Μερικά πράγματα είναι παράξενα: μια γυναίκα με γυρτό κεφάλι και την αγκάλιαζε ένα πουλί κι έχωνε το ράμφος μέσα στο κεφάλι της και βυζαίνει τα μάτια της…
[Έληξε η αμφισβήτηση. Απαφανατίστηκαν οι επαναστάσεις. Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε «πρωτοπορίας» Μια οργιαστική Σιγή εβλάστησε σε όλες τις ρωγμές. Προσέξτε πόσο Ακίνητος είναι αυτός ο Νέος Άνθρωπος, πόσον Αμίλητο Φόνο κουβαλάει μέσα του. Θα έρθουν παιδιά, έφηβοι που θα είναι προορισμένοι για το Συναγερμό του νέου Λόγου. Για λέξεις, δηλαδή, που ποτέ δεν διαπράχθηκαν, για νοήματα που ποτέ δεν ορθολογήθηκαν, για εικόνες που ποτέ δεν μιλήθηκαν. Φοβηθείτε τους!]
Οι Τρεις συναντήσεις με το Σεφέρη
-1-
Γνωρίστηκα με το Γιώργο Σεφέρη και με τη Μαρώ το ’69 με’70.Ήταν βράδυ, η δικτατορία ένας εφιάλτης, και είχαμε όλοι μαζευτεί στο σπίτι του Ρόδη Ρούφου. Τελευταίος ήρθε ο Σεφέρης με τη Μαρώ. Είχε πάει να τους φέρει με το αυτοκίνητό του ο Αργυρίου. Πρώτη φορά τους έβλεπα. Όχι, ήταν η δεύτερη. Η πρώτη ήταν στην πρεμιέρα της «Πόλης» της Λούλας Αναγνωστάκη, στον Κουν. Μόλις είχε πάρει τότε το Νόμπελ. Σηκωθήκαμε όρθιοι. Ο Ρούφος παρουσίασε τους καλεσμένους. Ήταν εκεί ο Τάκης Σινόπουλος, ο Στρατής Τσίρκας. Ο Μαρωνίτης, ο Ζάννας, ο Πλασκοβίτης στην φυλακή. Στεκόμουν πίσω αποτραβηγμένος. Όταν τελείωσαν οι χαιρετισμοί, η Μαρώ Σεφέρη είπε: «Ωραία. Όμως εκείνον εκεί τον νεαρό κύριο δεν μας τον σύστησες». Σε λίγες ημέρες μου τηλεφώνησε ο Σεφέρης να πάω σπίτι του. Κατάλαβα πως είχε διαβάσει τα βιβλία μου. Πήγα ένα απόγευμα από νωρίς. Έμεινα πολύ και συζητούσε με το Σεφέρη. Η Μαρώ πηγαινοερχόταν και μονάχα στο τέλος ήρθε και κάθισε μαζί μας. Ήταν φανερό το χιούμορ που είχαν μεταξύ τους. Η Μαρώ κάθισε σ’ εκείνη την ψηλή πολυθρόνα, μπροστά στο μεγάλο γραφείο. Εκεί πάντα την έβλεπα να κάθεται αρκετό καιρό, τότε που συχνά την επισκεπτόμουν μετά το θάνατό του. Περισσότερο μου άρεζε η στιγμή όταν, μετά το δείπνο, καθόταν στην πολυθρόνα της κι εγώ απέναντί της, άναβε ένα πουράκι κι έπινε βενεδικτίνη και μου μιλούσε. Εκείνη η συνομιλία μου με τον Σεφέρη ήταν κυρίως οι ερωτήσεις του. Μ’ ερωτούσε πράγματα απλά, πληροφορίες για την ζωή μου, δεν σχολίαζε, ζητούσε στοιχεία για το άτομό μου. Φαινόταν πως ήθελε να με μάθει καλά. Ξαφνικά σηκώθηκε και πήγε και βρήκε και μου έφερε να δω ένα σκαλισμένο ξύλινο μαχαίρι, που μου φάνηκε πολύ παλιό, λαϊκής μάλλον τέχνης. Ακουμπισμένο πάνω στο ράφι του καλοριφέρ, δίπλα στην πόρτα της εσωτερικής αυλής, μαζί με ενθυμήματα χειροτεχνίας που του έστελναν από την εξορία οι φίλοι. Με έκπληξη πρόσεξα την γλυπτή λαβή του. Έδειχνε μια γυναίκα και πάνω στο κεφάλι της στεκόταν ένα πουλί. Λύγιζε εμπρός το μακρύ λαιμό του και εφάρμοζε το ράμφος του στο μέτωπο της γυναίκας. Ήρθε στο νου μου εκείνη η εικόνα που είχα στην «Εκδρομή»: «Μια γυναίκα με γυρτό κεφάλι και την αγκάλιαζε ένα πουλί κι έχωνε το ράμφος μέσα στο κεφάλι της και βυζαίνει τα μάτια της».Θυμήθηκα μια παρόμοια εικόνα που είχε ζωγραφίσει παλιά η ποιήτρια Μαρία Καραγιάννη. Θυμάμαι ακόμα το κυανό της φόντο. Ο Σεφέρης παρατηρούσε την έκπληξή μου για την ανεξήγητη σύμπτωση. Είπε απλά: «Μερικά πράγματα είναι παράξενα». Με κοίταξε με το βαθύ, θαμπό του μαύρο βλέμμα. Φαινόταν πολύ κουρασμένος, αλλά κάτι σ’ αυτή την σύμπτωση τον διασκέδαζε.
-2-
Μου τηλεφώνησε ο Σεφέρης, μου είπε ότι θέλει να έρθει με την Μαρώ στο σπίτι μου.Να δουν το νεογέννητο γιο μου. Ήρθαν και κάθισαν στο σαλόνι. Οι συζητήσεις ήσαν αμήχανες και τυπικές. Αισθανόμουν πως ο Σεφέρης ήρθε να μου μιλήσει, να μ’ ερωτήσει, και η Μαρώ ευόδωσε τη συνάντηση αυτή. Μια ένταση, ένας εκνευρισμός, σχεδόν θυμού έσφιγγε την ομιλία του. Αναποφάσιστος, απέφευγε να μου πει, να μ’ ερωτήσει πράγματα κρίσιμα. Αόριστα καταλάβαινα πως οι απαντήσεις μου θα έπρεπε, παρόλο που θα ήταν πολύ προσωπικές –κι αυτό, μου φάνηκε, επιζητούσε ο Σεφέρης – να απαντούν και σε νοήματα άλλα κι ακόμα πιο δύσκολα από κείνα που θα εννοούσε η συγκεκριμένη ερώτηση. Αλλά στο τέλος ερχόταν ένας κόπος, η μελαγχολία του διαρκώς ανέβαλλε, ματαίωνε την ομιλία. Αφού αυτή η άρρητη ερώτηση, που είναι η ανίατη σοφία των ποιητών, είναι και η μοναδική απάντηση για τα πάντα. Αυτή η Ερώτηση, που ποτέ δεν μου την έκανε, κατέληγε σε μια βουβή ανίχνευση, μια νευρική ψηλάφηση του εαυτού μου, του χαρακτήρα μου, της ζωής μου, του σπιτιού μου, ακόμα και του παιδιού μου.Σύρθηκε αργά, τον υποβάσταζα –γιατί εκείνον τον καιρό, προς το τέλος, το ένα του πόδι ήταν μισοπαράλυτο- στο δωμάτιο που ήταν το μωρό, έσκυψε πάνω του. Το έψαχνε με τα μάτια με προσοχή, δεν μιλούσε. Η Μαρώ Σεφέρη είπε ευχές. Τους κατέβασα στο δρόμο και κάλεσα ένα ταξί. Αδέξια, λίγο βάναυσα έσπρωξα το άρρωστο πόδι του, βιαστικά, για να κλείσει η πόρτα του ταξί. Σαν ένα άψυχο πράγμα, το πόδι του έπρεπε να πεισθεί, να χωρέσει εκεί για να κλείσει η πόρτα.
-3-
Τελευταίες ημέρες του θανάτου στην εντατική θεραπεία του Ευαγγελισμού.Κόσμος πολύς συνωστιζόταν επί ώρες στην αίθουσα αναμονής. Είδα την Άννα Συνοδινού, έφερνε αιμοδότες. Κάθε τόσο κάποιος γνωστός έβγαινε από μέσα και πληροφορούσε για την κατάσταση του Σεφέρη. Ενώ είχα αποφασίσει να μην τον δω καθόλου, ξαφνικά πήγα. Φόρεσα την ιατρική μπλούζα και μπήκα στην μονάδα. Πλησίασα και στάθηκα από πάνω του. Δίπλα του ένα νεαρό παιδί δεκαεφτά χρονών πέθαινε, φρικτά ακρωτηριασμένο. Ο Σεφέρης είχε τα μάτια κλειστά, ανάσαινε ήσυχα, αλλά δεν κοιμόταν. Μόλις είχε φύγει η Μαρώ. Άνοιξε τα μάτια του και με είδε. Τότε ένας τρόμος φάνηκε στο πρόσωπό του και, όσο πήγαινε, μεγάλωνε. Τα πελώρια μάτια του γέμισαν πανικό και στράφηκαν προς την είσοδο του θαλάμου. Η πόρτα ακόμα ανοιγόκλεινε από το πέρασμα της Μαρώς. Σαν να ζητούσε με απόγνωση βοήθεια από εκεί έξω. Το πρόσωπό του τρεμούλιαζε και ήταν σαν του παιδιού που χάθηκε στον κόσμο. Ίδρωτας έβρεξε το μέτωπό του, κόμποι, και κυλούσε, κι ένα αναφιλητό κι ένα συρτό επιφώνημα φόβου, μόλις που το άκουσα, η ταραγμένη αναπνοή του χαλούσε το σεντόνι. Ο τρόμος γυρνούσε σε κλάμα. Ένας αδάκρυτος, χαμηλός κλαυθμός και τα μάτια συνέχεια στραμμένα με φοβερή αγωνία στην είσοδο, μια επίκληση βοήθειας προς τα έξω. Έφυγα αμέσως, τρομαγμένος κι εγώ.
[δημοσιεύτηκε στο περιοδικό τους Η ΛΕΞΗ τεύχος 53, Μάρτιος Απρίλιος 1986]
[Κρατώ για την τέχνη ένα παράξενο αίσθημα, ένα συνδυασμό δέους και στοργής κι αυτό ίσως οφείλεται στην ιδέα που έχω για την τέχνη: ότι αποτελεί ένα μοναχικό πάντα φαινόμενο, που έρπει αβοήθητο κι αυτόφωτο στις σκοτεινές παρυφές της ιστορίας και της ομολογημένης γνώσης – είναι ένα άβατο, όπου τα περιβάλλοντα πράγματα και οι άλλες, έξω της τέχνης, δράσεις του ανθρώπου πολύ εξωτερικούς μετασχηματισμούς μπορούν να δεχθούν ή και να επιφέρουν - Γιώργος Χειμωνάς, Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, Εκδόσεις Καστανιώτη,1995]