Άρχισε μια σιωπή κι ερχόταν προς τα εμένα και τότε είδα στην άκρια του βαγονιού. Ήταν ένα σύμπλεγμα των ανθρώπων. Νεαρά αγόρια και γυναίκες μικρές. Δεκαπέντε και δεκαεφτά χρονών ξεντυμένα κι έκαμναν έρωτες μεταξύ τους. Έπεφταν πάνω στους ξεσκισμένους μπλε μουσαμάδες των καθισμάτων κυλιόνταν ανάμεσα στα καθίσματα. Ένας άγριος έρωτας τα βασάνιζε και συσπώνταν σχίζονταν ανακλαδίζονταν. Κουβάρι φίδια τυλίγονταν και μπλέκονταν σαν σπείρες και με φωνές ετίναζαν τις άσπρες τους κοιλιές. Βόγκοι κι ανάσες χνουδωτές με ακουμπούσαν κι εγώ η ζωή μου άνοιξε και χυνόταν και αισθανόμουν πως από τη θέα του έρωτα η ζωή μου αιμορραγούσε.Παρακολουθούσα με μιαν αγωνία πώς επάλευαν και πώς με λύσσα. Τέντωναν ανοίγαν τα γεννητικά τους μέρη και πώς. Ξανά ελευθερώνονταν με βουερό λαχάνιασμα χαλάρωναν κι εκλαίγαν κι ύστερα πάλι ξανάρχιζαν το ένα με το άλλο και από πάνω τους σαν ένας Απόλλωνας… Το ένωμά τους τόσο αργό σαν ταραγμένη φυλλωσιά τρέμαν μικροί σπασμοί διαφανείς. Από ώρα μέσα στο νου μου θάμπωνε και γκρεμιζόταν μια ομιλία ασώματη έλεγε και μιλούσε κι εκεί που συνάντησα αυτούς τους πολλούς έρωτες και τους παρατηρούσα ερχόταν και ξανάφευγε και πάλι ξαναρχόταν ένας βασανισμένος στίχος. Θαρρώ του Ευριπίδη ξόρκι των ερώτων των κρυφών.Από στάχτη παρθένων εραστών. Φύλαγέ με – ποτέ έρωτα να μη νοιώσω. [αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, εκδόσεις Κέδρος 1990 – ARTbyfalckenhaus franz and Horge]
ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ: Ποιος αξιώθηκε ποτέ να δει όπως εγώ μέλλον στον θάνατό του; (9ησυνέχεια από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο Εχθρός του Ποιητή, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1990)
Ποιοι είναι αυτοί. Στον άδειο μεγάλο θάλαμο που με είχαν μεταφέρει.Δυο άνθρωποι ήρθαν κι εκόλλησαν επάνω μου. Με πίεζαν σφιχτά κι ένιωσα ασφυξία. Ο ένας στα δεξιά την αναγνώρισα την Κύπρια Ανδρούλα. Όμορφη κοπέλα εικοσιτεσσάρων χρονών κι είχε από παντού φράξει το πρόσωπό μου με το πλατύ δικό της. Τόσο κοντά είχε σκύψει και πάνω στον ώμο μου έτριζε η ατσαλάκωτη ζελατίνα με τα φτωχικά λευκά γαρύφαλλα που μου είχε φέρει. Είχαν πια μαραθεί γιατί περίμενε συνέχεια απ’ έξω δυο μέρες. Τα μεγάλα τρομαγμένα μάτια της Ανδρούλας ακουμπούσαν σχεδόν τα δικά μου κι έβλεπα το φτηνό μαύρο τους μακιγιάζ να στάζει σαν λάσπη από τα δάκρυά της. Η φωνή της βιαστική να προλάβει μην την διώξουν και χαμηλή μην την ακούει ο άλλος.
Παρακαλούσε κι έλεγε μη φεύγεις.Σε παρακαλώ μην μ’ αφήνεις μη φεύγεις από κοντά μου. Να με κρατάς. Χάνω την ψυχούλα μου κύριε Γιώργο. Σε παρακαλώ μην πάψεις να με βοηθάς. Μου παίρνουν την ψυχούλα μου. Μην τους αφήσεις να μου την πάρουν σε παρακαλώ. Η ψυχούλα μου κύριε Γιώργο. Μου την παίρνουν. Πονώ πολύ που την τραβάν κι αυτή δεν ξεκολλάει και πονάω πονάω. Μην τους αφήνεις. Μη φύγεις σε παρακαλώ. Κύριε Γιώργο η ψυχούλα μου. Ο άλλος από αριστερά επλάγιασε στο πλάι μου κι ήρθε για να πεθάνει. Πριν πεθάνει είπε μια ιστορία αυτήν εδώ.
Δεν είχε χείλια κι όλο του το πρόσωπο κρεμόταν. Κι ενώ εκεί στο πλάι μου επέθαινε και τον έβλεπα πώς απομακρυνόταν. Είπε για έναν άλλον θάνατο και πως αλλού επέθαινε και πριν καιρό αλλά το πρόσωπό του. Σαν να κρεμόταν μάκραινε κι αδυνάτιζε κι αργά κατεβαίνει. Κρεμασμένο από τον ακίνητο νου του θανάτου και έλεγε τότε που πέθαινα. Αλλά προτού κι εκεί που ετοιμαζόμουν. Είπα θα πάω πριν να ξαναβρώ εκείνο το μικρό παιδί. Το είχα συναντήσει σε μιαν απέραντη έρημη ακτή.
Ήταν ένα αγόρι επτά χρονών.Είχε αδύνατο σωματάκι και χλωμό πρόσωπο κακό. Αλλά δεν μιλούσε και τα μάτια του συνέχεια γλιστρούσαν επάνω από τα πράγματα και κάθε τόσο. Μ’ έναν ταχύ πτερυγισμό κινούσε τα χέρια του με μια μανία. Στεκόταν αμίλητο και νευρικό άνω σ’ έναν βράχο. Απέναντι η θάλασσα και το παιδί ακίνητο τίποτε δεν εκοίταζε και ξαφνικά φτερούγιζε με τα μικρά του χέρια και πάλι σταματούσε. Η θάλασσα ήσυχη έφευγε κι αργά αποτραβιόταν προς το βάθος κι ο ουρανός εμαύριζε και φούσκωνε και έσπανε από το βάρος και οι μεγάλες πλάκες του ουρανού θα γκρεμίζονταν πάνω στα χώματα και πάνω στε νερά. Επήγα και πλησίασα. Στάθηκα δίπλα στο παιδί. Δεν γύρισε να με δει και μονάχα φτερούγισε θυμωμένο.Σε άφησαν εδώ στην ερημιά για να πεθάνεις; το ρώτησα και ήξερα πως δεν θα αποκρινόταν.
Ήταν από τα παιδιά που ποτέ δεν μίλησαν και χάθηκαν φτεροκοπώντας μέσα στην σιωπή.Έσκυψα και βαθιά μακριά στα μάτια του επρόφτασα και είδα την μελανή γης της σιωπής. Ένα κλάμα ακούστηκε να έρχεται πίσω από τους μαύρους βράχους της ακτής. Οδυρμένη επέστρεφε η μάνα του μετανοιωμένη ούρλιαζε και γυρνούσε για να το ξαναπάρει. Είμαι μάνα! ούρλιαζε και μαινόμενη επερπατούσε και την κατάκαιε η τρομερή αγάπη για το παιδί της. Αυτό εκείνο το παιδί θα πήγαινα για να το ξαναβρώ. Για τελευταία φορά να βεβαιωθώ και να αγγιχθώ από την έμφυτη σιωπή του.
Γιατί όλη μου τη ζωή υπέφερα που η ζωή μου ήταν σιωπηλή. Αλλά περισσότερο για να καθησυχάσω πως το παιδί εκράτησε την σιωπή του η ομιλία δεν παρουσιάστηκε και εγώ με μιαν επιμονή παράλογη αλλά για μένα είχε μεγάλη σημασία. Συσχέτισα τον θάνατό μου με τη σιωπή του κι αν το παιδί είχε βγει από την σιωπή. Τότε κι εγώ δεν έπρεπε να πεθάνω. Ταξίδεψα με την ψυχή στο στόμα. Έκανε αφόρητη ζέστη.Μέσα στο νου μου γύριζε σταθερά μια πληροφορία. Ξέχασα πού την χρωστούσα αλλά πάντα τις εμπιστεύομαι τις αναρίθμητες. Σκοτεινές πληροφορίεςμου τις φυλάω μέσα μου και τις ακολουθώ τυφλά.
Πως το παιδί εκατοικούσε σ’ ένα μέρος που λεγόταν Άγιος Γερμανός ο Λάιος.Δεν δίστασα πως εκεί θα κατοικούσε. Σ’ αυτό το μέρος πηγαίνεις με υπόγειο σιδηρόδρομο στα έγκατα της γης. Έβλεπα τους σταθμούς που σταματούσε το τραίνο. Ο Άγιος Γερμανός ο Λάιος ήταν το τέρμα εκείνης της διαδρομής. Ήταν πρωτομαγιά. Νέοι άνθρωποι μεθυσμένοι μπαινόβγαιναν στο τραίνο κι όλος ο υπόγειος βοούσε. Γέλια τραγούδια και φωνές. Ξαφνικά έγινα μονάχος.
Άρχισε μια σιωπή κι ερχόταν προς τα εμένα και τότε είδα στην άκρια του βαγονιού. Ήταν ένα σύμπλεγμα των ανθρώπων. Νεαρά αγόρια και γυναίκες μικρές. Δεκαπέντε και δεκαεφτά χρονών ξεντυμένα κι έκαμναν έρωτες μεταξύ τους. Έπεφταν πάνω στους ξεσκισμένους μπλε μουσαμάδες των καθισμάτων κυλιόνταν ανάμεσα στα καθίσματα. Ένας άγριος έρωτας τα βασάνιζε και συσπώνταν σχίζονταν ανακλαδίζονταν. Κουβάρι φίδια τυλίγονταν και μπλέκονταν σαν σπείρες και με φωνές ετίναζαν τις άσπρες τους κοιλιές. Βόγκοι κι ανάσες χνουδωτές με ακουμπούσαν κι εγώ η ζωή μου άνοιξε και χυνόταν και αισθανόμουν πως από τη θέα του έρωτα η ζωή μου αιμορραγούσε.
Παρακολουθούσα με μιαν αγωνία πώς επάλευαν και πώς με λύσσα. Τέντωναν ανοίγαν τα γεννητικά τους μέρη και πώς. Ξανά ελευθερώνονταν με βουερό λαχάνιασμα χαλάρωναν κι εκλαίγαν κι ύστερα πάλι ξανάρχιζαν το ένα με το άλλο και από πάνω τους σαν ένας Απόλλωνας. Εδέσποζε ένας αλλόκοτος νέος άνδρας.Είχε μια υπερβολική κωμική αναπηρία από τη μέση και κάτω. Όμως το κεφάλι του ήταν υπέροχο και ο κορμός του πεταγόταν προς τα εμπρός κι ήταν στριμμένος πάντα προς την ίδια μεριά. Όπως εκείνη η υπεροπτική. Η πολεμική συστροφή που έχουν μερικοί κορμοί του Απόλλωνα.
Τον είχα δει να περπατά στην αποβάθρα του σταθμού την ώρα που έμπαινε το τραίνο. Προχωρούσε με δυσκολία με τα πόδια πολύ ανοιχτά κι αλύγιστα. Κάθε φορά το βήμα του σχημάτιζε ένα μεγάλο ημικύκλιο. Όμως θαύμασα την επάνω ομορφιά του που ήταν ειρηνική και γενναιόδωρη. Αγέρωχη κι αντίθετη σ’ εκείνο το αγριεμένο τίναγμα των ποδιών του που σαν δρεπάνια θέριζαν τα στάχυα του τσιμέντου. Σαν ένα ζώο διχαλωτό περιέστρεφε ορμητικά τα τεντωμένα πόδια του κι ολόκληρη εκείνη η λοξή μορφή εβάδιζε με άγριο οίστρο και τότε είδα.
Αυτόν τον σακατεμένο κένταυρο να υψώνεται πάνω απ’ όλους τους άλλους που σπάραζαν κι ερωτοτροπούσαν.Υψώθηκε από πάνω τους βαστώντας με το ένα χέρι με δύναμη την χειρολαβή που κρεμόταν του βαγονιού υψώθηκε όρθιος ψηλά και με το άλλο χέρι έβγαλε. Από τον μακρύ διπλωμένο καθετήρα των ούρων που φορούσε τράβηξε. Πέταξε το πώμα και σαν λουτρό τους ράντισε με το κοκκινωπό του ούρο κι αυτοί φώναξαν χαίροντας και σπρώχνονταν ποιος θα πρωτοβραχεί. Το τραίνο τραντάχθηκε έφτασε. Βγήκα εσύρθηκα στους υπόγειους διαδρόμους. Παντού σιωπή και επέθαινα.Με κόπο ανέβηκα την πλατιά σκάλα κι εκεί στο κεφαλόσκαλο. Εκεί που η σκάλα στρέφει και βγάζει προς το φως της γης. Σε φωτεινή φάτνη μαρμάρινη που είναι για αγάλματα.
Μέσα εκεί ένα νεαρό ζευγάρι κι εκείνο ενωνόταν. Όμως σαν ένας αποχαιρετισμός η κίνηση αυτωνών ήταν πολύ αργή και με μικρό λυγμό παιδιού το κορίτσι έγερνε και φυσούσε μέσα στο αυτί του αγοριού και το αγόρι μ’ έναν σεβασμό εχάιδευε την κοιλιά της που ήταν πελώρια κι έτοιμη να γεννήσει αλλά από άλλον ξένον έρωτα και με μεγάλη προσοχή ο άνδρας φρόντιζε να ηδονισθεί με προσοχή να μην ερεθιστεί. Να μην ξυπνήσει η γέννα που κοιμόταν στο σώμα της γυναίκας.
Το ένωμά τους τόσο αργό σαν ταραγμένη φυλλωσιά τρέμαν μικροί σπασμοί διαφανείς.Από ώρα μέσα στο νου μου θάμπωνε και γκρεμιζόταν μια ομιλία ασώματη έλεγε και μιλούσε κι εκεί που συνάντησα αυτούς τους πολλούς έρωτες και τους παρατηρούσα ερχόταν και ξανάφευγε και πάλι ξαναρχόταν ένας βασανισμένος στίχος. Θαρρώ του Ευριπίδη ξόρκι των ερώτων των κρυφών.
Από στάχτη παρθένων εραστών. Φύλαγέ με – ποτέ έρωτα να μη νοιώσω. Προσέχοντας προσπέρασα εκείνο το φυτεμένο με έρωτα κοίλο και μία στιγμή εκέρδισα το λαμπερό το βουρκωμένο βλέμμα τους κι εκεί μέσα στα μάτια τους για μια στιγμή εμπόρεσα και είδα τις αστραπές μιας νύχτας και μου φάνηκε ήταν μια νύχτα που θα ερχόταν μετά τον θάνατό μου.
Ποιος αξιώθηκε ποτέ να δει όπως εγώ μέλλον στο θάνατό του; Όμως κι αυτός ο έρωτας ο δεύτερος. Σαν να μου έπαιρνε όση ζωή μου απόμενε και όση ο άλλος ο πρώτος έρωτας μου είχε αφήσει ακόμα. Εξαντλημένος βγήκα απάνω. Η ημέρα μόλις φώτιζε κι εμπρός μου ένας ναός από καιρούς κλειστός ο Άγιος Λάιος Γερμανός. Σβηστή η πόλη γύρω του και όλοι οι δρόμοι έρημοι και σβηστοί. Όλα εδώ θα τελείωναν; Σ’ αυτό το άγνωστο μέρος και το παιδί της παρμένης φωνής ποτέ πια δεν θα δω. Εκεί επάνω στην σχάρα του υπόγειου όπου έγειρα. Με βρήκε το σκοτάδι κι η αντοχή μου ετέλειωνε κι εξάπλωσα με τύλιξαν οι ατμοί οι βαθιές οι δροσερές αναπνοές της γης κι εκεί που η ζωή έσβηνε και με άφηνε.
Το τελευταίο αίσθημα γερά με κράτησε ψηλά κι εκεί ψηλά με κράτησε ιερά η πιο τελευταία η πιο σκληρή υπερηφάνεια της ζωής και τότε μονάχα εδέχθηκα.Καταδέχθηκα να πεθάνω. Είπε εκείνος ο άνθρωπος που είχε γείρει πλάι μου. Αυτός που εμετρούσε έρωτες.
Ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίησή του και η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν. Γιατί η Ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία, γι’ αυτό αφανίζεται από κάτι που δεν έχει αιτία. Ποίημα, πάλι, είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του Ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό – Γιώργος Χειμωνάς Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, εκδόσεις Κέδρος 1990)