Όποτε κι αν ερχόταν πάντα υπάρχει αυτός κι αν ερχόταν πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή
Ψυχή η θάλασσα η μουσική από τα μεγάφωνα δυνατά στην ερημιά. Σηκώνεται αέρας φέρνει χώμα τινάζει τα τραπεζομάντηλα οι αλατιέρες χύθηκαν τα μεγάφωνα τ’ αυτιά. Πολλά φώτα χαμηλά πάνω απ’ τα κεφάλια τους εκτυφλωτικές στρογγυλές τρύπες το σκοτάδι καρφωμένο με φώτα πάνω στη γη.
Η ΕΚΔΡΟΜΗ. Σώπασαν και περίμεναν σήκωσαν το κεφάλι από το προσκέφαλο ν’ ακούσουν.Ήρθαν πέντε άνθρωποι έτρεχαν στο δρόμο. Πέντε παλληκάρια έτρεχαν φώναζαν με πανικό πέρασαν κι έφυγαν φώναζαν και χάθηκαν. Άναψαν τα παράθυρα κι οι πόρτες οι αυλές, Βγήκαν έξω ρωτώντας. Ο πόλεμος. Φώναξαν κι έτρεξαν στους δρόμους. Πού. Πού. Στην πλατεία. Φώναξαν κι έτρεξαν. Στην πλατεία όλα σβηστά και μια φωτεινή επιγραφή και μια μπάντα παίζει μουσική. Τι. Ρωτάν και τρέχουν στους δρόμους πού. Ρωτάν και τρέχουν στους δρόμους ποιοι. Ρωτάν και τρέχουν στους δρόμους έρχονται! φωνάζουν και τρέχουν στους δρόμους. Μάνα Αντρέα φωνάζουν και τρέχουν. Στους δρόμους. Φωνάζει σωπάστε μη κάνετε θόρυβο. Για τ’ όνομα του θεού. Μη κάνετε θόρυβο θα σπάσει ο κόσμος. Φωνάζει οι Πέρσες.
Οι Πέρσες η φωνή δυνατή σαν γυναικεία και πέφτει από τη στέγη κάτω στην άσφαλτο χύθηκε σαν σταγόνα. Έμεινε εκεί σαν αχινός τα αγκάθια του πέταξαν στην αρχή άγρια και τσακισμένα. Μετά χαμήλωσαν και μπερδευτήκαν τρέμοντας. Έρχεται και φώναξαν να έρχεται. Ήρθε που έστειλαν να δει και μια γυναίκα τον καλεί από μακριά. Τον φωνάζουν ρωτάν η γυναίκα, Τον καλεί σπαραχτικά άνδρας της ή γιός και πατέρας. Έτρεξα. Κι εγώ μη ξέροντας για πού το πλήθος βοά λέγε. Λέγε. Λέγε. Βοά με μίσος. Εκείνη η γυναίκα τον φωνάζει ασταμάτητα. Είναι δικός της και την χτυπάν να σωπάσει η γυναίκα τον επικαλείται δαγκάνει τις παλάμες τους. Η γη. Δεν ακούμε. Η γη. Τι λέει. Ρουφιάνε μίλα. Η γη. Βουλώστε το γαμηθείτε. Σκίζεται κι έρχεται. Κέρεται κέρεται αντηχεί το πλήθος με πανικό. Η γη ανοίγεται και σκίζεται. Αδέλφια το ρήγμα η καταστροφή. Ο άγγελος πέφτει καταγής. Η γυναίκα έχει σωπάσει και δεν τον φωνάζει άλλο της πάτησαν το κεφάλι. Φωνάζουν και τρέχουν στον βυθό των δρόμων. Αυτοί είναι.
Είχες χάσει την ελπίδα κι έλεγες και σε λίγο θα σε φτάσουν που πας μονάχος εκδρομή οι δρόμοι έξω από τις πόλεις είναι ερημικοί χάνονται μέσα στα βουνά και δεν υπάρχει γι’ αυτούς θάλασσα δεν υπάρχει να χυθούν νικημένα δένδρα χαίρεσαι λάμψη κι άσπρο πλατύ φτερουγίζει στον ίδιο δρόμο στον ίδιο δρόμο και ξέρεις πως δεν έρχονται για σένα και δεν έρχονται για κανέναν και ποτέ δεν ήρθαν έρχονται με φωνές πόσες φωνές στα τεντωμένα τους χέρια χαίρεσαι και χαίρεσαι και σφίγγεσαι ν’ αντέξεις στην ένωσή σας γι’ αυτήν έχεις ώρα εκδρομής τα ψηλά χόρτα και ο ήλιος τα δένδρα τα βουνά οι κόκκοι του χώματος ευτυχισμένες πατημασιές ζώων ένα κλαδί κι ένα χαρτί ο στύλος κι ένα κρανίο αρνιού η ελιά τα σύρματα μητέρα μου.
Θ’ αναπαυτείς πάνω στις γροθιές τους μ’ εμπιστοσύνη με φωνές. Όποτε κι αν ερχόταν πάντα υπάρχει αυτός κι αν ερχόταν πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή.
[Ο θάνατος όπως ο έρωτας κι όπως η γέννα ο θάνατος είναι θαύμα κι αδιαντροπιά. Ένας έλεγε. Καθόμουν με τα μάτια στα σταυρωμένα χέρια της το μόνο γυμνό που φαινόταν κι άλλαζα θέση όταν έμπαιναν άλλοι μπροστά να βλέπω και παραμέριζα τα λουλούδια να βλέπω μαγνητισμένος μια ταραχή σαν από αδιάντροπο θέαμα- Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Η ΕΚΔΡΟΜΗ]