Ισχυροί άγνωστοι αποφασίζουν για τα αισθήματά μας και η υπόδουλη ψυχή μας τα εκτελεί. Και μη μου καταλογίσετε αλλόκοτες θηλυκές νευρώσεις. Δεν έχω σκοτάδι εγώ. Ολόκληρη είμαι στο φως κι ίσως αυτό να σας γοήτευσε σε μένα όμως για μένα αυτή είναι η λέπρα μου ότι το φως. Θεέ μου το φως μ’ έχει όλη διαπεράσει και δεν υπάρχει για μένα στον κόσμο σκιά. Να προστατευθώ από αυτό το ανευλαβές φως που πέφτει διαρκώς επάνω μου και διαρκώς αισθάνομαι τα μάτια μου να λείπουν. Αλλά και πάλι μην υποθέσετε ότι τώρα εδώ μπροστά σας στέκομαι και σας εξομολογούμαι σας εμπιστεύομαι. Πραγματικά δικά μου μυστικά κι ανομολόγητα και πώς θα μπορούσα αφού κανέναν άνθρωπο δεν το θεωρώ. Δεν σας θεωρώ άξιο καμιάς εμπιστοσύνης. Σας παρακαλώ υπολογίστε την τρυφερότητα των μισητών μου λόγων και υποδεχθείτε ψύχραιμα την αβλαβή κακία μου για σας που δεν σημαίνει παρά την απαγόρευσή μου να αισθανθείτε το παραμικρό για μένα και να το απαιτήσετε ακόμα κι αν δεν το απαιτήσετε φανερά. [Γιώργος, Χειμωνάς, Ο Εχθρός του Ποιητή: Ελένη Ξένου με την ολόσωμη προσωπογραφία της από αλχημεία παλαιών φυλαγμένων χρωμάτων Πάντα οι άλλοι μας αναγκάζουν να αισθανθούμε (4η συνέχεια από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο Εχθρός του Ποιητή, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1990 - Ben Goossens Artworks]
-4-
Πάντα οι άλλοι μας αναγκάζουν να αισθανθούμε. Με τη βία μας αναγκάζουν να αισθανθούμε.
Και την άρνησή μου να την θυμάστε σαν μια απόλυτη σιωπή. Τίποτε δεν υπονοεί κι αν σας μίλησα είναι γιατί είμαι τίμια. Αυτά σε όλους τα έχω πει όλοι από μένα την ίδια τα έχουν μάθει αυτά που είπα για το φως. Αν και το παραδέχομαι δεν υπάρχει ευτελέστερη ανανδρία από την ειλικρίνεια.Είμαι λοιπόν κι εγώ όπως όλοι σας άνανδρη και δειλή. Αφήστε με ήσυχη. Μην ξανάρθετε. Δεν έχω τίποτε να σας πω κι από την αρχή ποτέ δεν είχα τίποτε να σας πω κι αυτός ήταν ο λόγος που αμέσως έκανα έρωτα μαζί σας γιατί δεν είχα τίποτε απολύτως να σας πω. Φύγετε. Και μπορεί να προαισθανθήκατε σωστά γιατί ο μοναδικός τρόπος να ασχοληθώ μαζί σας είναι να σας καταστρέψω. Αλλά ποτέ δεν θα ασχοληθώ μ’ εσάς τίποτε δεν θα σας προξενήσω κι ούτε κανένας άνθρωπος καταστράφηκε ποτέ από έναν άλλον άνθρωπο. Φύγετε λοιπόν πηγαίνετε να καταστραφείτε μόνος σας. Ανησυχώ για σας. Φοβάμαι ότι στο τέλος θα αυτοκτονήσετε. Ίσως επειδή ποτέ δεν είχατε τους ανθρώπους που θέλατε ενώ σας είχαν πάντα οι άνθρωποι που σας ήθελαν και θα φύγετε με την πικρία της αδυναμίας σας να αναγκάσετε τους άλλους να αισθανθούν. Τόσο το χειρότερο για σας. Πραγματικά σας λυπάμαι είπε η Ελένη και δάκρυσε θα είναι κρίμα.
Εν τω μεταξύ πλάστε όπως σας αρέσει την φανταστική ιστορία σας μ’ εμένα. Αλλά εγώ θα σας βοηθήσω αν και το μόνο πράγμα που μπορώ να κάνω είναι να αποσύρω τη μορφή μου. Δε θα με ξαναδείτε. Με δυσκολία με κόπο που όσο πάει θα μεγαλώνει η μνήμη σας θα αγωνιά. Θα αγωνίζεται να ξαναφτιάξει τη μορφή μου το πρόσωπό μου το σώμα μου. Έχω ακούσει αλλά το ξέρω κι από τον εαυτό μου πως η μνήμη μας χάνει πολύ γρήγορα και πριν απ’ όλα τα άλλα χάνει τις μορφές εκείνων που αγαπήσαμε. Δεν είναι παράδοξο; Η εικόνα μου στην μνήμη σας θα έχει πια τρυπήσει και θα ξεφεύγω από τις τρύπες κι εσείς μ’ αγωνία με πόνο.Θα προσπαθείτε να κρατήσετε ακέραια όλα μου τα μέλη όμως αυτά θα χάνονται θα γλυστράν μέσα από τα δάχτυλα σας ώσπου τίποτε πια να μη μείνει μέσα σας από την μορφή μου από εμένα. Θα είναι ένα μαρτύριο για σας αλλά εύχομαι. Ειλικρινά σας το εύχομαι ν’ αντέξετε σ’ αυτήν την εξαθλίωση. Η Ελένη έκλεισε την πόρτα και βρέθηκα στο σκοτάδι γιατί όλο το φως ερχόταν από μέσα. Αλλά σε λίγο η πόρτα ξανάνοιξε και πάλι ξαναφάνηκε αυτή με όλο της το φως. Κρατούσε κι έσερνε στο πράσινο μωσαϊκό όρθιον έναν πίνακα. Είπε με φωνή θαμπή σας τον χαρίζω. Πάρτε τον. Σας παρακαλώ. Πάρτε τον το πρόσωπό της είναι αγνώριστο. Αλλοιωμένο από την πιο ταπεινή παράκληση από μιαν ασέλγεια αξιολύπητη. Έκαμνε το χάρισμα αυτό με μια τελευταία υγρή χειρονομία ερωτικού θανάτου.
Ο πίνακας ήταν η ολόσωμη προσωπογραφία της.Αναγνώρισα τον διάσημο Έλληνα ζωγράφο που την είχε κάνει. Το πρόσωπο της Ελένης στον πίνακα ήταν σκοτεινό. Αλλά με παράξενα και έντονα ευδιάκριτες όλες τις λεπτομέρειες των χαρακτηριστικών του. Ήταν επίτηδες αφώτιστο κι όμως μ’ έναν άλλον βασανιστικό τρόπο φωτεινό. Σαν από αλχημεία φυλαγμένων παλαιών χρωμάτων ο ζωγράφος ήθελε να απομακρύνει όλο εκείνο το φως που η Ελένη Ξένου το είχε κατηγορήσει ότι διάβρωνε τη ζωή της. Ήταν αυτή όπως ποτέ με κανέναν άλλον τρόπο δεν θα ήταν.Χάθηκε πάλι κλείνοντας αργά την πόρτα. Έγινε ξανά σκοτάδι. Ψηλάφισα τον μουσαμά και ξαφνικά σκέφτηκα πως η μορφή του ανθρώπου δεν υπάρχει στην φύση και ότι οι ζωγράφοι την έχουν επινοήσει. Την ίδια στιγμή αισθάνθηκα μέσα σε μια διαύγεια που ήταν σαν να έτριζε. Μέσα σ’ έναν απότομο κρότο κατάλαβα πως ήμουν το θύμα της σκοτεινής πλεκτάνης των ανθρώπων.
[στην επόμενη ανάρτηση 5η συνέχεια: Ποιοι με όρισαν να γίνω εγώ το σκοτάδι που θα σε κρύβει;]
Ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίησή του και η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν. Γιατί η Ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία, γι’ αυτό αφανίζεται από κάτι που δεν έχει αιτία. Ποίημα, πάλι, είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του Ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό – Γιώργος Χειμωνάς Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, εκδόσεις Κέδρος 1990)