Μια μέρα μεταμορφώθηκε σε ετοιμοθάνατη μεσήλικη γυναίκα. Με μιαν αργόσυρτη λύπη αναθυμάται τη ζωή της. Έχει μονάχα ένα μεγάλο γιο. Δεκαοκτώ χρονών αλλά εξαιτίας μιας χρόνιας αρρώστιας ζει κλεισμένος σε θεραπευτήριο. Από πολύ καιρό τον έχει οριστικά αποχωριστεί. Αόρατη περνά μες στους ανθρώπους γιατί κανείς δεν την προσέχει σα να είχε κιόλας πεθάνει. Από θάνατο αφηρημένη κοντοστέκεται στους δρόμους. Μια μελαγχολία σαν ηχώ αλλά όχι επειδή θα πέθαινε. Λύπη ολόκληρης ζωής κι ό,τι θυμάται είναι εξαθλιωμένο. Πήγε και στάθηκε σ’ ένα οικισμό. Καταυλισμός των ετοιμοθάνατων αλλά μιας άγνωστης φυλής. Ασιατικής γιατί τα πρόσωπα εκείνα έδειχναν μια πανάρχαια ηλικία φυλής. Το οδήγησαν σ’ ένα μικρό σπίτι που ήταν μονάχα ένα δωμάτιο. Αυτός που έχει το σπίτι τον παρακολουθεί. Είναι ανέκφραστος και ακάθαρτος. Έχει μια σκοτεινή μνησικακία που οφείλεται στη φυλή του. Του φάνηκε πως αυτός ο ιδιοκτήτης έχει στο νου του να μη το χωριστεί σ’ όλη του τη ζωή. Τότε αισθάνθηκε αγωνία κι αφουγκραζόταν όλη την ώρα. Κάθε τόσο ανασηκώνεται και κοιτάζεται στο τζάμι του παραθύρου. Έχει το λευκό και ήσυχο πρόσωπο εκείνης της σιωπηλής ετοιμοθάνατης γυναίκας. Τα μάτια της γυαλιστερά μαύρα και μικρά δεν φαίνεται καθόλου το άσπρο. Σβηστά αλλά έχουν μιαν ακίνητη επιμονή κι ένα δάκρυσμα. Όπως το βλέμμα εκείνων που πεθαίνουν σωπαίνοντας. Ησυχάζει και πάλι ξαπλώνεται. Αυτό το κάνει πολλές φορές. Ανακαλύπτει πως το πρόσωπο που βλέπει τώρα στο τζάμι δεν είναι γυναίκα. Είναι ένα αγόρι ως δεκατεσσάρων χρονών και τον κοιτάζει απ’ έξω με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι. Είναι αδύνατο με πυκνά μαύρα μαλλιά αλλά το δέρμα του χάραξε θαμπό και σκέφτηκε πως κατάγεται από φοίνικες. Άμα εκείνο είδε πως το είδε έστρεψε την πλάτη. Είναι καθισμένο δίπλα στο παράθυρο κι έχει μπροστά του ένα τενεκέ όπου άναβε φωτιά. Ψήνει ένα μεγάλο κομμάτι κρέας που άρπαξε για να φάει… (αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1979 – ARTbyfalckenhausfranz )
ΤΟΤΕ ΕΙΔΕ ΠΩΣ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΕΚΕΙΝΟ ΕΙΝΑΙ ΔΥΟ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΜΙΑΝ ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ:
Αναγνώρισε τη θάλασσα του ωκεανού και σκέφτηκε πως εδώ υπάρχουν τυφώνες. Σκύβει επάνω στο παιδί κι εκείνο αρχίζει να μιλά χωρίς να σηκώνει το κεφάλι. Πρόσεχε το κρέας πάνω απ’ τη φωτιά κι έλεγε σαν να γύρευε ομοιοκαταληξίες για τα μικρά φυσήματα του αέρα έπαινο για τη θάλασσα ποιος θα πει; Από την απέραντη εργασία της θάλασσας γεννιέται το νησί. Κσόι κσόι άσπρα μικρά λουλούδια που δεν είστε λουλούδια. Αλλά όπως θα ήταν των λουλουδιών οι σκελετοί. Ελαφριοί των θάμνων αχινοί τους παίρνει ο αέρας τους σκορπά στη γη. Τους λέμε οι κλέφτες. Εσύ φταις. Που αφήνεις ανοιχτό το αυτί. Ένας τους μπαίνει μέσα και κουφαίνεται. Κλέβει την ακοή. Ευφραίνεσαι από τον αέρα που φυσά. Αλλά ο αέρας τα σκορπά και μπαίνει ένα στο αυτί κουφαίνομαι. Λιγοθυμώ και κλαίομαι πήρε την ακοή μου και πετά. Κσόι κσόι κακό πουλί χειρότερο αγκάθι. Ούτε πουλί κι ούτε αγκάθι μου απαντά. Τι είσαι; Αυτί. Που έκλεψε το άκουσμά σου όλο και φεύγει μακριά. Κσόι κσόι κακή χρονιά χειρότερη σοδειά τι θα ακουστείς εκεί μακριά; Το όνομά σου να φωνάζουν μου απαντά. Το όνομά σου το έχασες δεν θα το ακούεις πλια. Κσόι κσόι κουφή Κυρά να μη συγχωρεθεί παρακαλώ της ακογής μου η κλεψιά τι θα το κάνεις το όνομά μου εσύ και ποιος να είναι αυτός που με καλεί; Θα ακροαστώ θεού φωνή. Κσόι κσόι Κυρά κουφή είναι δικιά μου η ακοή με διπλανού ακούς την ακοή; Και σαν ηχώ αντιλαλεί. Μήτε η δικιά σου ζωή είναι εκεί και η ζωή είναι πάντα. Διπλανή είπε το παιδί και σήκωσε το κεφάλι.
Τον κοιτάζει σοβαρά και πράα σαν άγγελος. Τότε αυτός αφού κανείς δεν ήταν πια μάρτυρας της ζωής του κι από πουθενά δεν έβλεπε κανένας. Από πουθενά ορατή η βασιλική από τες πράξεις ο ανώφελος φόνος. Αλλά και σαν από μόνο του εκείνο το μίλημα του παιδιού σ’ αυτήν μονάχα την πράξη να επικαλούσε. Χτυπά το αγόρι το πατά πάνω στο στέρνο. Μαύρισε κι από το ορθάνοιχτο στόμα του πετάχτηκε ο οισοφάγος και διπλωμένος έσφυζε ασημής. Κύλησε νεκρό επάνω στη φωτιά του.
Κάηκε σαν χαρτί κι η διάφανη στάχτη του επικρατούσε το σχήμα του σώματός τους. Σαν εύθρυπτος χάρτης ανθρώπου και τον πήρε ο αέρας και τον σκόρπισε. Με ένα αμυδρό ξόι ξόι αναταράχτηκε λίγο ο αέρας κι ύστερα ο αέρας λησμόνησε. Προχώρησε με δυσκολία στους έρημους δρόμους του καταυλισμού. Θυμήθηκε πως τα παιδιά τον κορόιδευαν όταν τον έβλεπαν στο δρόμο. Πέρασε η μάνα του αγοριού. Την αναγνώρισε μέσα στο σούρουπο. Νεαρή και όμορφη με εκείνες τις ουλές της ανατολής σαν κορδόνια. Κεντημένες πάνω στο φωτεινό της πρόσωπο. Έτρεχε αγριεμένη από δυστυχία κι έψαχνε ανήσυχη το αγόρι εκείνο. Την είδε να χάνεται μέσα σ’ ένα ψηλό σπίτι που ήταν τα λουτρά. Πλενόταν πολλή ώρα κι έμεινε ώρες μέσα σε αχνούς και ησύχαζε. Μετά βγήκε από ένα μικρό παράθυρο ψηλά και κοίταξε προς το μέρος του σα να γνώριζε. Φορούσε ένα χοντρό κόκκινο φόρεμα. Άρχισε να χτενίζει τα μακριά μαύρα της μαλλιά που κρέμονταν έξω από το παράθυρο και πίσω της ένα πηχτό πορτοκαλί φως. Τον κοίταζε από ψηλά και κατάνευε. Φαινόταν ευχαριστημένη και αναπαυμένη. Και αυτός τότε αισθάνθηκε ευτυχισμένος καθώς φανταζόταν εκείνο το σπίτι γεμάτο χλιαρούς και ακίνητους ατμούς. Έτσι στέκονταν από μακριά σα να συνομιλούσαν και μια ησυχία τους τύλιγε και το ήσυχο και ήρεμο βράδυ τους δίπλωνε μέσα στα λινά σκεπάσματα.
Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΕΡΧΟΜΟΥ. Προς το τέλος γίνεται αθώος ο νους
Ο Μάρτιος και ο αδένας του μελιού.Ο φύλακας και τα άγνωστα ερείπια του ουρανού που τα λέμε άστρα.Το δένδρο ελιά και το βράδυ του θανάτου. Η καρδιά που παραμονεύει πάντα ακίνητη να είναι με τα σφαγμένα ζώα της νύχτας. Το λευκό πρωί να είναι ήσυχα ζευγμένο στον άγριο πόλεμο. Η σιωπή να πάει με το βουλιαγμένο μέτωπο του αλόγου και η σιωπή. Με τη μεγάλη καμπάνα που έπεσε στη γη κι εκεί κοιμάται ο επιληπτικός Δικαίος. Η έχιδνα κι ο χορευτής ο κόκκινος και ο νεκρός η χαρισμένη και η μελανή. Αφού τα κανονίσει όλα αυτή η ειρήνη που μανιακά συναρμολογεί. Ανεπαίσθητα ελευθερώνονται κάτι μορφές. Ακίνητες και καθαρές με μιαν αχνισμένη λαμπρότητα. Σαν καθαρισμένες με μιαν αχνισμένη λαμπρότητα. Σαν καθαρισμένες με σκληρή δουλειά τρίβοντας. Τώρα οι μορφές είναι επιφάνειες πολύ μεγάλες έφραζαν το νου. Δεν ξέρουν από ονόματα δεν πρόλαβαν την ομιλία. Λιγοστές μία ή δύο σα να χερσεύουν όλη τη γη. Θεόρατες άγιες των ποιημάτων στέκονται πελεκημένες και βουβές με μιαν ασάλευτη μανία. Οστά από μεγάλες αισθήσεις που ξαφνικά τις ξέθαψε μία βροχή. Παρουσιάζονται έξαφνα οι μορφές και κυριεύουν το νου. Αδυνατισμένον από το έργο εκείνης της ειρήνης και τώρα με τις μεγάλες όψεις των θέλουν με τη βία να τον αντιπροσωπεύουν. Η θέα τους είναι αυστηρή γιατί κέρδισαν με αίμα τη σιωπή τους και δικαιώθηκαν μ’ έναν τρόπο απόκρημνο. Οι μορφές που εκατέλαβαν το νου του κήρυκα είναι δύο. Η μορφή ότι έρχεται προς τους ανθρώπους. Και η μορφή ότι εστεκόταν αντίκρυ από τους ανθρώπους. Τίποτε άλλο δεν σημαίναν αυτές οι δύο μορφές. Αναίσθητες κι ανίδεες εσφετερίστηκαν όλη του τη ζωή…
[Μια απροσδόκητη αναγέννηση φύσηξε απότομα πάνω από σφαγές λαών κι αδιάφορη για τις σφαγές. Θα παρουσιαστεί με τη βία όπως η καταστροφή σαν εξουσία δόξας. Εκεί που όλα τελειώναν των ανθρώπων προτού το τέλος ο κόσμος ετελείωνε αρχινώντας. Αλλά οι άνθρωποι αποστρέφονται αυτή την τελευταία Αναγέννηση. Σφαδάζουν και δοξάζονται υποφέροντας. Η αναίτια Αναγέννηση ανασηκώνει από κάτω τους ανθρώπους σαν στέψη λογχισμένων. Μια αφύσικη αναζωογόνηση θα τους διεγείρει. Αλλά η μοίρα των ανθρώπων αντιστέκεται. Η φύση τους συντρίβεται κι έτσι ρημαγμένη υψώνεται. Από τη σύμφυρση τέλους κι αρχής. Από την εναντίωση των ανθρώπων γεννιέται ο εξής αιώνας οι άνθρωποι όρθιοι- Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ]