Τα πιο σημαντικά ποιήματα ήταν ποιήματα που τυλίχθηκαν σαν φυλλώματα επάνω σ’ έναν γερό αφηγηματικό κορμό και τα πιο μεγάλα μυθιστορήματα πλέχθηκαν γύρω από άγουρες, χλωρές ποιητικές ιδέες από το γένος εκείνο της Ποίησης από το οποίο κατάγεται η Θεολογία της Αποκάλυψης του ανθρώπινου λόγου [Γιώργος Χειμωνάς, Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, εκδόσεις Καστανιώτη 1995]
[Έληξε η αμφισβήτηση. Απαφανατίστηκαν οι επαναστάσεις. Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε «πρωτοπορίας» Μια οργιαστική Σιγή εβλάστησε σε όλες τις ρωγμές. Προσέξτε πόσο Ακίνητος είναι αυτός ο Νέος Άνθρωπος, πόσον Αμίλητο Φόνο κουβαλάει μέσα του. Θα έρθουν παιδιά, έφηβοι που θα είναι προορισμένοι για το Συναγερμό του νέου Λόγου. Για λέξεις, δηλαδή, που ποτέ δεν διαπράχθηκαν, για νοήματα που ποτέ δεν ορθολογήθηκαν, για εικόνες που ποτέ δεν μιλήθηκαν. Φοβηθείτε τους!]
Στις αρχές περίπου του αιώνα μας μια σπουδαία «πεζογράφος» - η σπουδαιότερη ίσως της νεώτερης ευρωπαϊκής γραμματείας – η Βιρτζίνια Γουλφ, έλεγε (μεταφέρω από μνήμης το λόγο της):
«Θα έρθει καιρός που θα υποχρεωθούμε ν’ ανακαλύψουμε καινούργιες ονομασίες για κείμενα που κρύβονται πίσω απ’ τον υπότιτλο: μυθιστόρημα.Θα παρουσιαστεί κάποτε ένα βιβλίο, που δεν θα ξέρουμε πώς να το «βαφτίσουμε». Θα έχει τη μορφή μιας γραφής που συνηθίσαμε να τη λέμε «πρόζα», όμως θα πρόκειται για μια αλλόκοτη πρόζα, γραμμένη με πολλά στοιχεία της γραφής που συνηθίσαμε να την λέμε «ποίηση». Ωστόσο, φοβάμαι, πολύ εύκολα θα ξεπεράσουμε την αμηχανία μας, καταλήγοντας στο ανακουφιστικό συμπέρασμα ότι το απειλητικό αυτό βιβλίο δεν μπορεί ν’ ανήκει στην πεζογραφία. Είμαστε πεζογράφοι – και μονάχα εμείς ξέρουμε ν’ αναγνωρίζουμε ό,τι είναι πρόζα, αφού μονάχα εμείς ξέρουμε να γράφουμε πρόζα.
Το βιβλίο αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ποίηση ή, εν πάση περιπτώσει, κάποιο είδος ποίησης.Έχουμε αναγνωρίσει, με μια αδιάφορη γενναιοδωρία, τις πιο ασύδοτες ελευθερίες στους ποιητές, για να επωμισθούμε αποκλειστικά εμείς οι πεζογράφοι, την πιο ανιδιοτελή ανελευθερία: της υποταγής μας στους αυστηρούς κανόνες της σαφήνειας. Διεκδικούμε, με άλλα λόγια, ως αποκλειστικό θεσμικό μας προνόμιο την κορυφαία αρετή του λόγου ως πρώτη αρχή της έννομης γραφής, δηλαδή της αφήγησης: ο λόγος να υποτάσσεται στο λόγο και αθωώνουμε ως ακαταλόγιστη, λόγω μέθης, την παρανομία της ποίησης: ο λόγος να απειθαρχεί στο λόγο.
Θλιβερός σφετερισμός δημιουργικής εξουσίας – αυταρχική καταπάτηση της λογοτεχνικής «ελευθερίας».Ποιος φοβάται την ελευθερία του πεζού λόγου; Εγώ, δηλαδή εκείνος που κινδυνεύει περισσότερο απ’ αυτήν: ο πεζογράφος. Γιατί μονάχα αυτός είναι ικανός να γνωρίζει τους κινδύνους που θα εξαπολύσει μια απελευθέρωση του πεζού λόγου. Κινδύνους, τους οποίους αποκλειστικά ο ίδιος, και κανείς άλλος, είναι υποχρεωμένος ν’ αντιμετωπίσει. Όχι βέβαια για να τους εξουδετερώσει. Το αντίθετο, για να ωφεληθεί από αυτούς, να εμπλουτίσει τη δημιουργία του με αυτούς. Και είναι ένας τέτοιος μόχθος (ή ανικανότητα;) που τον τρομάζει: να τους μεταμορφώσει σε λειτουργίες πολύ πιο σπουδαίες από τη διαβόητη αυτή «σαφήνεια». Πολλές φορές συμβαίνει οι ελευθερίες που εννοώ να μην καταλήγουν στη σαφήνεια. Είναι όμως απόλυτα βέβαιο ότι όλες οι ελευθερίες πάντοτε από μια Σαφήνεια γεννιούνται.
Πιστεύω ότι η νέα γραφή, που ίσως ποτέ δεν θα αποκτήσει το δικό της όνομα, δεν μπορεί παρά να είναι πεζός λόγος. Γιατί, αν τον πεζό λόγο τον απαλλάξουμε από τον ταπεινό ρόλο που μέχρι σήμερα τον αναγκάζαμε να παίζει – δηλαδή το ρόλο του υποζυγίου, του φορτίου φλύαρων λεπτομερειών και ασήμαντων γεγονότων – τότε αυτός ο «επικίνδυνος» πεζός λόγος θα είναι ο μοναδικός που θα μπορεί να υψωθεί ως τον ουρανό: όχι μονάχα με άλματα αλλά, περισσότερο με Έλικες και Σπείρες.
Κιόλας τον διακρίνω μόλις μακριά στον ορίζοντα αυτόν τον παράξενο συγγραφέα. Κι όμως μπορώ με σιγουριά από τώρα να σας βεβαιώσω ότι θα είναι, αυτός μόνον, ικανός να τεντώσει τόσο πολύ την ακτίνα δράσης του, ώστε να καταφέρει να δραματοποιήσει, να ιστορήσει πράγματα, τα οποία μέχρι τώρα κανένας από τους μυθιστοριογράφους μας δεν τόλμησε να γράψει. Ούτε καν διανοήθηκε ότι, προπάντων, γι’ αυτά τα πράγματα θα έπρεπε να μιλήσει: πώς ακούγεται η δύναμη της μουσικής, πώς βλέπονται τα οράματα, τι είναι αισθησιασμός, τι είναι δένδρο, χρώμα. Πώς μπορείς όχι με τα μάτια αλλά με το άγγιγμα να αισθανθείς το πλήθος, πως είναι, πώς ζουν τους πιο σκοτεινούς μας φόβους που αντέχουν να ζουν: εγώ θα σταματούσα εδώ»
Αυτά έλεγε η Βιρτζίνια Γουλφ.
Τώρα, από το τέλος του αιώνα, μπορώ να απαντήσω στη Γουλφ ότι τον βλέπω και εγώ μακριά στον ορίζοντα αυτόν τον συγγραφέα. Αλλά ήταν ένας αιώνας δύσκολος και ταραγμένος, και το τέλος του άγριο και συγκεχυμένο, που έχει θολώσει τη μνήμη μου, την έχει σχεδόν καταλύσει. Δεν θυμάμαι αν αυτός ο συγγραφέας ήρθε ποτέ κοντά μας, αν έζησε μαζί μας –όπως προφήτευε εκείνη- κι ύστερα ξαναγύρισε και στάθηκε πάλι στον ορίζοντα. Ίσως, ποτέ δεν ήρθε και πάντα από μακριά ακούσαμε το λόγο του – να έρχεται μέσα από χάσματα σιωπής ή σαν άναρθρη βοή: ίσως, ένας τέτοιος συγγραφέας να είναι πάντοτε, θα μείνει για πάντα συγγραφέας του ορίζοντα. Θυμάμαι μονάχα ότι πιο σημαντικά ποιήματα ήταν ποιήματα που τυλίχθηκαν σαν φυλλώματα επάνω σ’ έναν γερό αφηγηματικό κορμό, όσο κι αν τον έκρυβαν. Θυμάμαι, ακόμη, ότι τα πιο μεγάλα μυθιστορήματα πλέχθηκαν γύρω από άγουρες, χλωρές ποιητικές ιδέες, από το γένος εκείνο της Ποίησης από το οποίο κατάγεται και η Θεολογία της Αποκάλυψης του ανθρώπινου λόγου.
Και μου περνάει από το νου ότι από γενέσεως της η Λογοτεχνία πορεύτηκε μαζί με τέτοιους, απλησίαστους συγγραφείς του Ορίζοντα ή υπήρξε, εξαιτίας του φόβου της απέναντί τους: «λογοτεχνία», αυτή η δεισιδαιμονία του λόγου να τους εξορκίζει.
[από ομιλία του Γιώργου Χειμωνά με θέμα την πεζογραφία στην Πάτρα το 1994 – περιέχεται στο βιβλίο ΠΟΙΟΝ ΦΟΒΑΤΑΙ Η ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ, εκδόσεις Καστανιώτη 1995 ]
[Κρατώ για την τέχνη ένα παράξενο αίσθημα, ένα συνδυασμό δέους και στοργής κι αυτό ίσως οφείλεται στην ιδέα που έχω για την τέχνη: ότι αποτελεί ένα μοναχικό πάντα φαινόμενο, που έρπει αβοήθητο κι αυτόφωτο στις σκοτεινές παρυφές της ιστορίας και της ομολογημένης γνώσης – είναι ένα άβατο, όπου τα περιβάλλοντα πράγματα και οι άλλες, έξω της τέχνης, δράσεις του ανθρώπου πολύ εξωτερικούς μετασχηματισμούς μπορούν να δεχθούν ή και να επιφέρουν - Γιώργος Χειμωνάς, Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, Εκδόσεις Καστανιώτη,1995]