Ανέβηκε στην επιφάνεια του χώματος. Ακολουθώντας έναν λοξό ανήφορο τον ανέβηκε με κούραση. Λοξά παρουσιάστηκε στην πόλη. Εξαντλημένος σα να γεννιόταν εκείνη τη στιγμή που παρουσιάστηκε. Αργά έτρεφαν τα μέλη του και δυναμώναν να γίνει ολόκληρος να βγει. Έτοιμος και τελειόμηνος κάτοικος αυτής της χώρας. Αλλά ακόμη η ψυχή του δεν είχε σχηματιστεί. Σκληρός σαν πολιούχος εμφανίστηκε στους δρόμους. Όλοι τον αναγνώριζαν αλλά κανένας δεν τον έλεγε. Η πόλη ήταν κατεστραμμένη και ισοπεδωμένη. Σκαμμένα τα χώματα και αραιές παλαιϊκές οικοδομές ορθώνονταν μακριά και χρησιμεύαν για θεομηνίες. Πιο μακριά στη θάλασσα φαίνονταν μεγάλα πλοία ιστιοφόρα. Τον απόφευγαν από την πολυτελή όψη του κι από το στολισμένο του πρόσωπο. Το πρόσωπό του το στόλιζαν ακριβές εκφράσεις. Αλλά κι εκείνος αισθανόταν ένα σφίξιμο από μιαν επίγνωση ανανδρίας. Αυτή η πόλη είχε μονάχα έναν δρόμο. Πλατύς κι ανώμαλος με κόκκινο χώμα αναστατωμένο από άγρια άροτρα. Αλλά κι από γυμνά πόδια και παλάμες ανθρώπων. Οδηγούσε από χαμηλούς λόφους και βαθιές χαράδρες σαν γιγάντιες τσεκουριές. Τα σπάνια χτίσματα που διασώθηκαν ήταν ογκώδη κι όλα χτισμένα με παλιά κόκκινα τούβλα. Έρημοι πελώριοι φούρνοι ή μύλοι. Σαν εγκαταλειμμένα νοσοκομεία εξανθηματικών ανθρώπων. Οι στέγες τους φολιδωτές και σαν ψημένες από τον ήλιο ράχες χερσαίων ψαριών. Περιφερόταν κι εκπληρούσε ένα είδος απογραφής… Μετά μιαν απογραφή γίνεται πάντα πόλεμος είπε η γυναίκα… [αποσπάσματα από το βιβλίο του Γώργου Χειμωνά ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1979 ArtbyBenGoossens]
ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΝΑΞΕ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΕ ΜΕ ΚΑΚΙΑ (μετά μιαν απογραφή γίνεται πάντα πόλεμος)
είπε η γυναίκα. Ύστερα σώπασε και τον κοίταξε με μια φοβερή κακία. Ξαφνικά άνοιξε δίπλα του ένα παράθυρο. Πολύ κοντά και σχεδόν τον άγγιξε καθώς άνοιγε σαν δίφυλλη μεγάλη θύρα με μικρά τετράγωνα τζάμια άνοιξε αργά. Φάνηκαν δυο μικρά παιδιά. Το μεγάλο προστάτευε το μικρό που είχε πολύ πυρετό. Είχαν μείνει μοναχά. Το άρρωστο παιδί φορούσε ένα φαρδύ κι ροζ τσίτι. Αλλά καλοσιδερωμένο και καθαρότατο. Μια πνοή μάνας τον τύλιξε κι ένιωσε μεγάλη συγκίνηση. Το άρρωστο είχε διπλωμένο το ένα του χέρι. Από καιρό κλεισμένος ο αγκώνας κι εκείνο το χέρι κολλημένο στο πλευρό αγκυλώθηκε. Με βία αυτός το ανοίγει και το παιδί έκρωξε. Στο μέσα του αγκώνα ήταν κρυμμένο ένα κουβαράκι από μαλλιά ανθρώπου. Φυλαχτό του αγκώνα το κρατούσε συνέχεια το παιδί και έπαθε το χέρι του. Αλλά τραντάχθηκε από το τέντωμα και τρέμει. Μ’ έναν αδύναμο λόξυγκα σαν παραπόνεμα ξεψύχησε. Τότε το μεγαλύτερο είπε με λύπη το είχε βάλει η μάνα του γιατί είναι θαυματουργό και πριν πέντε χρόνια βλοημένο. Γιατί είχε μιαν αρρώστια που τη λεν επιλαθού. Το έπιανε και τίναζε το χεράκι του κι ύστερα σταματούσε. Τότε η μάνα του του τόβαλε να το κρατά συνέχεια εκεί ώσπου να του περάσει και έδενε το χέρι του μη πέσει αλλά μετά που χάθηκε η μάνα του από μόνο του το έσφιγγε πιο πολύ και το κρατούσε πιο πολύ.
Μπαίνει στο σπίτι. Μάντευες πέρα πολλά δωμάτια ευρύχωρα και ψηλοτάβανα και παντού υπήρχε κόσμος πολύς.Σιωπηλά συνωστίζονταν στις κώχες και σε κρυφά μεσοπατώματα. Πίσω από σκοτεινές σκάλες κούρνιαζαν οικογένειες προσφύγων. Κάτω από τα παράθυρα σέρνονταν και άπλωναν τα χέρια προς το φως των παραθύρων. Εκεί ήταν ένα δούλος. Ανήκε σε παλιό έθνος δούλων από την Κύζικο. Δεν είχαν όνομα ούτε οικογένεια και ζούσαν από πάντα δίπλα στις οικογένειες των προσφύγων. Συνέχεια να παίρνονται δεν έμαθαν να μιλά και δεν καταλάβαιναν το λόγο των ανθρώπων παρά μονάχα με τις κινήσεις των χεριών και με νεύματα καταλάβαιναν.Αυτός ο άνθρωπος κληρονόμησε τους άλαλους δούλους. Αγορασμένος έστεκε σε μια γωνιά. Ακίνητος κι όλη του τη ζωή να πιάνει λιγότερο τόπο. Με δεξιοτεχνία μίκραινε ο ίδιος το κορμί του. Μ’ ένα κοφτήρι αμβλύ σαν φαλτσέτα αλλά με κόψη αδρή. Αφαιρούσε μικρά κομμάτια από το σώμα του να γίνεται όλο μικρότερο. Δίδασκε στο σώμα του μια νέα λειτουργία την κοπή. Με μια υπομονή σαν σοφία δεν έκαμνε πληγή κι ούτε έτρεχε αίμα και σαν μια στάμνα στρογγύλευε και μίκραινε το ακούμπημα του στη γη. Εκεί περίμενε μια γυναίκα. Του είπε πως είναι πολύ άρρωστη. Πρόσεξε πως ήταν εξαιρετικά χαμηλή και τότε πρόσεξε πως είχε μονάχα κεφάλι. Το κεφάλι εκείνο κουνιόταν ακατάπαυστα καταγής μπροστά στα πόδια του. Επάνω σ’ ένα αδειανό απλωμένο φόρεμα μπλε με μικρά κίτρινα λουλούδια. Σαν να είχε λιώσει ολόκληρη κι είχε εξαφανιστεί και μονάχα το κεφάλι της απόμεινε ζωηρότατο κι εκείνο το χτυπητό της ρούχο. Τα μάτια της κίτρινα και οι κόρες στενές σαν καρφίτσες. Τον κοίταξε από καταγής με λαχτάρα και φώναξε βοηθήστε με και κάντε με καλά.Της είπε με χαμηλή φωνή δεν μπορώ τώρα είπε με μεγάλη αγωνία αύριο. Σαν να παρακαλούσε την κοίταζε ταραγμένος και ικέτευε αύριο. Η γυναίκα φώναζε με μιαν υπερβολική ευγνωμοσύνη να την ακούσουν όλοι είστε ο ευεργέτης μου. Το είπα σε όλους ότι εσείς θα με σώσετε. Θα έρθω αύριο και σας ευχαριστώ. Δεν έχω άλλον στον κόσμο. Το κεφάλι εκείνο είχε μιαν αξιοπρέπεια. Σαν ζωγραφιστή στο πάτωμα ασώματη γυναίκα σάλευε καταγής και το αδειανό της ρούχο τρανταζόταν άδειο κι έμοιαζε να κυματίζει από χαρά κι ελπίδα.
Σ’ έναν μακρύ πάγκο ήταν δυο γυναίκες. Η μια μακριά από την άλλη. Η μία καθιστή ήταν νέα και τεντωμένη τον κοίταζε αμίλητη. Είχε πεταχτά μήλα χλωμά με μικρές στιχτές ακίνητες αιμορραγίες. Μικρές σπασμένες φλέβες πάνω στα μήλα του προσώπου της και τα μάτια της μικρά και ξεπλυμένα γαλάζια βαθιά χωστά μέσα στις κόγχες. Όταν μιλάει γέρνει λίγο το κεφάλι της στο πλάι. Η άλλη ήταν ηλικιωμένη και ήταν ξαπλωμένη στην άλλη άκρια. Τυλιγμένη ως επάνω στο σαγόνι με άσπρα απανωτά σεντόνια. Μια ομάδα μελαχρινές και λιγνές γυναίκες στην άλλη άκρη του μικρού δωματίου. Ετοίμαζαν τσάι. Αρμένισσες και παράστεκαν εκείνην των σεντονιών. Σκύβει από πάνω της και τη ρωτά. Το στόμα της μισάνοιχτο και τότε του φάνηκε πως ήταν σφαγμένη. Μονάχα εμένα θα γράψετε απ’ αυτό το σπίτι είπε η άλλη γυναίκα με τα πεταχτά μήλα. Μίλησε από κει που καθόταν και καθαρά και ήσυχα ακούστηκε να λέει μονάχε εμένα να γράψετε για όλο αυτό το σπίτι.
Απότομα σηκώνεται και τον πλησιάζει με άγριες αλλά προσεκτικές κινήσεις.Κολλά το παράξενο πρόσωπό της πάνω στο πρόσωπό του. Λέει ήρεμα και μαλακά είμαι δασκάλα και με λεν Αγλαΐα. Θα γράψτε για όλους εδώ μέσα το όνομά μου. Αγλαΐα. Λεγόμαστε όλοι Αγλαΐα. Ξαφνικά αρχινά να ουρλιάζει κανενός το όνομα! Εγώ φυλάω τα ονόματά τους και σε κανέναν δεν τα δίνω! φώναζε και μάνιαζε εκείνη τη γυναίκα. Αγλαΐα. Η ζωή μας και το σπίτι μας ολόκληρο κι όλες μας οι ιστορίες λέγονται Αγλαΐα.
[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γώργου Χειμωνά ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1979]
[Μια απροσδόκητη αναγέννηση φύσηξε απότομα πάνω από σφαγές λαών κι αδιάφορη για τις σφαγές. Θα παρουσιαστεί με τη βία όπως η καταστροφή σαν εξουσία δόξας. Εκεί που όλα τελειώναν των ανθρώπων προτού το τέλος ο κόσμος ετελείωνε αρχινώντας. Αλλά οι άνθρωποι αποστρέφονται αυτή την τελευταία Αναγέννηση. Σφαδάζουν και δοξάζονται υποφέροντας. Η αναίτια Αναγέννηση ανασηκώνει από κάτω τους ανθρώπους σαν στέψη λογχισμένων. Μια αφύσικη αναζωογόνηση θα τους διεγείρει. Αλλά η μοίρα των ανθρώπων αντιστέκεται. Η φύση τους συντρίβεται κι έτσι ρημαγμένη υψώνεται. Από τη σύμφυρση τέλους κι αρχής. Από την εναντίωση των ανθρώπων γεννιέται ο εξής αιώνας οι άνθρωποι όρθιοι- Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ]