φώτα! Φώτα! Φώτα! φώναξε σαν να πνιγόταν η Κυβέλη. Το σπίτι γέμισε αναμμένες λάμπες. Η Κυβέλη στάθηκε στη μέση του δωματίου κάτω απ’ το φως ενός εκκλησιαστικού πολυελαίου. Καταρράχτης αστραφτερών κρυστάλλων έπεσε επάνω της. Έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες της. Δεν αντέχω το σκοτάδι είπε κατάκοπη. Ποιοι με όρισαν να γίνω εγώ το σκοτάδι που θα σε κρύβει λέει με θυμό. Με παράπονο με ένταση με κοιτάζει.Άφησέ με για μια φορά να σου πω εγώ έναν εφιάλτη. Ήμασταν οκτώ-εννέα χρονών. Εγώ σ’ ανάσταινα ήσουν ό,τι είχα και δεν είχα. Ξαφνικά σαν να με πήρε ο ύπνος γερμένη στο πλάι σου. Κοιμόμουν από ώρα και σαν ένα μικρό άγγελο ολόδικό μου σε είχα στην αγκαλιά μου. Τότε ένας θόρυβος με ξύπνησε κι είδα πως έλειπες από κοντά μου. Είδα ένα άγνωστο παιδί να τρέχει μέσα στο δωμάτιο. Φώναζε με όλη του τη φωνή. Το πρόσωπό του είχε γίνει μπλε από την έξαψη από έναν πυρετό χαράς κι είχε ένα γέλιο βαθύ και σκαφτό σαν γεροντικό. Ήσουν εσύ αλλά στην αρχή δεν σε γνώρισα έτσι παρμένον. Από μιαν αφύσικη μανία παιχνιδιού να φτεροκοπάς παντού μέσα στο δωμάτιο ουρλιάζοντας από την πιο άγρια την πιο αχαλίνωτη λαγνεία ζωής.Ξαφνικά το παιδί χάθηκε. Μια διαπεραστική ησυχία ήρθε και ξέσκισε τα αυτιά μου. Με αγωνία άρχισα να ψάχνω πού είχες κρυφτεί γιατί είχες ξαφνικά σωπάσει. Τότε σε είδα. Είδα εκείνο το δαιμονισμένο παιδί να κάθεται ακίνητο δίπλα μου στο κρεβάτι. Ήσυχο με κοίταξε σιωπηλό. Αλλά με μια σοβαρότητα στοχαστική κι εκείνο το ξαφνικό πέρασμα από τη χαρά στη νέκρα με πάγωσε από τον φόβο κι εκείνο που με τάραξε ήταν ότι ένιωσα πως η σοφή του σοβαρότητα σ’ εμένα απευθυνόταν. Κάτι τρομερό άρχιζε για μένα. Δεν έδειχνες λύπη ή έχθρα αλλά μια περίσκεψη ώριμη. Τόσο γνωστικιά για ένα παιδί κι αυτό την έκαμνε εφιαλτική και μ’ έκανε να προαισθανθώ μιαν ασήκωτη. Την απάνθρωπη ευθύνη που από δω και πέρα θα πλάκωνε την ζωή μου (Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ 5η συνέχεια από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο Εχθρός του Ποιητή, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1990 – ARTbyBen goossens Surreal)
-5-
ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΑΙΣΘΑΝΘΕΙΣ ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ ΟΤΙ ΣΕ ΔΕΙΧΝΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ (5ησυνέχεια αποσπασμάτων από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ: Η Προφητεία του Γκουένκ Χλαν)
η Κυβέλη λέει αφηρημένα ο Yannicμου είπε πως όταν με είδε για πρώτη φορά στην Φλωρεντία. Μόλις μ’ αντίκρισε ένιωσε ξαφνικά σαν ετοιμοθάνατος. Όταν κάποιος σε κάνει να αισθανθείς ετοιμοθάνατος είναι το σημάδι ότι σε δείχνει ο έρωτας κι από την δικαιοσύνη του είσαι καταδικασμένος κι όταν ο Yannicάρχισε να με ρωτά. Ήθελε να μάθει για μένα κι εγώ του αποκρίθηκα. Θυμάμαι την απάντησή μου με ντροπή επειδή ήταν μεγαλόστομη αλλά εκείνη την ώρα. Με άρπαξε η τραγική παράλυτη μου μοίρα και απάντησα πως η μοναδική αξιοπρέπεια της ζωής και του θανάτου μας είναι να μη μάθεiκανείς κι ο πιο αγαπημένος. Προπαντός ο πιο αγαπημένος να μη μάθει ποτέ από πού έρχεσαι. Πώς έζησες και πώς αγάπησες και πώς πεθαίνεις. Μη δίνεις σημασία στα σκοτάδια μου είπε ξένοιαστα η Κυβέλη.Είναι δικά μου μ’ αυτά γεννήθηκα κι εσύ είσαι το αυστηρό φως που τα φράζει να μη χυθούν.Αηδιαστικοί ιδρώτες έξω απ’ το μαύρο σώμα μου.Άσπρε μου αδελφέ είσαι το αρχοντικό μου γένος αλλά εγώ είμαι η βάρβαρη νόθα πιστή σου δούλα. Αυτή είναι η αξία μου να είμαι νόθα και δούλα. Η Κυβέλη λέει ξεσηκωμένη από αθώα χαρά εργάστηκα πολύ για σένα αυτό τον καιρό. Μετέφρασα για χάρη σου μια κέλτικη μπαλάντα. Λέγεται DiouganGwencHlanπου θα πει Η Προφητεία του Γκουένκ Χλαν. Μέρες ερχόταν και μου την τραγουδούσε ένας νεαρός βρετόννος. Δεκαέξι χρονών από το χωριό. Τραγουδάει με σπασμένη βραχνή φωνή γριάς γυναίκας. Η μπαλάντα είναι του 3ουμ.Χ. αιώνα και λέει για τη σύγκρουση ανάμεσα στους δρυΐδες.Τους Κέλτες ιερείς ποιητές και στους εισβολείς Χριστιανούς που έρχονται να εκχριστιανίσουν την Βρετάννη. Ο ποιητής Γκουένκ (θα πει λευκός ντυμένος στα άσπρα) Χλαν (θα πει αγνός καθαρός) προλέγει το κακό τέλος των Χριστιανών: θα μεταμορφωθεί σε αγριογούρουνο και θα σκοτωθεί. Εκείνος τον τιμωρεί γι’ αυτήν την προφητεία. Τον τυφλώνει και τον βασανίζει τον ρίχνει στη φυλακή. Στη φυλακή ο ποιητής θα πεθάνει. Τότε βγαίνει από τη θάλασσα ένα άλογο και ποδοπατάει τον Χριστιανό. Έτσι ο ποιητής παίρνει εκδίκηση για την ταπείνωσή του χάρη στα πνεύματα της φύσης με τα οποία συνεργάζονταν οι δρυΐδες με απόκρυφες ομιλίες. Το μετέφρασα σε βάρβαρα ελληνικά:
Αρχαία είναι η πίστις μου ως στοναχή του ανέμου
ωσείναι οι ρόες των νερών τ’ ονύχι νήπιων φεγγαριών
Λευκά φορώ και προπαντώ εκείνον όπου εξάφνου
εφάνη να έρπη να ειπή τον λόγον των χριστιανών
Κει που το γόνυ έκλινα εμπρός με ώειδα την μοίρα
όπου έθελεν έχει ο άμοιρος δούκας των χριστιάνων
Φάνη μου η μοίρα του η κακή κι ευθύς του την ελέγω
- Θάνατος εξημέρωσεν ογλήγορα και κάμε
Και πριν ο χάροντας σε ειπεί τρίχες θα ξεφυτρώσης
Ζώον Ογρούνι τριχωτόν θα τρέχης θα αιματώνης
Πρωτού δεν απογλώσσισα θωρώ τον οπού μανίζει
Με αρπά και με την κόψιν του μου ξορυγνεί τα ομμάτια
Αόμματο με τυρεγνεί με βάνει σε μπουντρούμι
Ο ήλιος εβασίλευσεν κι η θάλασσα αγριεύτη
Κι εγώ μεσ’ εις το μνήμα μου τραγούδιν αρχινίζω
Παλαιόθε οπού ενέαζα και τόθεν ελαλούσα
Λαλώ και τώρα ανάψυχος μοιρολοώ και κλαίγω
Γιατί πονώ κι ο βάσανος έχει βαρειαν αιτία
Δεν εφοβήθηκεν χαμόν ο Χάρος δεν με τρομάσσει
Χρεία καν μία κουρταλεί όσο να ζήσω ζήσα.
Αν δεν με ψάξουν θα με ευρούν κι άμα με ψάξουν όχι
Καημού μιμμύθι δεν φορώ δι’ αυτό οπού θέλει γίνει
Όπου κι αν ήναι να σε ευρεί από τώρα εκεί είναι
(έστι δ’ όπη νυν έστιν λέει η Κυβέλη. Αισχύλος)
Οποίος πάει να αναπαυθή για τα καλά να γείρη
μέσα εις έναν μεσ’ εις δυονών μεσ’ από τρεις θανάτους
του μέλλεται να πορευτή ως να εύρη την ειρήνη
Βλέπω τον χοίρο άγριος προβαίνει από ταις βλάσταις
Χωλός πατεί τυφλός ορμά το πόδιν τσακωμένο
Ο στόμας του χαοτικός ξερνοβολεί το γαίμα
Τες τρίχες του εξάσπρισαν οι χρόνοι και η τρεχάλαις
Τον περιτρέχουν κλαίγοσι από την μαύρη πείνα
τα τριχωτά αγριόπουλα τα έρμα τα παιδιάν του
Βλέπω πελάου άλογον να ξεκκινεί απ’ ταντίκρυ.
Κι η γης ετότεν σείστηκε και ταραγμένη τρέμει
Φέγγει ’στραφτολογά το άλογον λευκάζει ωσαν το χιόνι
και λάμπει εις το μέτωπο στιλπνό κέρατο αργύρου
και τες ρωθούνες κρούβγοσι βρονταίς από χρυσάφι
Η θάλασσα να χοχλακά κι όλο το παν θαμβώνει.
Οπίσω του να ακλουθάν άτια νεροβγαλμένα
Ένα κοπάδι εχύνονταν το ένα επά στο άλλο
ως το νερό να εστέρεψεν κι επιφανήκαν οι αγλαοί
οι ανευλόγητοι πικρότατοι πνιγμοί του.
-Κράτει καλά. Κράτει καλά Άλογο των υδάτων
‘Πα στο κεφάλι εχτύπα τον. Χύμα και χτύπα. Κτύπα
Το αίμα ρει και η οπλαίς γλιτσάν και παν οπίσω
-Πιο δυνατά. Πιο δυνατά. Κτύπα με πειο κακία
Βλέπω το γαίμας ποταμόν – χτύπα. Και χτύπα
Δυνατά. Και πιο πολύ. Κι ακόμα. Χτύπα. Κτύπα.
Βλέπω το αίμα όρθιο δεν είναι πλιο της θάλασσας
μονείν’ ίππος αιμάτου και η θάλασσα αλλάχθηκεν
και πορφυράει και ροά – και πιο πολύ. Πολύ και πιο
Κτύπα τον. Χτύπα. Χτύπα. Και πιο πολύ.
Πολύν και πειο
Βάλλε όλη την τιμωρόν οργή αυγή θα ξεκουράσης
Χτύπα. Άλογον της θαλασσινής. Χτύπα τον στο κεφάλι
(η Κυβέλη έκρωξε παρακινώντας και σαν την κόλαση πρόσταξε)
Χτύπα. Και χτύπα. Κτύπα τον
αδελφέ μου της θαλάσσης
Εκεί οπού ο λυπηρός στην όστια κρύπτη ο ύπνος
με ελάβαινε με λάβωνε μ’ εγλείφαε κι εκοιμάμη
ακώ να κρα ο αετός στα υψηλά από τα επουράνια
Έκραε τ’ αετόπουλα και εις ό,τι πετά φωνάζει
-Γλήγορα χαμηλώσετε μαζεύτε τα φτερά σας
Δεν είναι αυτό κρε αγριμιού ουδέ αμνού και τούφιο
μονείναι κρέας χριστιανό και λάβετέ το φάτε
-Γρηό Κοράκι των Νερών άκου και ειπέ τι νάναι
το στρογγυλό οπού κρατείς στα νύχια και το εμπαίζεις
Και το κοράκι ομολοεί – η χαλασμένη κάρα
του χριστιανού και ίδε την. Ανεζητώ τα ερυθρά του μάτια
τα ξετρυπώ και τα τσιμπώ. Όπου είδασι
τα εδικά σου ομμάτια
-Και συ Τσακάλι τι κρατείς και με σαν τι να παίζης
-Με την καρδιά του χαίρουμαι σαν το ποντίκι την γραπώ
κι απέ την απολύω. Με την καρδιά του οπού είναι αδειανή
όπως κι η εδικιά μου. Οπού άδειασεν
κλαίοντας για τα σένα
Με την καρδιά του πολεμώ που επόθει την καρδιά σου
και πριν καιρού σ’ την έκλεψε κι επήες προς χαμού σου
-Βάτραχε Βούρκων Ένταρμα και πώς να σε χαδέψω
Τι ερευνάς και αγρυπνείς εμπρός στ’ ανοιχτό του στόμα
-Παραφυλάω κι αγρυπνώ μην και η ψυχή του έβγη.
Ολόκληρη θέλω την πιω κι όσο θα ζω ΄θελα να ζη
ενδός μου εις το άντερο το γλοίο καακιωμένη
Ως να πληρώση τάδικο που ποιητήν εμάρανε
Τον ποιητή τον έμορφο κανείς ξανά δεν θα ιδεί
να ισγιάζει τα φτερά του καθώς διαβαίνει ανάμεσα
στον βράχο τον Αλλοίμονο και στο Λευκό λιμάνι
[στην επόμενη ανάρτηση 6η συνέχεια:Τέτοιο είναι πάντα το τέλος των ποιητών να καταστρέφονται χωρίς αιτία]
Ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίησή του και η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν. Γιατί η Ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία, γι’ αυτό αφανίζεται από κάτι που δεν έχει αιτία. Ποίημα, πάλι, είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του Ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό – Γιώργος Χειμωνάς Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, εκδόσεις Κέδρος 1990)