Υπάρχει μια ατέλεια: μέσα στον άνθρωπο συμβαίνει πάντα μια ΑΠΟΣΤΑΣΗ!.. Σαν κροταλίας του μεσημεριού και με κλαγγές που μονάχα ο ήλιος μπορεί και βγάζει. Τρία βουνά κουβαλά επάνω στο κεφάλι του και σειούνται οι βαθιές του σκιές κι οι χαίτες των δασών τους και πίσω απ’ την ασπίδα έχει κρυμμένες εκκλησίες που με τις χάλκινες καμπάνες τους βοούν κι αγγέλλουνε τον τρόμο. Η Υπερκόσμια ασπίδα του έχει έναν ουρανό κι εκεί στη μέση του μάτωνε ακόμα ο κομμένος ομφαλός της νύχτας φεγγάρι το πρωτότοκο… Ψυχή είναι μίμηση σπουδαίου σώματος κι άλλος τρόπος απ’ το σώμα δεν είναι… (αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΑΔΕΛΦΟΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982 – ARTbyVES Pecados Capitales)
Όρθιες ή τρύπιες ημέρες κι όλες μαζί εφαίνονταν ερείπιο υδραγωγείο. Αλλά και σαν αψίδες κολλητές πάνω σε εγνατία κι ετοιμόρροπες οι αποκεφαλισμένες τιτανομαχίες και ρημαγμένες οι μάχες των λαών και σκίστηκαν οι τεντωμένες κνήμες των πολεμιστών κι ανάβλυζαν σκληρά βρύα κι εκείνος ο ταπεινός ήλιος του πηλού. Εφτά άνθρωποι στέκουν στις καμάρες κι ατενίζουν προς τα μέσα. Η αδελφή του παρατηρεί με αδιαφορία. Μ’ εκείνο το βλέμμα σαν πρησμένο των ετοιμοθάνατων. Αλαζονικά ο καθένας κατέχει την κάμαρά του κι όλοι φορούν άσπιλες ενδυμασίες πολέμου και μοιάζαν με ευαγγελιστές με τα ειδικά σημάδια. Ολόισια ακτινοβολούν όπως η αλήθεια την ώρα που πεθαίνει.
Ψυχή είναι μίμηση σπουδαίου σώματος κι άλλος τρόπος απ’ το σώμα δεν είναι…
Κόκκινη θρασεια τρίχα κατατρώγει ολόκληρο το σώμα της και μια αισχρή ομορφιά σαν του Θεού. Σαν ένα εξάνθημα του ουρανού και γλειμμένο από φιλήδονα ζώα εκείνο το μακρύ τρίχωμα. Γυαλίζει και φέγγει σαν μια φωτιά κι ενώνεται σπαράζοντας με το νερό και με τον αέρα και γεννήθηκε μια αύρα και βαριά ανάσα αβύσσου που διαρκώς ανακινεί εκείνο το άπληστο τρίχωμα και σαν ένας αγρός κυματισμός μακρόσυρτη παλίρροια να ζωογονεί ατελείωτα την πελώρια και τρομερή καλλονή εκείνης της αδελφής την ζωντανή και οργισμένη βάτο….
Ένα νησί το σώμα της κι αυτή αναρριχάται αδιάκοπα κι ένας απερίγραπτος και βουερός οργασμός την τράνταξε!.. Στο ανώμαλό της μέτωπο φυτρώναν δυο κέρατα. Μακριά και καμπύλα και σαν από αλάβαστρο και το κεφάλι της να μοιάζει με λύρα και με όπλο. Τα κέρατα είχαν ένα συνεχές τρεμούλιασμα σαν μια αγωνία…. Ο ουρανός ξεσκίζεται και πλατιά λέπια ουρανού. Σαν του πλάτανου τα φύλλα του ουρανού αιωρούνται και κατασταλάζουν γύρω από τα δυσκίνητα πόδια της.
Βγάζει ένα πορφυρό φως ένα ιώδιο. Οι άνθρωποι νοτισμένοι ακολουθούν τις κόκκινες εκείνες πατημασιές. Τα ίχνη από τις τρομαχτικές οπλές του αδελφού. Η αδελφή έχει χωμένο βαθιά στον κόλπο της ένα χοντρό ξύλο κι αμάραντος φαλλός έρωτας που σαπίζει. Η αδελφή τρέφεται με ανθρώπους. Σκύβει και τα ξινά της χνώτα σκεπάζαν με όνειρο δριμύ τα πρόσωπά τους. Τρίζοντας οι άνθρωποι αφανίζονται μέσα σ’ εκείνο το σαρκοβόρο τρίχωμα θάλασσα των σαργάσσων. Ένα απότομο τίναγμα σαν δίνη. Σαν άγριος παφλασμός μιας φυλλωσιάς κι αυτό δείχνει πως καταποντίστηκαν για πάντα μέσα στο κόκκινο αίμα της. …. Εξαίσιο δάσος η αδελφή και το διαπερνά σαν ένα χάραμα ο θαμπός αδελφός.
υπάρχει μια ατέλεια. Μέσα στον άνθρωπο συμβαίνει πάντα μια απόσταση. Όσα πράγματα περνάν από άνθρωπο πεθαίνουν. Οδηγεί σε αόμματες εμφανίσεις και τότε τα πράγματα που γεννούνται είναι τα αντίθετα των θαυμάτων. Η απορρόφηση των ανθρώπων δεν ήταν ο τέλειος σκοπός της αδελφής αλλά ήταν μια έμμονη πράξη αλλά μια ενδιάμεση. Εξάμβλωμα αφού η τέλεια πράξη είναι ότι απαιτείται μια ανυπολόγιστη αφθονία ανθρώπων. Αλλά μονάχα ανθρώπους μπορεί να χρησιμοποιεί ο άνθρωπος. Όποια να είναι η ιδέα κι όποια η προφητεία ο άνθρωπος θα χρησιμοποιεί πάντα ανθρώπους και πάντα με ανθρώπους θα επιστρέφει. Τέλος του ανθρώπου οι άνθρωποι
.
Μυστικός μαρασμός και μία μελαγχολία
Ξαφνικά που όλα επρομηνούσαν την βασιλεία της αδελφής. Αλλά αναίτια και άθεα. Σαν την κεραυνοβόλο αρρώστια κι απότομα εκόπασε η αδελφή. Μυστικός μαρασμός και μία μελαγχολία άγνωστη την εμάρανε. Τώρα βαριά σέρνεται η αδελφή με κούραση θανάτου. Κηλίδες έσκασαν επάνω της σαν τα φριχτά σπυριά της Κρήτης και απότομα σημάδια αποκρουστικά πως πια τελείωσε η ερυθρή ζωή της Πολύ προτού συντελεστεί και πριν εκπληρωθεί εκείνο το πάθος της εντολής. Να πει το φως του αδελφού και να τον εκφραστεί. Άδικα άδικα η κόκκινη προβιά θάμπωσε και ετρίφτη Απογυμνώθηκε το κάτισχνο κορμί της και φάνηκε πόσο λιγνή έπεσε καταγής εστέγνωσε. Σαν ένα πετσί μέσα από το καμένο σώμα της ανέμιζε η ψυχή της ξεραμένη στον άνεμο μια πέτσα. Μια βαθιά κι αργή ανάσα γέρνει και σβήνει.
Μ’ έναν αδύναμο βόγγο έγειρε η κόκκινη γυναίκα να τελειώσει. Ορφανή του κόσμου όλου κι έλιωσε σαν μια μικρή Δομνή. Καμιάν ανάμνηση πως είχε για αδελφό εκείνον που χτυπήθηκε από την ανώφελη αλλά φαντασμαγορική μοίρα των ανθρώπων. Γιατί υπάρχει ένα χάρισμα που προορίζεται πάντα σ’ έναν αδελφό των ανθρώπων και όχι στους ανθρώπους. Υπάρχει η άβυσσος ανάμεσα στον αδελφό των ανθρώπων και στους ανθρώπους. Αναλύθηκε ξαφνικά και χάθηκε η αδελφή ένα μικρό νερό. Αφήνει μονάχο στο νεκρό της πλάι εκείνον τον αδελφό. Αιώνων ζωντανός αλλά ακίνητος για όλη τη ζωή του κόσμου. Αστράφτει μέσα από τη λαμπερή του σιωπή και μέσα από το μισάνοιχτο χαλί άστραφτε σαν χαράδρα.
Εφτά άνθρωποι στέκουν στις κάμαρες κι ατενίζουν προς τα μέσα: Όλοι φορούν άσπιλες ενδυμασίες πολέμου και μοιάζουν με ευαγγελιστές που η αλήθεια τους πεθαίνει
παρουσιάστηκαν εφτά καμάρες σαν πύλες. Όρθιες ή τρύπιες ημέρες κι όλες μαζί εφαίνονταν ερείπιο υδραγωγείο. Αλλά και σαν αψίδες κολλητές πάνω σε εγνατία κι ετοιμόρροπες οι αποκεφαλισμένες τιτανομαχίες και ρημαγμένες οι μάχες των λαών και σκίστηκαν οι τεντωμένες κνήμες των πολεμιστών κι ανάβλυζαν σκληρά βρύα κι εκείνος ο ταπεινός ήλιος του πηλού. Εφτά άνθρωποι στέκουν στις καμάρες κι ατενίζουν προς τα μέσα. Η αδελφή του παρατηρεί με αδιαφορία. Μ’ εκείνο το βλέμμα σαν πρησμένο των ετοιμοθάνατων. Αλαζονικά ο καθένας κατέχει την κάμαρά του κι όλοι φορούν άσπιλες ενδυμασίες πολέμου και μοιάζαν με ευαγγελιστές με τα ειδικά σημάδια. Ολόισια ακτινοβολούν όπως η αλήθεια την ώρα που πεθαίνει. Ένας πατά πάνω σε αίματα ζώων κι ο εραστής του ο μάντης τον παρακαλεί μη περνάς και του φιλά τα πόδια. Όμως αυτός λυσσομανά και ταράζεται
σαν κροταλίας του μεσημεριού και με κλαγγές που μονάχα ο ήλιος μπορεί και βγάζει. Τρία βουνά κουβαλά επάνω στο κεφάλι του και σειούνται οι βαθιές τους σκιές κι οι χαίτες των δασών τους και πίσω από την ασπίδα έχει κρυμμένες εκκλησίες που με τις χάλκινες καμπάνες τους βοούν κι αγγέλλουνε τον τρόμο. Η υπερκόσμια ασπίδα του έχει ένα ουρανό κι εκεί στη μέση του μάτωνε ακόμα ο κομμένος ομφαλός της νύχτας φεγγάρι το πρωτότοκο
Δεύτερος προβάλλει από την κάμαρα που ονομάζεται. Χειρότερος από τον πρώτο βρίζει λυσσασμένα τον θεό κι αυτός τα βάζει με το θεό κι όχι με τους ανθρώπους. Σηκώνει ψηλά χοντρό εικόνισμα όπου έχει έναν γυμνό άνδρα να κρατά φωτιά και βγάζει μια φωνή ντυμένη στο χρυσάφι θα κάψω
Τρίτος επάνω σε αφηνιασμένο άρμα και τον περιτυλίγει ο σφυριχτός ρόγχος των αλόγων καθώς οι ακράτητες αναπνοές τους χυμάν με αφρούς και αίματα μέσα σε σιδερένιες σάλπιγγες που είναι μπηγμένες βαθιά στα ξεσκισμένα τους ρουθούνια σαν αιδοία και στην ασπίδα που λαμποκοπά ένας πολεμιστής που σκαρφαλώνει πάνω στους τρούλους και με ολοζώντανες που τρέμουν συλλαβές ερεθίζει κι αυτός τον θεό να τον καταδιώξει αν τολμά από τα επταπύργια. Τέταρτος άλλος
βαστάζει στη ράχη ένα ολόκληρο αλώνι όπου μανιάζει ένας τυφώνας και βγάζει φωτιές μαύρους καπνούς και το αλώνι περικυκλωμένο φίδια σαν πλεκτάνες φιδιών
Τον πέμπτο λέω αγένειο παιδί κι αφίλητο. Έρχεται από τα βουνά κι έχει μαζί την θηλυκιά του μιαν αίγα που φορά αστραφτερά στολίδια αγαπημένης. Δασύς έφηβος θρεμμένος με στυφνό κι άγρια μούρα και στην ασπίδα του ένας φριχτός αρχάγγελος που ζει από το ωμό κρέας κρατά κάτω από τα νύχια του έναν άνθρωπο και τον κρατά μην κουνηθεί ώστε να τον πετύχει ο θάνατος
Αλλά ο έκτος κι η ασπίδα του σβηστή. Με λυπημένα μάτια σε άλλα οδηγεί
και σιωπά.
Τώρα ο έβδομος
Εκεί στις έβδομες τις πύλες είναι ο άλλος αδελφός. Απαίσια μεταμφιεσμένος σε γυναίκα που παριστάνει τη Δίκη και με λάσπες βαφές στην άθλια όψη να φαίνεται γυναίκα. Ολόκληρος σε άσπρα υφάσματα που τον σκεπάζουν από παντού και η αιματηρή του στύση αιμάτωνε τα γυναικεία πέπλα Αμίλητος υψώνει μιαν αμείλιχτη ασπίδα προς τον αποκαθηλωμένο με την άταφη σιωπή. Απάνω στην ασπίδα είναι ένας ολόχρυσος να τον οδηγεί μια Δίκη που σύγκορμη ακούγεται μέσα από γράμματα βαθιά. Να μιλά κι αντηχούν οι αιώνες σαν στοές θα οδηγώ τον άνθρωπο αυτόν να επιστρέφει να πάρει