Quantcast
Channel: Χειμωνάς Γιώργος, Εχθρός του Ποιητή, Εκδρομή, Αδελφός, Πεισίστρατος, Γάμος Χτίστες
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Γιώργος Χειμωνάς, Ο Θάνατος είναι ένα σπάνιο κι εκθαμβωτικό γεγονός ένα αστραπιαίο και προκαλεί μιαν φοβερή έκπληξη

$
0
0

Μια σκηνή εξονυχιστική παραβίαζε την αυστηρότατη αποκλειστικότητα εκείνου του δωματίου: μια απογύμνωση στο δευτερόλεπτο. Την προφύλαγε και την έκρυβε μέσα του και καταλάβαινες πως εκείνη η ανυπεράσπιστη στιγμή της νοσοκόμας πως τον είχε συγκλονίσει και τον κυρίεψε ένας άγριος οίκτος και παράφορος.

πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή
αυτόν μονάχος που πάει εκδρομήπάντα θα έβρισκε
μονάχος εκδρομήπου έβρισκε αυτόν θα πάει πάντα
εκδρομήπάντα αυτόν θα πάει που έβρισκε μονάχος
έβρισκε μονάχος πάντα αυτόν εκδρομήπου θα πάει
πάει εκδρομήθα έβρισκε αυτόν που μονάχος πάντα
που θα έβρισκε εκδρομήμονάχος πάντα πάει αυτόν
θα πάει αυτόν εκδρομήπου έβρισκε πάντα μονάχος
εκδρομήμονάχος πάντα αυτόν θα πάει που έβρισκε
μονάχος πάντα θα έβρισκε εκδρομήαυτόν που πάει
πάντα που αυτόν μονάχος θα έβρισκε πάει εκδρομή
αυτόν μονάχος που θα πάει εκδρομήέβρισκε πάντα
έβρισκε μονάχος που εκδρομήαυτόν πάντα θα πάει
·        φράση απ’ το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, 1964

Ο θάνατος όπως ο έρωτας κι όπως η γέννα ο θάνατος είναι θαύμα κι αδιαντροπιά (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982)
-4-
Ο θάνατος όπως ο έρωτας κι όπως η γέννα ο θάνατος είναι θαύμα κι αδιαντροπιά.Ένας έλεγε. Καθόμουν με τα μάτια στα σταυρωμένα χέρια της το μόνο γυμνό που φαινόταν κι άλλαζα θέση όταν έμπαιναν άλλοι μπροστά να βλέπω και παραμέριζα τα λουλούδια να βλέπω μαγνητισμένος μια ταραχή σαν από αδιάντροπο θέαμα απόκρυφων πραγμάτων. Η φύση τραβά το χέρι της και ξεσκεπάζει το απόκρυφό της μέρος. Δεν είναι νεκροφιλία και μοιάζει μάλλον προς την απλοϊκή ηθική και προς την σεμνοτυφία των ενστίκτων προς τη φυσική έλξη της αισχρότητας.

Ο θάνατος είναι ένα σπάνιο κι εκθαμβωτικό γεγονός ένα αστραπιαίο και προσκαλεί μια φοβερή έκπληξη. Ξέρω είπε εκείνος ο άνθρωπος στεκόταν στην είσοδο του νοσοκομείου κι είπε τραγικά ξέρω στους άλλους που περίμεναν όλοι στην είσοδο. Αφού κι εσείς έχετε άνθρωπο στο νοσοκομείο πώς να μην ξέρετε λέει ένας κι εκείνος ξαναλέει για μένα. Ακουμπούσε στον τοίχο με κάποιαν αφροντισιά και τους διηγήθηκε μιαν ιστορία με ζωηράδα και φλυαρία που δεν την περίμενες. Τελικά πήρα την άδεια να είμαι στην εγχείρηση κι ο χειρούργος ήταν μια αυθεντία καθηγητής ή κάτι τέτοιο. Το σαράντα οχτώ. Ο χειρούργος αυτός είχε ένα πρόσωπο βουρκωμένο κι έτσι μοιάζουν τα πρόσωπα που έχουν πολλή ψυχή βουρκωμένα έχουν μιαν ιδιομορφία κυρίως στα βλέφαρα και στο πηγούνι κάτι πρησμένο και τρεμουλιαστό δεν μπορείς ακριβώς. Μπαίνει στο χειρουργείο. όλα έτοιμα κι ο άρρωστός μου. Όλοι περιμένουν οι βοηθοί στη σειρά οι νοσοκόμες. Από την πρώτη στιγμή λέω με το νου μου κάτι δεν πάει καλά. Δηλαδή ο χειρούργος έδειχνε μιαν αδράνεια κι αδιαφορία δεν πλησιάζει καν στο κρεβάτι. Μάλλον στο τραπέζι όπως και το λεν κι οι άλλοι σώπαιναν με σεβασμό. Κάθεται στην άκρη κι οι άλλοι ακίνητοι ο άρρωστος αναίσθητος κι ετοιμοθάνατος. Η ώρα να περνάει και κανένας δεν κουνιέται όλοι περιμένουν. Η ώρα περνάει και κανένας ο χειρούργος άγαλμα.
Αρχίζω να σκέφτομαι κάτι το εγκληματικό σχεδιάζεται εδώ μέσα το σαδιστικό.Σε κείνη τη βουβαμάρα μια νοσοκόμα βγάζει μια φωνίτσα παρά λίγο να πέσει. Κάποιος ακούμπησε ένα φορείο απ’ αυτά με τις ρόδες και κύλησε το φορείο έπεσε πάνω στη νοσοκόμα κι αυτή δεν στηρίζονταν πουθενά και κρατούσε και στα χέρια της ένα δίσκο με εργαλεία και τρίκλισε να πέσει. Τρόμαξε κι έβγαλε μια σιγανή φωνίτσα. Θα προσέξατε σε τέτοια απρόοπτα ατυχήματα ας είναι ασήμαντα κι ανάξια έχετε προσέξει την έκφραση και την στάση που παίρνουμε τρομαγμένη και γελοία κι αμηχανία που όλοι γυρνάν και μας βλέπουν κι ωστόσο τρομάζουμε στ’ αλήθεια και κοιτάζουμε σαν να παραμονεύουμε με λοξό και χαμηλωμένο βλέμμα σα να καιροφυλακτούμε προς τη μεριά απ’ όπου έρχεται ο κίνδυνος.
Είμαστε μια χαρά και ξαφνικά βρισκόμαστε στο πέλαγος κι ολωσδιόλου απροστάτευτοι και γελοίοι.Μια απογύμνωση στο δευτερόλεπτο. Ο χειρούργος έτρεξε και τη βάσταξε. Είναι εκείνη η νοσοκόμα του χειρουργικού με το χοντρό πρόσωπο και τα μικρά μάτια. Δεν ήταν φέρσιμο φυσιολογικού ανθρώπου αν και σεις θα πείτε τι πιο φυσικό. Θα έπρεπε να τον βλέπατε. Αυτή η νοσοκόμα είναι από τις παλιότερες ήταν και τότε το σαράντα οχτώ. Να βλέπατε τον χειρούργο δεν ήταν φυσιολογική η βιασύνη του. Δεν φοβήθηκε μην πέσει η νοσοκόμα κι ήταν αφάνταστα συγκινημένος κι ακόμα πιο. Αναστατωμένος. Δεν την στήριξε απλώς αλλά την κράτησε αγκαλιά και την σκέπασε με το σώμα του για να την προστατέψει κι η νοσοκόμα κοκκίνισε περισσότερο είχε και τον δίσκο στα χέρια λυγισμένη στα δυο κι ο δίσκος είχε χωθεί στην κοιλιά της έτσι την έσφιγγε ο χειρούργος. Την προφύλαγε και την έκρυβε μέσα του και καταλάβαινες πως εκείνη η ανυπεράσπιστη στιγμή της νοσοκόμας πως τον είχε συγκλονίσει και τον κυρίεψε ένας άγριος οίχτος και παράφορος. Συλλάβετε τη σκηνή.
Μια σκηνή εξονυχιστική παραβίαζε την αυστηρότατη αποκλειστικότητα εκείνου του δωματίου. Χειρουργείο. Υπάρχουν χώροι αυστηρότητα αποκλειστικοί και δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο όπως και όργανα αποκλειστικά. Σ’ ένα σαλόνι μπορείς να φας και να κοιμηθείς κι ό,τι άλλο κι ας είναι γεμάτο με τα πιο ακριβά και πολύτιμα έπιπλα μεταξωτά και χαλιά και πίνακες και καθρέπτες και κάνεις ό,τι θέλεις. Και σ’ έναν κήπο και σε μια πλατεία. Στο χειρουργείο; Και σ’ έναν τόπο εκτελέσεως  δεν μπορείς να παίξεις μπάσκετ με την θηλειά της αγχόνης. Εκτός κι αν είσαι γερμανός. Είναι ορισμένοι χώροι αποκλειστικοί. Στην είσοδο του νοσοκομείου. Τρως τυρόπιττα και περνάει ένα φορείο με νεκρό. Όμως σ’ ένα καμπινέ; τι άλλο μπορείς να κάνεις σ’ ένα καμπινέ; για να πούμε κι ένα αστείο. Δεν ανέφερα φώναξε χαρούμενα επειδή μερικοί γελάνε δεν ανέφερα τυχαία για τον καμπινέ και θα σας πω αμέσως για τα καμπινέ και την ανθρωπιά. Γιατί ο χειρούργος αποδεικνύεται μέγας ανθρωπιστής το αποδεδείχνει αυτό γνήσιος αν και κάπως εξημμένος ανθρωπιστής. Γιατί υπάρχει η φιλανθρωπία η έμφυτη είναι ταλέντο κι αυτοί οι φιλάνθρωποι είναι σαν τους καλλιτέχνες και τις μεγαλοφυΐες. Όπως ο χειρούργος.
Υπάρχει μια φιλανθρωπία υστερόβουλη που δεν είναι φιλανθρωπία πραγματική αλλά μέσο κι ένα είδος προκαταβολική πληρωμή. Δηλαδή από της πλευράς του φιλανθρώπου και όχι του αποτελέσματος που είναι το ίδιο και το αποτέλεσμα ενδιαφέρει. Διάβασα τη βιογραφία ενός ευεργέτη της ανθρωπότητας. Ζάπλουτος πριν ενάμισι αιώνα. Σχολεία και νοσοκομεία και τετρακόσια ευαγή ιδρύματα και συσσίτια και δεν έκανε οικογένεια για ν’ αφοσιωθεί στις ευεργεσίες αλλά και τι να την κάνει την οικογένεια αφού όλος ο κόσμος ήταν η οικογένειά του κι οι άνθρωποι ορκίζονταν στο όνομά του και τον τριγύριζαν με θρησκευτική λατρεία. Πεθαίνει κι ανοίγεται η διαθήκη του. Ανοίγεται με την ευκόλως εννοούμενη απληστία και προκαταβολική ευγνωμοσύνη. Κι αφήνει όλον εκείνον τον πλούτο στο κράτος για την κατασκευή ενός ευρυτάτου αποχετευτικού συστήματος σ’ όλη τη χώρα και με λεπτομερείς εντολές να επιστρωθούν με το ακριβότερο μάρμαρο οι υπόνομοι κι άλλα πανάκριβα υλικά και να χτιστούν παντού να χτιστούν πολυτελή δημόσια αφοδευτήρια λαμπρής αρχιτεκτονικής σαν μικροί ναοί με τοιχογραφίες κι επιχρυσωμένες τις ταμπελίτσες Κυρίων και Κυριών. Είναι κι αυτό ένα κοινωφελές έργο δημόσιο κι όμως είναι μια σαρκαστική αγαθοεργία και καταλήγεις σε λεπτά συμπεράσματα.
Αριστοτεχνικά δημιουργούσε τους δεσμούς του χρησιμοποιώντας το ασφαλέστερο αίσθημα την ευγνωμοσύνη και τώρα πια δεν είχε την ανάγκη τους τη συναισθηματική ανάγκη εννοείται. Γιατί εννοείται; είπε ένας και μπορεί από πονηριά κι από φόβο παθολογικό κι από φόβο ταπεινό κι αν ήταν συναισθηματική θα τον ένοιαζε αυτόν τον φανταστικό σας ευεργέτη η ανάμνησή του στους ανθρώπους. Συναισθηματική συναισθηματική φώναξε αυτός κι η βιογραφία λέει πως δεν μπορούσε να κάνει χωρίς τους άλλους και ζούσε μαζί τους αδέλφια πράγμα όχι απαραίτητο για έναν φιλάνθρωπο. Συναισθηματική και το τελευταίο του έργο με τις επιχρυσωμένες δείχνει ίσως ότι παρ’ όλα αυτά δεν τον ικανοποιούσαν καταβάθος οι εκδηλώσεις τους κι ίσως οι αξιώσεις του ήταν σκοτεινές κι υπερβολικές κι από κάποιαν απόγνωση ακόρεστος κι ήθελε κάπως να εκδικηθεί κι όμως αυτό που είπατε για την ανάμνηση αυτή γενικά δεν πειράχθηκε και θα το είχε μαντέψει κι ο ίδιος ασφαλώς αφού η κοροϊδία του είχε το πρόσχημα της κοινωνικής φιλανθρωπίας. Φαινόταν θυμωμένος και μιλούσε περιφρονητικά κι εκείνος ο άλλος λέει. Κατ’ αρχή επιμένω πως έχετε κάποιον δικό σας στο νοσοκομείο και δεν καταλαβαίνω γιατί τον κρύβετε. Η ανθρωπιά του χειρουργού σας δεν καταλαβαίνω.
Πώς συμβιβάζεται ο ολοφάνερος θαυμασμός σας με την αγωνία που θα πρέπει να είχατε για τον άρρωστό σας και θα πρέπει να την θυμόσαστε ακόμα.Έστω πως είναι ανθρωπιά. Όμως η ανθρωπιά στον χειρουργό υπάρχει πιο σπουδαία ανθρωπιά σ’ έναν γιατρό από το να γλυτώνει τον άρρωστο; ανθρωπιά αποκλειστική. Είναι μια διασάλευση ανθρωπιάς αν και σε μερικούς δεν θα φαινόταν αθώο εκείνο το αγκάλιασμα κι αφού ήταν κι εξημμένος καθώς λέτε. Όχι ναι φώναξε αυτός διασάλευση ανθρωπιάς ακριβώς μια σχεδόν μεταφυσική ανθρωπιά. Όμως θα δείτε τι έγινε μετά. Είπε ανήσυχος κι οι άλλοι ένιωσαν πως καμιά αντίρρηση δεν ταίριαζε στον τόνο εκείνης της αφήγησης και λίγο πολύ τους είχε συνεπάρει ο απρόβλεπτος ειρμός της ιστορίας. Με την ψυχή στο στόμα φωνάζω κύριε χειρούργε έτσι τον είπα αδέξια κύριε χειρούργε. Έβραζα από θυμό κι έδειξα τον κοιμισμένο κι άτριχο σαν κερί κι είπα έχετε τόσην ώρα κι ακόμα. Του είπα κιόλας ακριβώς αυτά που λέγατε δεν υπάρχει μεγαλύτερη από το να γλυτώνει τον άρρωστο κι έκανα κι έναν χοντρό υπαινιγμό για διασάλευση εννοούσα το λογικό τα περί ανθρωπιάς τα σκέφτηκα υστερότερα για ν’ αποδώσω κάπου με αρκετό ιδεαλισμό ομολογώ. Όλοι με κοίταξαν με αντιπάθεια κι ο χειρούργος παράτησε το κορίτσι κι είπε τσακισμένος είπε μιαν ασυναρτησία και θαρρώ πως κάτι το μεγάλο ήθελε να υπαινιχθεί όμως μπορεί να μην ήξερε κι ο ίδιος τι κι είπε άτι σαν στίχο σαν επίγραμμα κι ειλικρινά τώρα ανακαλύπτω αρκετή ιστορία σ’ αυτήν.
Αρκετή υστερία και τώρα που τα φέρνω ξανά στο νου.Ανοίγει η πόρτα και  μπαίνει ένας βοηθός και λέει λαχανιασμένος το ρόπτρο δεν βρίσκεται πουθενά κι όλοι αναστατώνονται κι ο χειρούργος λέει και τώρα πώς θα συνεχίσουμε ην εγχείρηση; το είπε μ’ έναν χλευασμό αηδιαστικό. Πέστε μου ρωτάω εγώ. Τι θα γίνει τώρα; Χάσμα το ρόπτρο λέει ο βοηθός ρώτησα και την κυρία Φιλίππου. Δεν σας έχω εμπιστοσύνη φωνάζω χύνομαι έξω με την καρδιά παγωμένη. Πρώτα μου έρχονται στο νου τα παλιά σιδερένια κρόταλα της πόρτας όμως κατόπιν αλλάζω  και λέω θα είναι επιστημονικό εργαλείο που έχουν παράδοξες ονομασίες. Ξαφνικά αφού ψάχνω σ’ όλο το νοσοκομείο και ξαφνικά ανακαλύπτω πως αυτό βέβαια εννοούν το κρόταλο της πόρτας. Όπως παραδέχεσαι ένα πράγμα το παραδέχεσαι με την πρώτη σκέψη κι ύστερα το απορρίπτεις αμέσως γι’ αυτόν ή τον άλλον λόγο κι ύστερα το δέχεσαι πάλι για σωστό με ανακούφιση γιατί τυχαίνει στο μεταξύ συντελεί κι η αγωνία η θόλωση κι έτυχε να ξεχάσεις στο μεταξύ το σοβαρό λόγο που το αποκλείει με κατηγορηματικό λόγο κι απορείς κιόλας που βασανίστηκες τόση ώρα.
Βγαίνω στην πόλη. Τρέχω να βρω πάω στις γειτονιές με τα βυζαντινά σπίτια και βράδιασε. Τα πλευρά μου να πονάν. Βρίσκω το ρόπτρο. Ένα μεγάλο σπίτι με πολλά μικρά παράθυρα κατάκλειστα κι ακατοίκητο. Εκεί στη δίφυλλη πόρτα το ρόπτρο. Σκουριασμένο βρώμικο κακό χοντρή σιδερένια σταγόνα βγαλμένη από σπασμένη φλέβα του καιρού. Μιλάω λογοτεχνικά όμως δεν μπορώ να το ξεχάσω και θυμάμαι όλο θυμάμαι. Θα σας αφήσει έκπληκτους ξεχάστε το χειρουργείο και μπορεί να πρόσθεσα και δικά μου γιατί τότε ήμουν ταραγμένος όμως προσέξτε ξεχάστε το χειρουργείο. Αρπάζω το ρόπτρο το ξεκολλώ το χώνω στην τσέπη μου. Αμέσως ανοίγει ένα παράθυρο. Ανοίγει από κείνο το σπίτι και σκύβει ένας άνθρωπος ουρλιάζοντας. Άρχισε να φωνάζει    προτού καλά καλά ανοίξει το παράθυρο και μου πέρασε η υποψία πως παραμόνευε πίσω απ’ το παντζούρι και περίμενε να πάω να του πάρω το ρόπτρο. ΄
Σαν να ήταν ένα νύχι εκείνου του ανθρώπου και φώναξε από πόνο κι από θυμό μόλις του το ξερίζωσα. Ήταν σωματώδης και γέμισε το παράθυρο και τίναζε το κεφάλι του τα πελώρια χέρια του τα τίναζε μέσα στη νύχτα σα να είχε σφηνωθεί στο παράθυρο και πάλευε να βγει και φαντάστηκα πως το υπόλοιπο σώμα του θα έπιανε όλο το δωμάτιο χωρίς πόδια ένας υπερφυσικός σβώλος κρέας γυμνός με μαζεμένο δέρμα από ουλές και με τούφες τρίχες εδώ κι εκεί έπιανε όλο το δωμάτιο και σαν ζωντανός στιλπνός βολβός φυτού με άσπρες τρυφερές ριζίτσες και κολλημένα χώματα. Φώναζε εξωφρενικά και δυσανάλογα με το ρόπτρο. Εγώ στον τόπο και μαζεύτηκε κόσμος. Φωνάζει και με δείχνει με κεραυνοβόλο κακία. Ένα πράγμα τιποτένιο λέω εγώ. Να το αγοράσω. Ο άλλος από πάνω γέλασε άγρια. Παρακαλώ πόσο κι εκατό δραχμές. Ο άνθρωπος του παραθυριού να μουγκρίζει. Βγάζω και σηκώνω ψηλά το ρόπτρο να το δουν και να βουβαθεί εκείνο το στοιχειό που κόντευε να γκρεμίσει την πόλη ολόκληρη. Σηκώνω ψηλά.
Εδώ τέλειωσε απότομα την ιστορία του κι οι άλλοι περίμεναν όμως εκείνος δεν μιλάει άλλο κι όλοι τον κοιτάζουν. Όμως εκείνος δεν μιλούσε κι ένας λεπτός σπασμός πηδάει στο ένα του βλέφαρο φτερό πεταλούδας κι εκείνος που πριν αντιμίλησε λέει δεν καταλαβαίνω την ιστορία σας και τι είναι αυτό που θα μας αφήσει έκπληκτους και γενικά. Αυτός δεν απαντάει κι ο άλλος ρωτά γιατί έρχεστε στο νοσοκομείο τώρα; κι αυτός απαντάει σιγά σαν να σκέφτεται άλλο πράγμα λέει. Για τον επίδεσμο κι ο άλλος λέει θέλει να πει για αλλαγή. Πάλι σιωπή κι ύστερα αυτός ο άλλος ρωτάει έχετε τραύμα; κι εκείνος δεν μιλάει. Όλοι τον κοιτάζουν και δεν μιλάν κι ένα λυπητερό προαίσθημα τους βαραίνει και ξέρουν πως πλησιάζει η στιγμή και περιμένουν δυστυχισμένοι. Τους παρατηρεί και το πρόσωπό του σαν ειρωνικό. Ξαφνικά δεν έχω χέρια. Φωνάζει δεν έχω χέρια χέρια τεντώνει τα χέρια του μπροστά στα μάτια τους κουνάει τα δάχτυλα χέρια χέρια κι εκείνοι πέφτουν πάνω του ξεσπάν κι ερεθισμένοι από τη δική τους λύπη. Να πιάσουν ένα γυμνό του μέρος πρόσωπο ή χέρι και να ακουμπήσουν το πρόσωπό τους στο πρόσωπό του γιατί τόσο τους χτύπησε εκείνη η φωνή κι ας την περίμεναν κι επειδή την περίμεναν.

Οι δρόμοι έξω από τις πόλεις είναι ερημικοί χάνονται μέσα στα βουνά και δεν υπάρχει γι’ αυτούς θάλασσα δεν υπάρχει να χυθούν νικημένα δένδρα χαίρεσαι λάμψη κι άσπρο πλατύ φτερουγίζει στον ίδιο δρόμο στον ίδιο δρόμο και ξέρεις πως δεν έρχονται για σένα και δεν έρχονται για κανέναν και ποτέ δεν ήρθαν έρχονται με φωνές πόσες φωνές στα τεντωμένα τους χέρια χαίρεσαι και χαίρεσαι και σφίγγεσαι ν’ αντέξεις στην ένωσή σας γι’ αυτήν έχεις ώρα εκδρομής τα ψηλά χόρτα και ο ήλιος τα δένδρα τα βουνά οι κόκκοι του χώματος ευτυχισμένες πατημασιές ζώων ένα κλαδί κι ένα χαρτί ο στύλος κι ένα κρανίο αρνιού η ελιά τα σύρματα μητέρα μου. Ήρθαν πέντε άνθρωποι στους δρόμους, πέντε παληκάρια, έτρεχαν φώναζαν με πανικό πέρασαν κι έφυγαν φώναζαν και χάθηκαν. Άναψαν τα παράθυρα κι οι πόρτες οι αυλές, Βγήκαν έξω ρωτώντας. Φώναξαν κι έτρεξαν στους δρόμους -Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Η ΕΚΔΡΟΜΗ]

[επόμενο απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο: «Φτωχέ μου Βάνια μη κλαις»]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles