Σ’ ένα άλλο μέρος όπου επλάταινε πίσω από τους ανθρώπους και λίγο υψωνόταν. Σαν ράχη όπου ακουμπούσε το όρθιο πλήθος. Εκεί δεν έστεκε κανείς και το χώμα έπαιρνε να πρασινίζει και φαινόταν σαν ένας ατμός χορταριού που ανέβαινε. Το μέρος εκείνο δεν το έβλεπε ήλιος κι έμοιαζε συνέχεια να σβήνει αχνίζοντας μέσα σε μιαν ατέλειωτη δύση. Στέκονται δυο γυναίκες. Από κείνες που παίρνουν από πίσω τους ανθρώπους αλλά ποτέ δεν πλησίαζαν. Σαν τραβηγμένες από παντού και αυστηρές παραφυλούσαν τους ανθρώπους. Έχουν επάγγελμα. Αλλά δεν ήταν μοιρολογήτρες κι ούτε καλλώπιζαν νεκρούς. Πληρώνονταν για να κάνουν αναπαραστάσεις. Με τροφή και νομίσματα και ρούχα όταν έρχονταν ο χειμώνας. Τυλιγμένες σε χρωματιστές πεταλούδες τριγύριζαν στα χιόνια. Γιατί ο τόπος είναι φτωχός. Μαθαίναν όπου θα γίνονταν γιορτές και πήγαιναν. Αλλά προτιμούσαν τις συμφορές κι αναπαράσταιναν τα πάθη των ανθρώπων… Τότε έπεφταν σε μιαν έκσταση. Με μακρόσυρτες κινήσεις και φωνές κι έξαφνα γίνονταν τρομερές κι αγρίευαν. Παραμορφώνονταν σακάτισσες και παράφορες. Επικίνδυνες κι αχρείες με αστεία χοροπηδητά κι επαναλάμβαναν διαρκώς τα ίδια αγκαλιάσματα στον αέρα και πάλι τα ξανάρχιζαν με λύσσα. Τελειώναν ενώνοντας τα χέρια και κάποιον κουνούσαν ρυθμικά για να περάσει ένας πόνος. (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1979 – ARTbyjulian faylona)
Απομακρύνθηκε ο ορίζοντας. Η ζωή φάνηκε πρώτα στους τοίχους που ήταν αλειμμένοι μ’ ένα υλικό σαν σημασία. Αλλού οι τοίχοι εξογκώνονταν και εξείχαν σα να γεννούσαν αγάλματα κι άμορφα ακόμα που μόλις σχηματίζονταν κρέμονταν από τους τοίχους. Αργά κατέβαινε ο ουρανός. Υπέροχος κεφαλόδεσμος από λοξά βαριά καλύμματα λύθηκαν κι έπεφταν αργά για να φανεί ξανά πόσο καλό είναι το φως. Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα! Ιδού…
Αργά παρουσιάστηκαν εκεί δύο γυναίκες.Σ’ ένα άλλο μέρος όπου επλάταινε πίσω από τους ανθρώπους και λίγο υψωνόταν. Σαν ράχη όπου ακουμπούσε το όρθιο πλήθος. Εκεί δεν έστεκε κανείς και το χώμα έπαιρνε να πρασινίζει και φαινόταν σαν ένας ατμός χορταριού που ανέβαινε. Το μέρος εκείνο δεν το έβλεπε ήλιος κι έμοιαζε συνέχεια να σβήνει αχνίζοντας μέσα σε μιαν ατέλειωτη δύση. Στέκονται δυο γυναίκες. Από κείνες που παίρνουν από πίσω τους ανθρώπους αλλά ποτέ δεν πλησίαζαν. Σαν τραβηγμένες από παντού και αυστηρές παραφυλούσαν τους ανθρώπους. Έχουν επάγγελμα. Αλλά δεν ήταν μοιρολογήτρες κι ούτε καλλώπιζαν νεκρούς. Πληρώνονταν για να κάνουν αναπαραστάσεις. Με τροφή και νομίσματα και ρούχα όταν έρχονταν ο χειμώνας. Τυλιγμένες σε χρωματιστές πεταλούδες τριγύριζαν στα χιόνια. Γιατί ο τόπος είναι φτωχός. Μαθαίναν όπου θα γίνονταν γιορτές και πήγαιναν. Αλλά προτιμούσαν τις συμφορές κι αναπαράσταιναν τα πάθη των ανθρώπων.
Η τέχνη τους ήταν άθλια κι οι άνθρωποι γελούσαν κι έβριζαν. Κουνούσαν το ισχνό κορμί τους και με χειρονομίες συμβολικές. Κουρασμένες και νηστικές έβγαζαν μικρές βραχνές κραυγές πως κλαίγαν κι αγωνίζονταν να πουν ό,τι λεν οι άνθρωποι με δυσεύρετες ομιλίες. Τότε έπεφταν σε μιαν έκσταση. Με μακρόσυρτες κινήσεις και φωνές κι έξαφνα γίνονταν τρομερές κι αγρίευαν. Παραμορφώνονταν σακάτισσες και παράφορες. Επικίνδυνες κι αχρείες με αστεία χοροπηδητά κι επαναλάμβαναν διαρκώς τα ίδια αγκαλιάσματα στον αέρα και πάλι τα ξανάρχιζαν με λύσσα. Τελειώναν ενώνοντας τα χέρια και κάποιον κουνούσαν ρυθμικά για να περάσει ένας πόνος. Τον πόλεμο τον συμβόλιζαν. Χτυπούσαν τις φτέρνες στο χώμα ώσπου άνοιγαν λάκκοι. Σηκώναν το πρόσωπο κι ανοιγόκλειναν με δύναμη τα μάτια προς τον ουρανό και τέντωναν ψηλά τα χέρια σα να τον σπρώχναν από πάνω τους.
Άνοιγαν τα πόδια τους και κατουρούσαν όρθιες. Ο νους τους εμαρτύρησε σ’ έναν πόλεμο που πολεμήσαν. Ήταν γυναίκες του εμφυλίου. Κοπέλες πήραν τα βουνά και είδαν σκοτωμούς. Αλλά και με ολονυκτίες που έμοιαζαν με ερωτικές. Τις ερέθιζαν σαν μια ασέλγεια εκείνες οι σφαγμένες οικογένειες που άφησαν έξω από την πόρτα των σπιτιών τους. Μυαλά αδελφών ελαμπύριζαν πάνω στους ασβεστωμένους τοίχους και οι μεγάλες αδελφές να μοιρολογάν. Έπνιγαν τα παιδιά τους να τα γλυτώσουν και μονάχα η μάνα. Δυσκίνητη από τις φρικτές κήλες του τοκετού.
Στον εμφύλιο έπαιζαν θέατρο για τους αντάρτες και τις δασκάλευαν οι μορφωμένοι.Αγράμματες γριές χωριάτισσες ο νους τους έπεσε. Τώρα περιπλανώνται διωγμένες και μονολογούν. Σ’ έναν περίπατο ιστορούν. Ονόματα άγνωστα και θαμμένα κι έξαφνα κλαγγίζουν. Σαν ζωντανοί και ωχροί πολεμιστές με άμφια από τενεκέ την ώρα που εξεκουράζονταν κι αφήναν τα όπλα και ξαπλώναν κι έρχονταν ένας ύπνος κι έτσι καθώς έγερναν πάνω στο χώμα. Γερμένοι από ύπνο όχι από θάνατο. Σ’ αυτήν εφώ τη διαφορά ερχόταν και κούρνιαζε ένα τυφλό πουλί. Αυτές οι δυο τρελλές των βουνών να παραστήσουν της δυνάμεις του κόσμου.
[Μια απροσδόκητη αναγέννηση φύσηξε απότομα πάνω από σφαγές λαών κι αδιάφορη για τις σφαγές. Θα παρουσιαστεί με τη βία όπως η καταστροφή σαν εξουσία δόξας. Εκεί που όλα τελειώναν των ανθρώπων προτού το τέλος ο κόσμος ετελείωνε αρχινώντας. Αλλά οι άνθρωποι αποστρέφονται αυτή την τελευταία Αναγέννηση. Σφαδάζουν και δοξάζονται υποφέροντας. Η αναίτια Αναγέννηση ανασηκώνει από κάτω τους ανθρώπους σαν στέψη λογχισμένων. Μια αφύσικη αναζωογόνηση θα τους διεγείρει. Αλλά η μοίρα των ανθρώπων αντιστέκεται. Η φύση τους συντρίβεται κι έτσι ρημαγμένη υψώνεται. Από τη σύμφυρση τέλους κι αρχής. Από την εναντίωση των ανθρώπων γεννιέται ο εξής αιώνας οι άνθρωποι όρθιοι- Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ]