Quantcast
Channel: Χειμωνάς Γιώργος, Εχθρός του Ποιητή, Εκδρομή, Αδελφός, Πεισίστρατος, Γάμος Χτίστες
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Γιώργος Χειμωνάς, Γαλάζια κρόσσια αγκαλιάς καθώς η ομιλία του ερχόταν όλο και πιο κοντά έτσι καθώς έρχεται όλο και πιο κοντά η παντοτινή ομιλία του κόσμου

$
0
0
Ερχόταν από μακριά. Γυναίκα γυμνή από τη μέση και κάτω και τα ολόγυμνα πόδια της σαν σύριζες αναπνοές. Γλυστράν επάνω στα χορτάρια κι έτσι πλησίαζε. απ’ όλες τις γυναίκες αυτή η εκλεκτή του νοήματος των χορταριών. Αλλά στο επάνω μέρος είναι πολύ ντυμένη. Σαν χωρισμένη στα δυο και για να την βλέπουν χωριστά σα να την έκοβε στα δύο ένας ορίζοντας. Από τη μέση και πάνω φορά ένα αδιαπέραστο ρούχο. Ανθρωπόμορφος σάκος από άγριο βουνήσιο ύφασμα και το κεφάλι της ολόκληρο κι εκείνο σκεπασμένο. Αυτή η γυναίκα που έπασχε από μιαν αρρώστια του ντυσίματος.

Εκεί στις έβδομες τις πύλες είναι ο άλλος αδελφός απαίσια μεταμφιεσμένος σε γυναίκα που παριστάνει τη Δίκη και με λάσπες βαφές στην άθλια όψη να φαίνεται γυναίκα. Ολόκληρος σε άσπρα υφάσματα που τον σκεπάζουν από παντού Ιδού:

Η ΑΔΕΛΦΗ ξαφνικά κυριεύτηκε από τον τρόμο μιας εντολής (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΑΔΕΛΦΟΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982)
Με άπειρη προσοχή τον κατεβάζουν με σκοινιά έτρεξε η αδελφή του. Ταπεινά έτρεξε στα τέσσερα με τα χέρια λυγισμένα σαν φτέρνες. Ήταν νέα γυναίκα ως τριάντα χρονών. Ωραία και πανύψηλη με στρογγυλό πρόσωπο και πολύ μακριά άκρα. Τα μάτια της στρογγυλά κι είχε ένα στόμα μικρό αλλά παχύ. Όπως εκείνη η γυναίκα του Μιχαήλ Άγγελου. Την έλεγαν Φλόρα. Έτρεξε να τον πάρει. Κλίνει το κεφάλι και ραγίζει απότομα. Ξαφνικά κυριεύτηκε από τον τρόμο μιας εντολής. Από εκείνες τις εντολές που αναβλύζουν κι όταν τις δέχεσαι είναι σα να τις θυμάσαι και ξαφνικά ανατινάζεται η μνήμη τρομαγμένη. Ότι αυτή θα εκφραστεί τον αδελφό της όσο είναι καιρός. Μ’ ένα κούφιο πλάνταγμα καρδιάς αλλά μια ανακούφιση σαν ελευθέρωση των σπλάχνων και την καθυστερεί σαν θαλπωρή. Σηκώνει πολύ αργά το δακρυσμένο της κεφάλι. Απόμεινε στο μέρος εκείνο και συνεπαρμένη σαν να καταδικάζεται. Τα μεγάλα μάτια της έλαμναν μέσα στις βαθιές κόγχες. Τα γυαλιστερά της δάκρυα αναδεύτηκαν απότομα κι ανακινήθηκαν από ένα άγριο φύσημα βλεμμάτων. Άστραψαν σαν ψάρια.


Η αδελφή παρατήρησε μια άγνωστη γυναίκα σαν χωρισμένη στα δυο από έναν ορίζοντα

Η αδελφή παρατήρησε ότι πιο εκεί. Υπήρχε ένα κτήριο σαν άσπρη εκκλησία αλλά όχι ελληνική.Λουτρό και είχε ένα περιτείχισμα χαμηλό. Το περιτείχισμα είχε ένα άνοιγμα που θα ήταν η είσοδος και κοντά στο άνοιγμα και απ’ έξω. Έστρεφε την ράχη του στο κτήριο εκείνο που φαινόταν συλημένο. Στεκόταν ένας έφηβος ως δεκαπέντε χρονών. Αλλά πριν της ώρας ανδρωμένος. Εκοίταζε ολόισια μπροστά κι ήταν πολύ σοβαρός και σαν κλαμένος. Ανέραστος κι ασάλευτος σα να στερέωνε το μέρος εκείνο αλλά με μια κακιά ένταση. Λες και το πρόσωπό του και το σώμα του να είχαν αρχίσει να σπαν από μέσα αλλά τίποτα δεν φαινόταν ακόμα. Να υπέφερε αλλά ήταν αναγκασμένος κι από δική του ανάγκη αναγκασμένος.

Ήταν γυμνός και κουρασμένος σαν στρατιώτης.Αλλά ήταν τυλιγμένος σ’ ένα μακρύ κι άσπρο χαρτί. Κιτρινισμένο και χοντρό χαρτί και τον τύλιγε με μεγάλες πτυχές σαν δαγκάνες. Έτριζε στο ελαφρύ φύσημα του ανέμου. Άρχισε να βρέχει. Μάλλον περιστεκόταν από ένα αδυσώπητο καθήκον πένθους. Έτρεμε από το κρύο αλλά το τελειωτικό του πρόσωπο έδειχνε την αμετάκλητη απόφαση του πένθους.

Η αδελφή παρατήρησε. Μια άγνωστη γυναίκα προερχόταν.Ερχόταν από μακριά. Γυναίκα γυμνή από τη μέση και κάτω και τα ολόγυμνα πόδια της σαν σύριζες αναπνοές. Γλυστράν επάνω στα χορτάρια κι έτσι πλησίαζε. απ’ όλες τις γυναίκες αυτή η εκλεκτή του νοήματος των χορταριών. Αλλά στο επάνω μέρος είναι πολύ ντυμένη. Σαν χωρισμένη στα δυο και για να την βλέπουν χωριστά σα να την έκοβε στα δύο ένας ορίζοντας. Από τη μέση και πάνω φορά ένα αδιαπέραστο ρούχο. Ανθρωπόμορφος σάκος από άγριο βουνήσιο ύφασμα και το κεφάλι της ολόκληρο κι εκείνο σκεπασμένο. Αυτή η γυναίκα που έπασχε από μιαν αρρώστια του ντυσίματος.

Από μακριά φαινόταν να έρχεται σαν ανελέητη
Η αδελφή παρατήρησε Μια άγνωστη γυναίκα πλησίαζε με κούραση.Από μακριά φαινόταν να έρχεται σαν ανελέητη. Φαινόταν να πονά και σερνόταν με κόπο και ψυχορράγημα. Σταματούσε και ξανά ερχόταν. Είχε μαζί ένα παιδί ως οχτώ χρονών. Το παιδί φαινόταν άρρωστο από αγρύπνια. Στο κεφάλι του μικρά φύλλα τριγωνικά από κισσούς παιδί σιντριβανιού. Κατάχλωμο και παγωμένο κρατούσε στην αγκαλιά του να κοιμάται ένα βρέφος μηνών. Ολόγυμνο και με πρησμένη κοιλιά κι οι φλέβες σαν αράχνες την σπάργωναν και τα κλαδάκια πόδια του χαλκώματα σα νεκρά. Κρέμονταν σαν σπασμένα από την αγκαλιά. Αλλά φορούσε πέδιλα από φανταχτερό γαλάζιο πλαστικό. Τα πέδιλα λαμποκοπούσαν σαν μαργαριταρένια. Γαλάζια κρόσσια αγκαλιάς κι είχαν περάσει χάραμα έξω από ένα παλιό σανατόριο. Ερημικό έξω απ’ το Ασβεστοχώρι. Αυγή και μόλις άρχισε να φέγγει. Επρομηνούσε τον ήλιο που είναι το σκοτάδι της ημέρας.

Ξαφνικά η μάνα άρχισε να κλαίει. Σωριάστηκε ξαφνικά καταγής κι έκλαιε. Ξαπλωμένη εμπρός στο κλεισμένο σανατόριο κι ούρλιαζε με μύρια κλάματα. Το παιδί στα χέρια του το μωρό που όλο κοιμόταν και την κοίταζε αλαφιασμένο. Άνοιξαν παράθυρα και πέταξαν στη γυναίκα νομίσματα. Ρούχα κι εκείνα τα πέδιλα. Η γυναίκα είχε πλησιάσει αρκετά τώρα. Αρχινά να σκάβει το χώμα με τα χέρια. Σταματά από τους πόνους και πάλι αρχίζει. Βογκούσε και ξερνούσε κι έσκαβε έναν λάκκο. Κράτησε ώρες κι όταν έγινε ένα μέτρο. Η γυναίκα χώθηκε χάθηκε. Σαν ετοιμοθάνατη παραχωμένη περιμένει. Κάθε λίγο ανάμεσα στους πόνους ανασηκώνεται και φαίνεται. Με κόπο ανακαθίζει και σαν φυτρωμένη κουνά τα χέρια. Σπρώχνει με λύσσα το παιδί. Μακριά να μην δει και με φριχτές βρισιές να το διώχνει. Ξανακυλά στον λάκκο κι ανασαίνει σφυρίζοντας σαν τρύπα θειαφιού κι ανοίγει τα πόδια της. Τέντωσε το κεφάλι της έξω από τον λάκκο γέννησε. Η αδελφή έσκυψε πάνω από τον λάκκο.

Εκείνη η γυναίκα την κοίταξε και στραμμένη προς την πλευρά του λάκκου όπου έσκυψε κι από πριν στραμμένη.Η γυναίκα την κοίταξε σα να την περίμενε. Εκείνη την ώρα είχε μιαν επικίνδυνη ομορφιά σαν μολυσμένη. Λευκή μέσα στο χώμα σαν μυτερό κόκαλο θεού και μέσα σε χώματα και σε αίματα που άχνιζαν. Αμύθητο δόλωμα του λάκκου και στιλπνή. Σαν μια λευκή ρίζα ίδρωνε κι έφεγγε σα να γνώριζε ότι από αυτήν κατάγονται τα χώματα.

Αλλά μιλούσε συνέχεια. Καθώς η ομιλία του ερχόταν όλο και πιο κοντά έτσι καθώς έρχεται όλο και πιο κοντά η παντοτινή ομιλία του κόσμου. Έλεγες πως το παιδί αυτό γεννήθηκε μιλώντας. Συνέχιζε και μετά τη γέννησή του μιαν ομιλία είδα ένα όνειρο σ’ εκείνα τα χορτάρια πως περπατούσα στ’ απέραντα χορτάρια. Ξαφνικά είδα πως περπατούσα πλάι σ’ ένα ρηχό αυλάκι. Μακρύ ως δέκα μέτρα κι έτσι στριφογυριστό σαν τον αδειανό τάφο ενός μακρινού κλαδιού και γεμάτο απάτητα χορτάρια. Ανάμεσα τότε στα χορτάρια ήταν τότε δύο σαν πλάσματα. Το ένα στην άλλη άκρια δεν κουνιόταν. Ήταν ένα παιχνίδι από χρωματιστό τενεκέ βαμένον. Σαν κιθάρα για παιδί και το άλλο. Πολύ κοντά και χαρχάλευε στα πόδια μου και τότε είδα πως ήταν ένα νάνος από την Μαλαισία αυτό που ήταν κοντά μου. Από την Μαλαισία όλο κουνιόταν και χοροπηδούσε.

Και τα δύο αυτά πλάσματα ήταν πολύ ζωηρά και σαν χορτασμένα.Χαρούμενα παραμόνευαν μέσα σ’ εκείνο το αυλάκι. Εκατό χρόνια δαιμόνια των χαμένων αυλακιών και ταμένα εκεί για να πειράζουν και να κοροϊδεύουν τους περαστικούς. Φοβερά αλλά ανέμελα ζιζάνια των χορταριών και δαιμόνια των περαστικών. Αλλά αισθάνθηκα πως εκείνο το λαμπερό παιχνίδι ήταν ο κύριος. Είχε σκλάβο τον νάνο και τον καθοδηγούσε. Πάνω στη φιλία τους είχαν κάνει έρωτα το ένα πάνω στο άλλο και γελούσαν με μια προστυχιά. Κανείς δεν ξέρει πώς αλλά ό,τι κι αν έκαμνε ο νάνος ήταν από σκέψη της κιθάρας. Γιατί η κιθάρα είχε ένα φοβερό μυαλό. Αλλά ο νάνος ήταν χαρούμενος σα να είχε αρρώστια την χαρά. Οι ώρες είναι μικρές φωλιές νάνων.

Δίπλα στην κιθάρα ήταν μια τρύπα σαν τη φωλιά του φιδιού.Ο νάνος κρατούσε ένα ξύλινο μαχαίρι. Συνέχεια τίναζε το μαχαίρι σαν ξιφομαχία και ξαφνικά! κάνει και μου παίρνει ξαφνικά το μωρό μας. Το εξαφάνισε και μούδιασαν ξαφνικά τα χέρια μου που το κρατούσα κι εκείνα τα δυο τρελαθήκαν. Από χαρά και με κορόιδευαν. Θύμωσα κι απελπίστηκα. Σκοτείνιασε κι αρπάζω πέτρες. Τις πετώ στον νάνο κι έφευγε. Ο νάνος κατρακυλά κι έτρεξε να κρυφτεί σ’ εκείνη την τρύπα του φιδιού. Ξεκαρδισμένος έτρεχε στα γέλια και από τα γέλια όλο το αίμα στο κεφάλι και τα γέλια του πετιόνταν σαν σάλια παντού και είδα πως δεν ήταν νάνος.

Μια μικρή και καταπράσινη ακριδούλα ήταν και πηδούσε και τσιτσίριζε.Με μιαν ευχαρίστηση και με κορόιδευε ώσπου πονούσα. Της έριχνα πέτρες αλλά η ακριδούλα κρυβόταν στην τρύπα. Μπαινόβγαινε στην τρύπα και τόσο γρήγορα. Δεν την προλάβαιναν οι πέτρες. Ξαφνικά η κιθάρα που ποτέ δεν κουνήθηκε. Ξαφνικά και με μιαν απότομη αιμομιξία, Κυλά σκεπάζει την τρύπα. Η ακριδούλα έμεινε έξω κι απροφύλαχτη. Ρίχνω μια μεγάλη πέτρα κι ακούστηκε ως τη θάλασσα κι ως τα νησιά ακούστηκε το τσάκισμα της ακριδούλας. Έσπασε η μακρουλή κοιλιά της και πετάχτηκε πράσινο γάλα. Η ακριδούλα άρχισε να τσιρίζει αλλά κατάλαβα πως από φόβο όχι από πόνο. Πολεμούσε να πετάξει αλλά δεν τα κατάφερνε κι όλο τσίριζε και πηδούσε στραβά. Κρέμονταν τα τσακισμένα της πόδια τα τσαλακωμένα φτερά. Σαν μασημένη χάθηκε μέσα στα χορτάρια. Αλλά την άκουα που τσίριζε. Η ακριδούλα φώναζε τιου-τιου. Μαζί μια λέξη τιουτιού και σαν βιαστικά τιουτιου-τιουτιου. Αλλά κατάλαβα πως η ακριδούλα ήταν η τσακισμένη ψυχούλα του μωρού μας κι άρχισα να κλαίω μέσα στ’ όνειρο. Η ψυχούλα του μωρού μας φώναζε μέσα από τα χορτάρια τιουτιού. Τιουτιού.

Εκεί στις έβδομες τις πύλες ο άλλος αδελφός ξαφνικά κυριεύτηκε από τον τρόμο μιας εντολής

[Ο Αδελφός αμίλητος υψώνει μιαν αμείλιχτη ασπίδα προς τον αποκαθηλωμένο με την άταφη σιωπή και η αιματηρή του στύση αιματώνει τα γυναικεία πέπλα. Μιλά κι αντηχούν οι αιώνες σαν στοές. Θα οδηγώ τον άνθρωπο αυτόν να επιστρέφει να πάρει - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το ΑΔΕΛΦΟ του]



Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles