Δεν έχω λόγια πια να σου κάνω μια επίθεση αγάπης, με έξαψη συνενοχής να ξορκίσω το «παντού νεκροί και πτώματα» και κανένας πιο ζωντανός από σένα.
Για την ώρα, επειδή σε αισθάνομαι με το δικό σου τρόπο ευτυχισμένη (ενώ πριν λίγους μήνες δεν ήσουν), εύχομαι αυτό να κρατήσει όσο περισσότερο γίνεται και –προπαντός- να είναι ευτυχισμένο ό,τι περισσότερο αγαπάς (αρκεί να είναι ευτυχισμένο απ’ ότι εσύ σε καμιά περίπτωση δεν θ’ αγαπούσες)Γ.Χ.
Το λεξιλόγιο του αποχαιρετισμού είναι πάντα πενιχρό, Γιώργο.Δεν έχω λόγια. Δεν έχω λόγια πια. Το τρομερό βράδυ ήθελα να σου κάνω μια επίθεση αγάπης, λες και θα σε πρόφταινα. Δεν το πιστεύεις, Γιώργο μου. Έκλεισα το τηλέφωνο και κάθισα στο κομπιούτερ. Χαράματα έγραφα την τελευταία μου, την οριστική μου λέξη. Έκανα αποθήκευση. Το κείμενο όμως χάθηκε. Δεν κρύφτηκε, δεν παράπεσε, δεν μπήκε στο Αρχείο. Χάθηκε, σου λέω.
Ήταν νωρίς, μου είπε αυτός. Δεν το ήθελε φαίνεται ο Γ.Χ. να δημοσιευτεί τόσο νωρίς, ένα τόσο συναισθηματικό κείμενο.
Και είχε δίκιο. Τους γνωρίζει καλά τους απόντες… Δεν θα ήταν πια αγάπη, αλλά η επίδειξή της.Από κάποια που με έξαψη ήθελε να ξορκίσει το «παντού νεκροί και πτώματα» και κανένας πιο ζωντανός από σένα.
Μια βδομάδα, πικρέ μου, λυπημένε Γ. Μια βδομάδα ξόρκισα το πένθος μου μέσα σε κουβέντες και θορύβους. Αδιάφοροι άνθρωποι μπαινόβγαιναν, Δεκαεφτά Μαρτίου είχες γενέθλια, Δεκαοκτώ επέτειο γάμου, ακριβέ μου.
Που… «τριγυρνούσες έξω απ’ τα ζευγάρια των ανθρώπων και ποτέ δεν πλάγιασες δίπλα σε άνθρωπο και δεν ζεστάθηκες από άνθρωπο.Δεν έπιανες παρά πορσελάνες και χρυσά σκαλίσματα κρεβατιών και μονάχα με μάτια, μονάχα με δάκρυα τριγυρνούσες έξω από τα αγκαλιάσματα των ανθρώπων. Χωρίς χαρά και χωρίς κανέναν τέλειωσε η βασανισμένη σου ζωή και ίσως κρυφά να το επιθυμούσες…»
Διάβαζα και ξαναδιάβαζα, κείμενα που, αν θυμάσαι, ήξερα ήδη απ’ έξω.Και υπήρχε μεγάλη ανάγκη να διαβάζω, σαν την άλλη, που έφυγε ο πατέρας της και στην τελετή θα ακουγόταν το αντάτζιο από τη Δεκάτη του Μάλερ. Χρειάστηκε –λέει – να ακούσει πολλές φορές πριν από την τελετή, την πρώτη έκλαψε γοερά, τη δεύτερη λιγότερο. Τη δέκατη, η δύναμη της μουσικής εξασθένισε μέσα της τη φέμινα σεντιμεντάλις. Μπόρεσε να παραστεί στην τελετή, λες και αφορούσε κάποιον άλλο. Τους μπέρδεψε όλους με την ανεξήγητη αδιαφορία της…
Ξέρω πως δεν ήθελες δάκρυα και αντιδράσεις μουζίκου –τη σπεσιαλιτέ μου – μόνο την αγάπη που αφειδώς σου προσφέραμε όλοι και όλοι σε λατρεύαμε και σε περιμέναμε να γυρίσεις. Και δεν γύρισες…
Ψάχνω στο σεκρετέρ μου, ακριβά ενθυμήματα. Το χειρόγραφό σου από τον Εχθρό του Ποιητή. Η εισαγωγή σου στη Μήδεια. «Λοιπόν ο έρωτας έχει πάντα καταγωγή βάρβαρη, Μαλβίνα…». Εδώ, ένα δωράκι γενεθλίων με αφιέρωση, πιο εκεί ένα ασημένιο κουτί για χάπια, τις πιο ακατάλληλες στιγμές εστιάζω πάντα στις κατάλληλες φράσεις – μου γράφεις, «κανείς να μην μάθει πώς ζήσαμε, κανείς να μην ξέρει από πού ερχόμαστε και προπαντός, κανείς να μην μάθει ποτέ πώς πεθάναμε».
Ένα γράμμα, για το πώς επέρχεται ο φυσικός θάνατος, μετά από ολο-οργανισμική απόφαση…Μια ευχή σου που δεν κατάφερα ποτέ να πραγματοποιήσω: «Για την ώρα, επειδή σε αισθάνομαι με το δικό σου τρόπο ευτυχισμένη (ενώ πριν λίγους μήνες δεν ήσουν) εύχομαι αυτό να κρατήσει όσο περισσότερο γίνεται και –προπαντός- να είναι ευτυχισμένο ό,τι περισσότερο αγαπάς (αρκεί να μην είναι ευτυχισμένο απ’ ό,τι εσύ σε καμιά περίπτωση δεν θ’ αγαπούσες)».
Κάποτε σου έφερα τις ραδιοφωνικές εκπομπές που είχα φτιάξει για σένα. Με το Μυθιστόρημα, τους Χτίστες, το Γιατρό Ινεότη, τον Πεισίστρατο και όλα όσα, εξ αφορμής σου, τη ζωή μου φωταγώγησαν.
Δεν ήμουν μόνο εγώ, πατέρα. Όλοι δικοί σου ήταν. Οι πιτσιρικάδες που λάτρευαν τον Νικ Κέιβ σου… Οι αισθαντικοί. Οι υγιείς και όσοι «η αρρώστια τους αφάνισε…». Στο δικό σου το μήκος, στους δικούς σου ρυθμούς… Και με τον τρόπο των πρώτων χριστιανών αν θες να μάθεις. Μιλούσαν για σένα, αλλά με την έξαψη της συνενοχής. Χαμηλόφωνα –και ας μην διαδίδονται σε άσχετους τα μυστικά μας…
Για σένα δεν φοβήθηκα την κοινοτοπία. Ο μεγαλύτερος Έλληνας συγγραφέας, έγραφασ’ ένα κείμενο του 1980. Εκεί που σε μεμφόμουν για την εμμονή σου με το θάνατο. Που «κοσμεί όσο και οι ιδέες»… Που είναι «σπάνιο και εκθαμβωτικό γεγονός»… Που «βγάζει στο φως την ευγενική καταγωγή των ανθρώπων»… Και «ακούστε, στο θάνατό μου, είναι κι άλλοι θάνατοι».
Άνοιξη και δεν ήθελα κουβέντα για θανάτους και τώρα εγώ πάνω από το χώμα –που δεν άγγιξα- και με μια οριστική κουβέντα σου, για πάντα εγκατεστημένη…
«Τι να είναι η ψυχή» έλεγες, «τι άλλο από ένα ακατάπαυστο σώμα που δεν καταλήγει…»
Ξέρω πόσο κινδυνεύεις τώρα πια, εσύ που ως έκθετος άρχοντας δεν κινδύνεψες ούτε μια μέρα στη λυπημένη ζωή σου. Το διαισθάνθηκα από τους επικήδειους κιόλας. Από αυτή την αδέξια συγκίνηση, στιλ έκθεση Τρίτης Γυμνασίου…
Ο μηχανισμός του μεταθανάτιου θανάτου είχε ήδη πυροδοτηθεί, πόσο θα οίκτιρες, πατέρα, ακούγοντας τόσες κοινοτοπίες μαζεμένες… Ένας τελευταίος καφές, ένα δαχτυλίδι με μπριγιάν, άκαιρο και κουτό και παράταιρο στο χέρι μου που σέρνει το φλιτζάνι. «Μαλβίνα. Γιατί βρίσκομαι εγώ εδώ;» με ρωτάει η φίλη μου στο κοιμητήριο. «Αυτό το κόσμημα εγγυάται», έγραφες κάποτε Γ. αυτό θυμήθηκα, αυτό της απαντάω. Το κόσμημα εγγυάται. Πάρε το. Σ’ αγαπώ.
Βγαίνω από κει μέσα, με ένα «Γιατί βρίσκομαι εγώ εδώ». Ο Λευτέρης και η Ειρήνη. Το κινητό. «Τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο μικρά όσο φαίνονται.Πες το και στη Λ.».
Ποιος παρηγοριέται; Δεν το έστησε καλά το παιχνίδι ο Κύριος. Έπρεπε να πεθαίνουμε αλλιώς… Μετά το γαλάζιο της ανυπαρξίας, αυτό το γλυκό πράγμα που όρισε ο ποιητής Νοβάλις, ως θάνατο, να μην μένει πίσω η τρομερά υλική παρουσία του σώματος…
Βάζω πούδρα και κραγιόν στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου, άσπρο και κόκκινο της μάσκας «δεν μπορείς να μιλήσεις» μου λες –«και κανένας δεν μίλησε ακόμα, λέξη δεν ακούστηκε και τα στόματα θα ξεσφίξουν και θα ανοίξουν και θα ακουστεί ο λόγος που κρατούν και ποτέ δεν τον βγάζουν μέχρι το θάνατο, ο λόγος δεν ακούστηκε ακόμα…»
Τσικνοπέμπτη, πατέρα, και εγώ τρώω σούσι στην Απόλλωνος 4 Μαρτίου 2000
[ΠΗΓΗ: Μαλβίνα Καράλη, Μάρτιος του 2000, ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, Εργοτάξιο Εξαιρετικών Αισθημάτων, τεύχος 109]
Για να τελειώσεις τον φόβο ήρθες στον φόβο, για να τελειώσεις τον θάνατο έκανες θάνατο, διδάσκει η ΕΚΔΡΟΜΗ του Χειμωνά (1964). Δεν ξέρουμε πώς «κάνεις θάνατο», γιατί ένας μόνο τρόπος γνώσης υπάρχει, κι ανεπίστροφος. Μάθαμε, όμως, το ξαναμάθαμε τώρα, ότι «ο θάνατος προέρχεται από τον θάνατο των άλλων κι άλλος θάνατος εκτός από τον θάνατο των άλλων δεν υπάρχει».