«Καταστρέφεις την νύχτα» (ΑΜΛΕΤ, Πράξη Α, σκηνή 4) – Ποτέ στην λογοτεχνία κανένα άλλο πλάσμα δεν μίλησε τόσο ωμά, άκαμπτα, βάναυσα για θέματα ουσίας του ανθρώπου όπως μίλησε ο Άμλετ… Το κεντρικό, θαρρώ, ερώτημα του Άμλετ: να ζεις ή να μην ζεις, που συμπυκνώνει όλη του την αγωνία, υποκρύπτει ένα άλλο πιο θεμελιώδες ερώτημα: πώς να ζεις.Ο Άμλετ, δεν έχει, δεν θα βρει ποτέ, τρόπο να ζήσει, από την έναρξη ως τη λήξη του δράματος, γιατί καμιά χρήση του κόσμου δεν είναι καλή... Αναγκασμένος να ζήσει, καταναγκασμένος να πράξει, να περιοριστεί και να ορισθεί, γίνεται παράφορα δύστροπος, εκδικητικός προς όλες τις κατευθύνσεις –δεν εκδικείται το φόνο του πατέρα του, εκδικείται την μοίρα του να υπάρχει, και να υπάρχει έτσι. Εκδικείται την ίδια την ανάγκη να εκδικηθεί.
Τα κίνητρα της μεταφραστικής μου δραστηριότητας είναι ιδιοτελή. Μετέφρασα δυο τραγωδίες, επειδή αυτός ήταν ο ασφαλέστερος τρόπος να κυριαρχήσω στη σκοτεινή συγκίνηση που από πάντα με κατέβαλε βλέποντας ή διαβάζοντας τραγωδία, και συνδέθηκα, ήδη πολλά χρόνια, με τον Άμλετ – μετέχοντας στο ασαφές παιχνίδι που επιτρέπει η νομοθεσία των συγγραφέων μεταξύ των δημιουργών και των πλασμάτων τους, των δικών τους αλλά και των άλλων – όχι επειδή με ενδιαφέρει ο Σαίξπηρ, αλλά επειδή με ενδιαφέρει ο Άμλετ, σε πείσμα της ζωηρής αντίρρησης του Έλιοτ. Ποτέ στη λογοτεχνία κανένα άλλο πλάσμα δεν μίλησε τόσο ωμά, άκαμπτα,, βάναυσα για θέματα ουσίας του ανθρώπου όπως μίλησε ο Άμλετ, αυτό το ξένο πρόσωπο, που ως το τέλος θα μείνει ξένο και που το δράμα δεν το γεννά: το παρασύρει και το εμπλέκει, το αποσπά από το χάος όπου ανήκει και το χρησιμοποιεί στην κίνησή του, προορίζοντάς το, από την αρχή, για την αναγκαία πράξη – αυτήν που ωφελεί το δράμα και το εκπληρώνει. Τα όντα αυτά (εννοώ της ελληνικής τραγωδίας, όσο κι αν σ’ αυτήν παίρνουν μια μορφή λεία και αρμονική) είναι περιπλανώμενα και ιπτάμενα. Το δράμα τα ελκύει, το δράμα είναι ο αποκλειστικός τους τρόπος να ενσωματωθούν στον κόσμο των ανθρώπων, κι αφού η ζωή είναι πάντα διπλανή, να επαναφέρουν σ’ αυτόν τον κόσμο την ίδια την αληθινότητά του – που δεν μπορεί παρά να είναι δίπλα, έξω από τη συμπαγή ζωή των ανθρώπων από την οποία το αληθινό έχει μοιραία αποβληθεί ως αντίσταση, υπερβολή, καταστροφή. Τα όντα αυτά είναι πράγματι καταστροφικά, επειδή είναι, προπάντων, αυτοκαταστροφικά – μια και, έτσι ή αλλιώς, δεν αντέχουν στο καθεστώς των ανθρώπινων πραγμάτων.
Ωστόσο αυτή η ξενότητα δεν καταργεί τη φυσική τους συγγένεια με τους ανθρώπους – το αντίθετο: είναι αυτοί που πραγματοποιούν την ανθρώπινη δυνατότητα, είναι ο δυνάμει άνθρωπος και, συνεπώς, ο άνθρωπος εν κρίσει. Η άτακτη συμπεριφορά τους υπαγορεύεται από την οργανική εξάρτησή τους από το απόλυτο, που στον κόσμο των ανθρώπων συμπιέζεται σε απλουστευτικά και υποβαθμισμένα, αλλά αυστηρά ελεγχόμενα και αναγνωρίσιμα εντάλματα. Περιφέρουν την εγγενή δυσθυμία τους, για να εκραγούν μέσα από τις συμβάσεις μιας ιδεατής, παραδοσιακής τάξης, την οποίαν και κατ ανάγκην εκπροσωπούν, αφού πρόκειται για μια τάξη μεικτού, συμφυούς (ψυχικού, ηθικού, πολιτικού) δικαίου, που ταξινομεί αυτές τις ψηφίδες του απόλυτου, όπως αδρά έμαθε να τις συναρμολογεί ο άνθρωπος. Στο τέλος πάντα θα φύγουν, είτε πεθαίνοντας (συνήθως βίαια) είτε και πραγματικά φεύγοντας. Όταν παραμένουν, είναι πια έκπνοοι, αμήχανοι, ψευδείς – χρειάζεται άλλωστε να είναι ψεύτικοι σε αρκετά σημεία της δραματικής ιστορίας, δεν γίνεται αλλιώς. Το δράμα, θέλω να πω με όλα αυτά, είναι το πρόσχημα για να εκλάμπει το απόλυτο, πολύ αραιά και πολύ αδέξια, είναι αλήθεια, εκεί όπου ο ήρωάς του (πάντα με τις σχεδιασμένες αφορμές) κάνει τους ανθρώπους να σκύψουν πάνω από την άβυσσο. Και το πρόσχημα αυτό δεν λείπει από κανένα επεισόδιο τέχνης.
Το σχήμα του Άμλετ μου φαίνεται λιγότερο ακαθόριστο (ή δεν μπορεί παρά να είναι ακαθόριστο, αλλά με την έννοια που εξηγώ παρακάτω) από ό,τι πιστεύεται γενικά – κι έχω επιφυλάξεις αν ο δισταγμός και η αμφιθυμία που το διασπούν μπορούν αναλυτικά να ερμηνευτούν με ψυχολογικούς ή άλλους, συμμετρικούς όρους, όπως έχει πολλές φορές επιχειρηθεί. Ο Άμλετ (έχει κατά κόρον ειπωθεί) μπορεί να είναι ένα έργο πολιτικό ή φιλοσοφικό ή ποιητικό ή όλα μαζί ή τίποτε από αυτά, πλήρες ή ατελές, συγκλονιστικό ή αποτυχημένο – όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε, όπως και να τον μεταχειριστούμε, να αμελήσουμε αυτήν την ταραγμένη, όσο και έντονα αισθητή σχέση του με το απόλυτο, που είπα πριν. Το κεντρικό, θαρρώ, ερώτημα του Άμλετ: να ζεις ή να μην ζεις, που συμπυκνώνει (και θα έλεγα, ακυρώνει, αναβάλλει) όλη του την αγωνία, υποκρύπτει ένα άλλο πιο θεμελιώδες, πολύ πιο αγωνιώδες –θα το όριζα «πρακτικό»- ερώτημα: πώς να ζεις. Ο Άμλετ, δεν έχει, δεν θα βρει ποτέ, τρόπο να ζήσει, από την έναρξη ως τη λήξη του δράματος, γιατί καμιά χρήση του κόσμου δεν είναι καλή. Είναι ίσως παράδοξο, αλλά ακριβώς η δυσαναλογία ή και η απουσία της ελιοτικής «συστοιχίας συνιστά την ίδια την φυσιογνωμία του. Αναγκασμένος να ζήσει, καταναγκασμένος να πράξει, να περιοριστεί και να ορισθεί, γίνεται παράφορα δύστροπος, εκδικητικός προς όλες τις κατευθύνσεις –δεν εκδικείται το φόνο του πατέρα του, εκδικείται την μοίρα του να υπάρχει, και να υπάρχει έτσι. Εκδικείται την ίδια την ανάγκη να εκδικηθεί. Όλη του η διαδρομή, όλο το φέρσιμό του είναι ένα συνεχές ανοιγοκλείσιμο, ένα αδιάκοπο πήγαινε-έλα ανάμεσα στο κενό και στον ανούσιο κόσμο. Έχοντας από πολύ νωρίς συλλάβει ότι το πράττεινκατά κανέναν τρόπο δεν αντιστοιχεί στο πράττεσθαι, εκτινάσσεται και διαλύεται στο χάσμα που υπάρχει ανέμεσα στο είναι και στο φαίνεσθαι, παραιτούμενος εξαρχής από αυτό το τελευταίο. Μια φευγαλέα αίσθηση ευφορίας τον αγγίζει, όταν ερωτεύεται την Οφηλία ή όταν συναντά τους ηθοποιούς –αισθάνεται συμπάθεια, σχεδόν τρυφερότητα γι’ αυτούς: κι εκείνοι, όπως κι αυτός, αναπαριστούν και παριστούν, και μάλιστα εκείνοι ασύγκριτα καλλίτερα από αυτόν. Ο ίδιος καταφεύγει συχνά στην τρέλα, σ’ αυτή τη δραματική υπόκριση ζωής. Μπορεί ακόμα να σκεφτεί πως, ως επεισόδιο ζωής, το γεγονός δολοφονίας του πατέρα του σε τίποτε δε διαφέρει από την αναπαράστασή του από τους ηθοποιούς.
Δεν με απασχόλησε ποτέ να είναι ο Άμλετ «σύγχρονος», με απασχολεί όμως να είναι παρών. Θα ήταν κρίμα ο οξύς αυτός λόγος του Άμλετ, που έχεις την αίσθηση ότι κυριολεκτικά, διαπερνά το χρόνο, διαπερνά την ίδια του τη γλώσσα (αυτή την αμετάφραστη γοητεία των αγγλικών λέξεων του Σαίξπηρ), διαπερνά σχίζοντας ακόμα και το θεατρικό δρώμενο, να σκορπίζει μέσα στον βόμβο μιας εποχικής, μάλλον, περίτεχνης ομιλίας, παρόλο που, έστω και μ’ αυτόν, εξακολουθεί πάντα να είναι διαπεραστικός και να υπερισχύει. Όμως ο Άμλετ παρών, που εννοώ, θα μιλάει, όπως σήμερα, που ο λόγος έχει γίνει σπάνιος, μπορεί να μιλήσει. Η οποιαδήποτε, λοιπόν, ελευθερία μου στην απόδοσή του αποσκοπεί στην έκθλιψη της περιστροφής και στη σφιχτή απλότητα της ειδικής εκείνης έμφασης, που ενυπάρχει στον φύσει κραυγαλέο δραματικό λόγο. Κατά τα άλλα, προσπάθησα να συντηρήσω τον παλαιικό ευγενικό λυρισμό του κειμένου. Ακόμα, στην μεταγραφή αυτή, πρέπει να πω, δεν είναι τόσο η εργώδης ανάγνωση του πρωτοτύπου, των δυο γαλλικών και των πολλών ελληνικών μεταφράσεων, όσων εγώ γνωρίζω, που καθορίζουν τη μορφή τους, όσο τα θραύσματα, οι εικόνες, οι εικαστικές αισθήσεις που κράτησα απ’ το θέατρο και τον κινηματογράφο… Είναι περισσότερο οι Άμλετ που είδα, και είδα πολλούς. Την ψυχολογία της δικής μου συνάντησης μ’ αυτόν τον Δανό την αποσιωπώ, δεν ενδιαφέρει κανέναν. Ωστόσο, θυμίζοντας αυτό το αλλόκοτο παιχνίδι που είπα στην αρχή για τα εξόριστα πλάσματα της λογοτεχνίας –πώς αναγνωρίζονται από μακριά το ένα με το άλλο- θέλω να σημειώσω ότι η φράση του Άμλετ: «τίποτε από μένα δεν φαίνεται» είναι η τελεσίδικη φράση που διατρέχει ολόκληρο το «Μυθιστόρημα», ο υπόκωφος μονόλογος του Τ.
Στην μετάφραση μου του «ΑΜΛΕΤ» παραθέτω, δίπλα στην πιστή μεταγραφή του σαιξπηρικού τέλους, ένα δικό μου «φινάλε» - μία τιμητική ελεγεία στο ιστορημένο δράμα του Δανού πρίγκιπα από τον Φορτεμπράς. Αλλά ελπίζω ευδιάκριτα ο αναγνώστης να ξεχωρίζει –στον υψηλόφωνο αυτόν επικήδειο του Νορβηγού Επιζώντος –τον κρατημένο, πνιγμένο λυγμό μιας άλλης ελεγείας, η οποία πενθεί όχι το συγκεκριμένο δράμα του Άμλετ: Πενθεί το θάνατο του δράματος στη πιο φαντασμαγορική και, μαζί, καταρρέουσα αποθέωσή του –λες και η ελισαβετιανή του «αναγέννηση» δεν ήταν παρά η εκτυφλωτική κύκνεια χλιδή του, πριν επιστρέψει πάλι στο ιστορικό εκείνον μεσαίωνα που το γέννησε ή καταποντιστεί στον ατελείωτο Μεσαίωνα που διαρκεί ως σήμερα. Μετά την αποκαλυπτική έπαρση του Οράτιου: «Όλα αυτά έγιναν για να τα πω εγώ» -που είναι η αλαζονεία του λόγου (και ταυτόχρονα η αλήθεια του), ότι όλα αποκτούν το νόημά του, μονάχα όταν αυτός, η τέχνη του, τα συνεπαίρνει, αφού κανένα άλλο νόημα δεν έχουν τα πράγματα παρά μόνον εκείνο που ο λόγος, η τέχνη του, τους εμφυσά – ο Φορτεμπράς, που έχει τον τελευταίο λόγο στην ιστορία, λέει: «Θα δώσουμε σ’ αυτόν τον ξένο, φιλόδοξο πόνο τέλος ανάλογο σε θέα και σε λύπη». Αυτή είναι η ελεγεία – για τον φιλόδοξο πόνο του Δράματος που φθίνει πια στο τέλος του, που έχει γίνει ξένος. Κι ο Φορτεμπράς μοιάζει αυτόν τον πόνο να αποχαιρετά, όχι τον Άμλετ: εμείς είμαστε οι Φορτεμπράς και κηδεύουμε «με όλες τις τιμές, με τις τιμές που μας ζητάει» το Δράμα, τιμούμε την μεγάλη, την σπουδαία και τέλεια Πράξη, που ξεψύχησε λίγη ώρα πριν να μπούμε εμείς στην Σιωπή.
[ΠΗΓΗ: Γιώργος Χειμωνάς, ΠΟΙΟΝ ΦΟΒΑΤΑΙ Η ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ - Η ΛΕΞΗ τεύχος 56, Αύγουστος 1986]