Ξέρεις τι είναι τα συναισθήματα Κωνσταντίνε; λέει λυπημένα η Κυβέλη. Έχεις δει ποτέ πως είναι ένα συναίσθημα; Εγώ τώρα θα σου δείξω και θα δεις για πρώτη φορά συναισθήματα ανθρώπου. Η Κυβέλη ξεκούμπωσε το φαρδύ μακρύ γκρίζο φόρεμά της έπεσε γύρω από τα πόδια της. Στάθηκε ολόγυμνη λίγο καμπουριασμένη με το ένα χέρι της στο στήθος. Όλο της το σώμα ήταν χαρακωμένο. Οργωμένο από μεγάλες κλειστές πληγές παλιές και μερικά μέρη. Ήταν τυλιγμένα με γάζες και η Κυβέλη άρχισε να τις ξετυλίγει και φάνηκαν. Καινούργιες ανοιχτές πληγές που αιμάτωναν ακόμα. Αποτράβηξε το χέρι από το στήθος. Οι μαστοί της ήταν κομμένοι σύρριζα και στη θέση τους δυο πλατιές καφετιές ουλές σαν ρόζοι. Με μια τελευταία κίνηση τράβηξε το μαύρο κάλυμμα απ’ το πρόσωπό της και είδα το σκεπασμένο μάτι της. Την αδειανή του βουλιαγμένη κόγχη το μάτι της βγαλμένο. Μια ολόκληρη ζωή λέει η Κυβέλη να ταπεινώνω το σώμα μου να βασανίζομαι να θέλω να αφανιστώ. Γι’ αυτό δεν ξαναγύρισα ποτέ στην Ελλάδα. Για να μην σου κάνω κακό και το καθήκον μου εσένα να αφανίσω. Γιατί μ’ αυτή την μοίρα γεννήθηκα να σε εξοντώσω κι αυτό το χρέος μου το πλήρωνα πάνω στο δικό μου σώμα. Ήμουν μαζί ο ποιητής και ο εχθρός. Μονάχα μια γυναίκα μπορεί να καταλάβει πώς είναι δυνατό μέσα σε μια ψυχή ανθρώπου να υπάρχουν μαζί ο θάνατος και η στοργή. Που δεν είναι ούτε έχθρα ούτε αγάπη [αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, εκδόσεις Κέδρος 1990 – ARTbyKirkapaticHeidiImages]
Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΠΡΑΓΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΑΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΡΗΜΑΓΜΕΝΗ ΑΠΟ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΙΤΙΑ: (6ησυνέχεια από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο Εχθρός του Ποιητή, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1990)
-6-
Θεέ μου αυτά τα άναρθρα. Τα άγνωστα ονόματα της ψυχής μας. Ρήμαξαν τη ζωή μας. Γιατί εγώ λέει με πένθος η Κυβέλη κι έτσι όπως την έβλεπα σκυμμένη είχε γεράσει είκοσι χρόνια. Εγώ ήμουν η γεννημένη για την ποίηση. Μη φανταστείς πως η συναισθηματική φροντίδα μου για σένα με εμπόδιζε. Η τέχνη δεν καταδέχεται τις θυσίες και μη σκεφτείς ότι η προστασία μου η αγάπη μου προς εσένα με εμπόδισε να φτάσω στον θρίαμβό μου σ’ αυτή την χριστιανοσύνη που εγώ προορίσθηκα γα να την εξαπλώσω. Για όλα ήμουν ικανή. Κι εσένα να προστατεύσω όπως το έκανα αγόγγυστα τρυφερά το έκανα και μαζί να δημιουργήσω. Ξέρω καλά τα εντόσθιά μου ένα-ένα ψηλαφώ τις λειτουργίες τους πώς άλεθαν. Πυρπολούσαν λεηλατούσαν τις βάρβαρες ομιλίες σας και ετοιμάζονταν να εκκρίνουν τους ιερούς μου φθόγγους αφού από τους δικούς σας γίνονταν. Γιατί ο ποιητής δεν έχει δικιά του φωνή και με τη φωνή του μιλάν οι άνθρωποι κι ο κόσμος. Τους ψηλαφούσα κάτω απ’ το πετσί μου τους φθόγγους μου πώς έρρεαν στο αίμα μου πώς έσφυζαν κι αγωνίζονταν να βγουν να φτάσουν την φωνή μου. Δεν την έφταναν. Ποτέ δεν έφτασαν. Κι όμως πόσες φορές από τα δικά σας μιλήματα. Από τα φτωχά ανάξια έργα μέτριων άθλιων ποιητών όπως εσύ και όλοι σας και οι καλλίτεροί σας. Πόσες φορές κι αυτά ακόμα με συνέπαιρναν και άλαλη τα διόρθωνα. Βαθειά μου τα μεγάλωνα τα έκαμνα αντάξια αυτού του μεγάλου λόγου που μονάχα εγώ απ’ όλους σας ήμουν η άξιά του. Που εσείς από ένα άδικο άδικο. Άδικο χάρισμα μπορούσατε κάτι ελάχιστο από αυτόν ανίδεοι κι αχάριστοι να ψελλίσετε.
Πώς μπόρεσε η φύση να αντισταθεί στην φύση. Να απαγορεύσει στην δύναμη που η ίδια μου είχε εμπιστευθεί να βρει πιστούς στρατιώτες και μ’ αυτήν την κολοβή αναπηρία να με έχει γεννήσει πώς μπορεί αυτό το ανήμερο εξαγριωμένο κτήνος που είναι η μοίρα του ανθρώπου να είναι τόσο διεστραμμένο. Αγαπημένε μου Γκουένκ Χλαν λέει η Κυβέλη με κόπο. Φοράει ξανά τα ρούχα της ορθώνει το κορμί της. Σκεπάζει το πρόσωπό της και το μοναδικό της μάτι με κοιτάζει ανέκφραστο δε χρειάζεται να με καταραστείς. Μόνη μου δες. Μόνη μου άλλαξα την μορφή μου κι έγινα χειρότερη από το γουρούνι σου. Έγινα το κοράκι και το τσακάλι. Έγινα βατράχι και καταπίνω τα σκύβαλα των φόβων σου για ανύπαρκτους εχθρούς. Έγινα δούλα ποιητών. Εγώ η Χριστιανή λέει αλαφιασμένη ξαφνικά η Κυβέλη και με πνιχτή τρομαγμένη απορία ρωτάει τίποτε λοιπόν ποτέ δεν έγινε; Κανένας φύλακας κανείς φρουρός δεν σκότωσε. Δεν σύντριψε όποιον αντιστάθηκε στην εξουσία της ποίησής μου;Σε όνειρο το είδα ολόκληρος ο κόσμος να αιματοκυλιέται από τις στυγερές βουλγαροκτόνες τις ελληνικές πορφυρογέννητες λέξεις μου;
η Κυβέλη λέει μαλακά σήμερα ξύπνησα από νωρίς. Όπως κάθε μέρα ξυπνάω στις πέντε. Στο Henvicη μέρα φωτίζει στις εννέα. Είναι ακόμα νύχτα αλλά εμένα μου αρέσει να σηκώνομαι αυτήν την ώρα. Κάνει πολύ κρύο. Τυλίγομαι στην ζεστή μου βελούδινη ρόμπα και βγαίνω από το δωμάτιο. Ξυπόλυτη μου αρέσει να αισθάνομαι κάτω από τα πόδια μου το παλιό χλιαρό ξύλο. Κατεβαίνω με προσοχή την απότομη στενή σκάλα. Γελάω ξαφνικά χωρίς να το θέλω γιατί θυμήθηκα πόσες φορές μια θεία του Yannicέπεσε απ’ αυτήν την σκάλα. Πάντα γελάω με τα μικρά ατυχήματα των ανθρώπων. Ειδικά η tanteJuliaπου φοράει όλες τις ώρες κάποια από τα παράξενα καπέλα της. Μπαίνω αριστερά στο ισόγειο στην μεγάλη κουζίνα. Είναι το πιο μεγάλο δωμάτιο του TyCroas. Όπως σε όλα τα σπίτια του Henvicκαι κάθε χάραμα μαζεύονταν να φαν οι μεγάλες οικογένειες των αγροτών πριν φύγουν για την σκληρή δουλειά. Υπάρχει ένα μικρό παράθυρο προς την ανατολή κι ένα πολύ μεγάλο τετράφυλλο προς το νότο. Στον μεσαίωνα υπήρχε ένα βαρύς φόρος για τους χωριάτες που άνοιγαν στα σπίτια τους παράθυρα προς τον ήλιο. Όλα τα σπίτια στην Βρετάννη είναι κλειστά προς την ανατολή. Ανοίγω το μεγάλο παράθυρο κι ανασαίνω βαθιά. Η υγρασία τυλίγει το πρόσωπό μου σαν μια βρεγμένη σποδός. Το ξανακλείνω κι ανάβω το μεγάλο τζάκι. Ανάβω το κηροπήγιο με τα πέντε κεριά. Κάθομαι στο μακρύ ξύλινο τραπέζι απέναντι στο μικρό παράθυρο της ανατολής. Το τραπέζι είναι ακατάστατο. Πιάτα του χθεσινού δίσκου με αποφάγια φρούτα σκορπισμένα τα ωραία κόκκινα και πράσινα χρώματα των μήλων. Παντού ξεραμένα βότανα κι άγρια λουλούδια μαζεμένα από τις πηγές του δάσους μυρίζουν βαρειά. Βράζω νερό και σε λίγο όλη η κουζίνα γεμίζει με το πηχτό άρωμα του καφέ. Αισθάνομαι σχεδόν ευτυχισμένη. Δεν σκέφτομαι τίποτα. Κοιτάζω ακίνητη συνέχεια το παράθυρο της ανατολής.
Γύρω στις οκτώ αρχίζει να φέγγει. Ο ουρανός είναι μαύρος. Τα σύννεφα πανύψηλα μεγάλα τείχη το ένα πίσω από το άλλο τον κρύβουν. Όπως τα πολλά τείχη μιας αρχαίας βασιλεύουσας. Το μπροστινό τείχος είναι πάντα το πιο αδύναμο. Γρήγορα το ρίχνουν οι άνεμοι ανοίγουν πελώριες τρύπες και φαίνεται το δεύτερο τείχος. Πιο στερεό αλλά κι αυτό αρχίζει να γκρεμίζεται. Σήμερα μέτρησα έξι τείχη. Το τελευταίο και πιο φωτεινό δεν έπεφτε. Μέχρι τις δέκα προστάτευε τον ουρανό. Σηκώθηκα να βρω τον Yannicπου είχε αργήσει να φανεί. Συνήθως με αφήνει μέχρι τις εννιά να χαίρομαι μονάχη εκείνες τις ώρες της αυγής. Πήγα στο σαλόνι απέναντι στην κουζίνα όπου κοιμάται. Δεν ήταν εκεί. Το ντιβάνι όμως το είχα στρώσει εχθές και τα δυο-τρία βιβλία πάνω του στην ίδια θέση. Δεν είχε καθόλου ξαπλώσει; Τον φώναξα έψαξα σ’ όλο το σπίτι. Πουθενά δεν ήταν. Βγήκα στον κήπο. Ψιλόβρεχε κι ένα κακό φως σκέπαζε όλη την ημέρα. Μια αστραπή μ’ έκανε να χωθώ στην αποθήκη δίπλα στο σπίτι. Ήταν γεμάτη καινούργια χαρτιά ταπετσαρίας από πέρυσι το καλοκαίρι. Είχα αποφασίσει να αλλάξω την παλιά σ’ όλο το σπίτι και όλο το ανέβαλλα. Ο Yannicκρεμόταν από την οροφή. Ο βρόχος ένα χοντρό άσπρο πλαστικό σκοινί βάρκας η Κυβέλη σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Την έβλεπα να διασχίζει αργά τα δωμάτια αφήνοντας πίσω της τις πόρτες ανοιχτές. Έφευγε. Χωρίς να γυρίσει να με δει βγήκε από την εξώπορτα αφήνοντάς την κι αυτήν ανοιχτή. Εχάθηκε για πάντα; Είχε αρχίσει να νυχτώνει.
Ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίησή του και η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν. Γιατί η Ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία, γι’ αυτό αφανίζεται από κάτι που δεν έχει αιτία. Ποίημα, πάλι, είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του Ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό – Γιώργος Χειμωνάς Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, εκδόσεις Κέδρος 1990)
[επόμενη 7ηΣΥΝΕΧΕΙΑ: ]
ΨΙΛΟΒΡΕΧΕ ΚΙ ΕΝΑ ΚΑΚΟ ΦΩΣ ΣΚΕΠΑΖΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ… ΕΙΝΑΙ ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΟΙ ΙΔΕΕΣ, ΦΩΝΑΞΑ…