Στις λίμνες Ωσαννα και στη λίμνη Ολίβια και στη λίμνη Ισαβέλα. Προχωράν κατά ζευγάρια άνδρες και γυναίκες κι όσο περπατάν είναι άνθρωποι στα πίσω δωμάτια που βλέπουν στις συννεφιασμένες αυλές και κανένας δεν επιτρέπεται να δει αυτούς που φεύγουν. Οι κρυμμένοι άνθρωποι τους τραγουδάν κι ακούγοντας τραγούδια αυτοί προχωράν λυπημένοι και παν κι όταν φτάσουν κάνουν ζευγάρι άνδρας και γυναίκα κι όταν φτάνουν στις λίμνες τους βάζουν βαρίδια στα πόδια. Τους ρίχνουν στο βυθό κι εκεί μένουν ώσπου να πεθάνουν. Αλλά πριν πεθάνουν κάνουν σαν γάμο κι αμέσως ύστερα ξεκολλάν και γυρνάν ανάσκελα και ψοφάν κι από τη γυναίκα βγαίνει ένα έμβρυο κι έτσι καθώς το κορμί της γυναίκας σαπίζει και λιώνει μέσα στη λάσπη απελευθερώνεται ένα έμβρυο και σα μαλακό μαργαριτάρι κάτασπρο και θαμπό και περιτυλιγμένο σε τρεμουλιαστό ασπράδι αρχίζει ν’ ανεβαίνει περιτυλιγμένο στα μαύρα σάλια του σκοταδιού και κολλημένα ξέφτια από πνιγμένους θ’ ανέβει επάνω θα φανεί κι όσο ανεβαίνει γίνεται μικρός άνθρωπος το ανέβασμα κρατάει χρόνια και αιώνες (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1977)
Πρόκειται να έρθει το νέο είδος ανθρώπων, ένα άλλο είδος ξαφνικό. Μια νέα ράτσα κι απόλυτοι θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα. Οι παλιοί άνθρωποι κι αυτός ο τρομαγμένος λαός θα εξαφανιστούν. Κανονίστηκε να πεθάνουν σε μιαν ορισμένη μέρα. Αλλά πρέπει να γυρίσουν ο καθένας στον τόπο του κι εκεί θα πεθάνει. Ιδού:
Στο ποτάμι είναι μια μικρή οικογένεια (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1977)
Ο πατέρας ήταν λυπημένος κι η γυναίκα εύθυμη και το κορίτσι ως δέκα χρονών.Το στόμα του κοριτσιού ήταν πάντα γελαστό αλλά τέτοιο ήταν το φυσικό του σχήμα. Η ευθυμία της μάνας είχε γίνει στόμα στο παιδί της κι είχε στόμα γελαστό από φυσικού της. Η μάνα είχε μια ζεστή χαρά που την έκρυβε η τωρινή της λύπη. Αλλά την ένιωθες ακόμα τη ζεστή χαρά κι η λύπη φαινόταν ψεύτικη και η γυναίκα σα να υποκρινόταν τη λυπημένη. Το κορίτσι είχε μια ανησυχία και το προσωπάκι του παραλογισμένο και τώρα διέκρινες πως εκείνο το γέλιο ήταν αναπηρία. Εκνευρισμένο σαν άρρωστο με πολύ πυρετό κι όρθιο παραπατούσε.
Σας διαλέγω με λεν Θωμαή λέει στον Γιατρό Ινεότη τον κοιτάζει σοβαρά κι επίσημα. Πότε-πότε έβγαζε μια φωνή τραγουδούσε ένα λυπητερό σκοπό. Με καθαρή και τεντωμένη φωνή σα να λυγούσαν βέργες σον αέρα κι έλεγε το τραγούδι πότε ψιθυριστά και πότε μ’ όλη τη φωνή τρεις εμύραναν τη χώρα. Κλέφτες δυο ένας φονιάς. Δάκρυσε η αγιάθοδώρα. Δάκρυσε και η αγίατριάς. Τ’ άρπαξε όλα η κακιά ώρα. Μία ψύχα λειτουργιάς. Ζητιανούλα αγιάθοδώρα. Τρισφτωχούλα αγιάτριάςμε τινάγματα σαν από ρίγος εγκεφαλικό και μονάχα όταν κοίταζε τον Γιατρό Ινεότη τότε ησύχαζε με μια ησυχία σα καταληψία. Ύστερα πάλι τραγουδούσε και κουνάει τα χέρια αρμονικά και σπασμωδικά και λέει στο Γιατρό Ινεότη γλυκέ μου Κύριε. Μη με φοβάστε κι εγώ θα σας πω πώς έφυγαν και παν μακριά και θα κρατήσει χρόνια που παν και φεύγουν.
Στις λίμνες στη λίμνη Ωσαννά και στη λίμνη Ολίβια και στη λίμνη Ισαβέλλα.Προχωράν κατά ζευγάρια άνδρες και γυναίκες κι όσο περπατάν είναι άνθρωποι στα πίσω δωμάτια που βλέπουν στις συννεφιασμένες αυλές και κανένας δεν επιτρέπεται να δει αυτούς που φεύγουν.Οι κρυμμένοι άνθρωποι τους τραγουδάν κι ακούγοντας τραγούδια αυτοί προχωράν λυπημένοι και παν κι όταν φτάσουν κάνουν ζευγάρι άνδρας και γυναίκα κι όταν φτάνουν στις λίμνες τους βάζουν βαρίδια στα πόδια. Τους ρίχνουν στο βυθό κι εκεί μένουν ώσπου να πεθάνουν.
Αλλά πριν πεθάνουν κάνουν σαν γάμο κι αμέσως ύστερα ξεκολλάν και γυρνάν ανάσκελα και ψοφάν κι από τη γυναίκα βγαίνει ένα έμβρυο κι έτσι καθώς το κορμί της γυναίκας σαπίζει και λιώνει μέσα στη λάσπη απελευθερώνεται ένα έμβρυο και σα μαλακό μαργαριτάρι κάτασπρο και θαμπό και περιτυλιγμένο σε τρεμουλιαστό ασπράδι αρχίζει ν’ ανεβαίνει περιτυλιγμένο στα μαύρα σάλια του σκοταδιού και κολλημένα ξέφτια από πνιγμένους θ’ ανέβει επάνω θα φανεί κι όσο ανεβαίνει γίνεται μικρός άνθρωπος το ανέβασμα κρατάει χρόνια και αιώνες
η Θωμαή συνεπαρμένη μεγάλωσαν τα μάτια της γυαλίζουν από τη θέα κι από πυρετό και σα να βλέπει ένα μικρό ήλιο κοντινό έχει τυφλωθεί. Ο πατέρας σέρνεται κλαίει την φτάνει την παίρνει η Θωμαή πάλι τραγουδά όσα λουλούδια είν’ του Μάη. Μαδημένα ερωτηθήκαν. Κι ολ΄αυτά μ’ αποκριθήκαν. Πως εσύ δεν μ’ αγαπάς.
σα να παίζαν ένα παλιό παιχνίδι χώνει τα χέρια ανάμεσα στα σκέλια του με το άλλο χέρι του τρίβει χαμηλά τη ράχη τον ρωτά εκεί;ο πατέρας κουλουριάζεται. Η μάνα με βιασύνη τους σκεπάζει με μια κουβέρτα κι αγκαλιασμένους τους κρατά τα χέρια της ανοιχτά πάνω στην κουβέρτα και σα πλατάγισμα του αέρα τους κρατά με απλωμένα χέρια γέρνει από πάνω τους και σα να τους νανουρίζει βουρκωμένη τους νανουρίζει κι όλο στρίβει το κεφάλι και παραφυλά μη πλησιάσει κανείς σφίγγεται πάνω στην κουβέρτα να αισθανθεί και σα θηλυκό θηρίο τους προστατεύει τους φυλά συγκινημένη κι άγρια και κάθε τόσο έσκυβε και φιλούσε το γαλάζιο και ιδρωμένο πρόσωπο της Θωμαής. Άστραφτε το άσπρο κορμί της Τεναγκε και κάτι σα γέλια ή εσπερινός.
[Ο Γιατρός Ινεότης βγαίνει και πηγαίνει κι αυτός με τον κόσμο. Έχει σύντροφο ένα γύφτο που ακόνιζε μαχαίρια. Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνουν έμαθαν πως δεν θα πεθάνουν με φυσικό θάνατο και χωρίς να πονέσουν όπως τους είχαν πει. Αλλά με υπολογισμένο και βασανιστικό θάνατο σα να τους τιμωρούσαν - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ ARTWORKS: ]