φώναζε προς ένα πράγμα. Ήταν ένα ανθρώπινο πράγμα. Απιθωμένο πάνω σ’ έναν βράχο κι ακίνητο μέσα στον ήλιο. Μόλις διέκρινες ένα σάλεμα αλλά δεν κατάφερνε να μετακινηθεί. Είναι η οικογένεια αυτού του ανθρώπου και φώναζε προς τα εκεί… (αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1979 – ARTbyjason decaires taylor)
ΗΤΑΝ ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΡΦΟΣ ΑΝΔΡΑΣ ΚΑΙ ΠΗΡΕ ΜΙΑΝ ΑΣΧΗΜΗ ΓΥΝΑΙΚΑ:
Φιλάσθενη αλλά φιλόκαρδη και τον αγαπούσε. Άσθμαινε όταν περπατούσε γιατί είχε μιαν αρρώστια της καρδιάς. Δύσμορφη από παλιά φθίση των κοκκάλων ταλαντευόταν μ’ ένα ρόγχο. Ευτυχισμένη δούλα τον φρόντιζε και δεν παραπονιόταν. Έμεινε έγκυος κι όταν βάρυνε κι ήρθε η ώρα να γεννήσει επλάγιαζε σ’ ένα μικρό δωμάτιο μακριά από το σπίτι. Προίκα της και το έχτιζε μήνες με τα χέρια της στις γκρεμισμένες επάλξεις των βυζαντινών τειχών επάνω από τη θάλασσα. Στο μέρος που το έλεγαν μπεντένια. Βογκούσε μέρες και νύχτες. Το παραμιλητό αδυνάτισε κι έτρεξαν. Είδαν το έμβρυο τρομαχτικά μεγαλωμένο. Δίχως να γεννηθεί έσπρωχνε από μέσα τα διαφανή ελάσματα του αμνίου. Τυλιγμένο στις βυσσινιές του θήκες έπιανε ολόκληρο το σώμα της γυναίκας. Τεράστιο έμβρυο θηλυκό που επάλευε και τέντωνε την μήτρα και με αγωνία πάλευε για να απελευθερωθεί από το αιματωμένο δίχτυ της μάνας.Να ελευθερωθεί και όχι από το σώμα εκείνης της μάνας και σα να πάλευε να βγει σε άλλο κόσμο. Αυτόν που είναι πιο πάνω από το δικό μας και προς αυτόν παράσερνε και την μητέρα και την ξέσκιζε. Όμως αυτή δεν άντεξε κι όσο μπόρεσε κράτησε κι έπειτα αφανίστηκε. Πιασμένο μέσα στο σώμα της γυναίκας και την εκτόπισε στο τέλος. Τώρα την χώνευε αργά. Έβλεπες εκείνο που δημιουργείται να δημιουργεί. Αναποδογύρισε η σειρά του κόσμου και ήταν σα να γυρνά προς τα πίσω το γέννημα και να γεννά αυτόν που τον γεννούσε. Η γυναίκα είχε μικρύνει φριχτά κι είχε καταντήσει ένα αποξηραμένο σώμα μικροσκοπικό.
ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΙ ΑΚΟΜΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΚΡΕΜΟΤΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΦΑΛΟ ΕΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΕΜΒΡΥΟΥ:
Καταποντισμένη μάνα και βλαισή να ακολουθά ρουφηγμένη. Με μιαν αβουλία ακολουθούσε τις άγριες κινήσεις του παιδιού της. Οι μικρές και αθώες κινήσεις με θανάσιμο κόπο επαναλάμβαναν τις ταραγμένες κινήσεις του παιδιού και φαίνονταν να υποφέρει μαρτυρικά. Παραδέρνει στρεβλωμένη και γυρτή επάνω στην χοντρή κοιλιά που έπαλλε και ανεβοκατέβαινε με βία του εμβρύου. Σαν παρασυρμένη από άγριο ρεύμα συστρεφόταν απάνθρωπα και κάθε λίγο τινάζονταν. Στο ατελείωτο τράβηγμά της έπεφτε και συνθλιβόταν κι από το στόμα της έβγαινε ένα σφύριγμα κι ένας μικρός αφρός και τα μαλλιά της κατάμαυρα και λαδωμένα. Εστήλωνε συνέχεια το βλέμμα της λοξά κι όλο το όμμα της με τρόμο ανεστραμμένο προς το παιδί σα να του ξέφευγε που την εκυνηγούσε. Αυτή η γέννα δεν ετελείωνε κι έτσι τις περιμάζεψε εκείνος ο πατέρας. Αγριεμένος και μ’ ένα πένθος τρυφερό. Φροντίζει την οικογένεια που του έλαχε και αισθηματικά τις υπηρετεί. Τις σκεπάζει και τις καθαρίζει τους μιλά. Αυτός εφώναζε εκείνη την ώρα Σταυροφορία. Γιατί το όνομα της γυναίκας ήταν Σταυροφορία. Κι έτσι που τον άκουες εκαταλάβαινες πως με το όνομα αυτό φώναζε και τα δύο Σταυροφορία! Σταυροφορία! με έξαψη φώναζε όλην ώρα.
Έλεγες πως για ένα κρίμα οι άνθρωποι απαγόρευαν τον κήρυκα και τον εμπόδιζαν. Είχε έρθει η ώρα που ο άνθρωπος ήρθε επιτέλους η ώρα ο άνθρωπος να απολογηθεί; Αλλά η απολογία ακούγεται πάντα από μακριά. Μην αγγίζεις άνθρωπο όταν απολογείται. αποφεύγουν τον κήρυκα γιατί έχει ξένη καταγωγή. Όμως συναισθανόταν μια συγγένεια να τους παραφυλά από τον ξένον αυτόν και φυλάγονταν. Γιατί κρατάει από παλιές επιμειξίες ανθρώπων που αιματοκυλίστηκαν και χάθηκαν για πάντα. Η χώρα τους ήταν βάρβαρη και πνευματική. Έβλεπες πάνω στο σώμα του σημάδια από λαούς που τρόμαξαν. Αιώνες παγιδεύτηκε η φυλή του ξεκληρίστηκε. Επίτηδες ο φύλακας έχει άγνωστη καταγωγή. Δεν την ομολόγει και την κρατά κρυφή την έσφιγγε θυμωμένος. Την εξαφανίζει και μονάχα σε τρίμματα ονείρων όταν τα όνειρα ανοίγουν. Τότε μονάχα βγαίνει λίγο αίμα από την καταγωγή του και μόλις φαίνεται
Η ΟΨΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΚΗΡΥΚΑ ΠΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ
Ο κήρυκας είναι χαρακτηριστικός. Αδύνατος και με σκούρο πετσί. Σαν έλληνας βαμμένος από τον ήλιο. Αφού κατάγεται από σκιερούς ήσυχους ποταμούς κι επί αιώνες έπειτα βάδισαν μέσα στον ήλιο. Τυραννίστηκαν από τον ήλιο. Τα μάτια του είναι φωτεινά σαν κίτρινα. Δεν ξεχώριζες αν είναι τρομαγμένα ή φανατικά. Στένεψαν προσηλωμένα και με δυσκολία πια αναγνωρίζουν. Με απότομες κινήσεις σαν αναστημένος. Συχνά μιλάει στα τυφλά σα να οργίζεται μ’ ένα πεθαμένο. Αλλά ποτέ δεν χάνει από το νου του κι όλα τα πραγματικά τα παρακολουθεί. Δύσκολος ο λόγος του αφού ο ταραγμένος νους κι οι ψυχές που διαρκώς κινιούνται έχουν πάντα μια φτωχή ομιλία. Γέρνει εμπρός και καμπουριάζει λίγο γιατί έμαθε να προφυλάγει τη μπροστινή μεριά του σώματος εκεί όπου αισθάνεται πως όλο μαζεύεται και κουβαριάζεται συνέχεια η ψυχή του. Αντιστοιχεί στο διάφραγμα και με ακτίνες που πονάν ορμά προς την κοιλιά και την καρδιά ως τον λαιμό. Αφήνει απ’ έξω το κεφάλι κι αυτό στριφογυρνά σαν κομμένο ανάμεσα στο σώμα και στον ακατοίκητο αέρα. Και σαν από γενιές να έμαθε να γέρνει προς τα εμπρός για να σκεπάζει με το σώμα του για να τα προστατεύει. Εκείνα τα ατελείωτα που δούλευε στα χέρια
[Μια απροσδόκητη αναγέννηση φύσηξε απότομα πάνω από σφαγές λαών κι αδιάφορη για τις σφαγές. Θα παρουσιαστεί με τη βία όπως η καταστροφή σαν εξουσία δόξας. Εκεί που όλα τελειώναν των ανθρώπων προτού το τέλος ο κόσμος ετελείωνε αρχινώντας. Αλλά οι άνθρωποι αποστρέφονται αυτή την τελευταία Αναγέννηση. Σφαδάζουν και δοξάζονται υποφέροντας. Η αναίτια Αναγέννηση ανασηκώνει από κάτω τους ανθρώπους σαν στέψη λογχισμένων. Μια αφύσικη αναζωογόνηση θα τους διεγείρει. Αλλά η μοίρα των ανθρώπων αντιστέκεται. Η φύση τους συντρίβεται κι έτσι ρημαγμένη υψώνεται. Από τη σύμφυρση τέλους κι αρχής. Από την εναντίωση των ανθρώπων γεννιέται ο εξής αιώνας οι άνθρωποι όρθιοι- Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ]