Είναι χαμένοι για πάντα και δεν θα γυρίσω να τους κοιτάξω κι όσο και να με παρακαλούν δεν θα γυρίσω γιατί έστω ότι υπάρχει ένα χρέος στον άνθρωπο αυτό είναι να πει μια συνταρακτική κι από ηθικό χρέος θα σας πω τρέχει ανάμεσα στον κόσμο που πάει για να πεθάνει αγωνιά μη χάσει τον ακονιστή όλη του η αγωνία. Μη χάσει τον ακονιστή ο ακονιστής αρπάζει τα λόγια του Γιατρού Ινεότης κι από μακριά αρπάζει. Τα παριστάνει στον κόσμο χάθηκε. Φάνηκε και ο Γιατρός Ινεότης φωνάζει αίματα πεύκα ψάχνει να βρει τον ακονιστή μέσα στην ανθρωποθάλασσα μόλις τον δει φωνάζει κι ο γύφτος ορμά στα μπαλκόνια. Ζωντανεύει με κινήσεις και πάλι τον κατάπιαν.(από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1977)
Πρόκειται να έρθει το νέο είδος ανθρώπων, ένα άλλο είδος ξαφνικό. Μια νέα ράτσα κι απόλυτοι θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα. Οι παλιοί άνθρωποι κι αυτός ο τρομαγμένος λαός θα εξαφανιστούν. Κανονίστηκε να πεθάνουν σε μιαν ορισμένη μέρα. Αλλά πρέπει να γυρίσουν ο καθένας στον τόπο του κι εκεί θα πεθάνει. Ιδού:
Η παιδική ζωή του Γιατρού Ινεότη
Η παιδική ζωή του Γιατρού Ινεότη και δυο λάμπες πετρελαίου.Ήταν πόλεμος και τις πήγαιναν από δωμάτιο σε δωμάτιο. Καθόταν στο σκοτάδι και περίμενε να ξανάρθουν. Τα σπίτια ήταν μακριά το ένα από το άλλο στο Ντεπό. Το σπίτι ήταν βουλιαγμένο. Έπρεπε ν’ ανέβεις κι έρποντας ανέβαινες στη χλόη της γης κι έβλεπες τον απογευματινό ήλιο. Ένα βράδυ ήρθε κρυφά ένας και έκλαιγε. Έγειρε πάνω από το μαγκάλι κι εκεί έμεινε όλη τη νύχτα με το παλτό του κι έκλαιγε πάνω από το μαγκάλι. Η παιδική ηλικία ήταν αυτό το βουλιαγμένο σπίτι και κάθε φορά ο ήλιος κυλούσε πάνω στη γλιστερή χλόη κι έφευγε. Κυρίως ήταν η αδελφή του. Ήταν μεγαλύτερη δώδεκα χρονών κι άλλος κανείς. Η χλόη ήταν ένα πλατύ ζώο κι αποκρουστικό πράσινο σαλάχι κυμάτιζε αργά. Σα να είχε ανοίξει ένα μυαλό και χύθηκε εκεί η σκέψη κι ακόμα ζούσε.
Μια μέρα σα να τεντώθηκαν οι τοίχοι και μπήκε η αδελφή ήρθε απ’ έξω και τα μάτια της φεγγοβολούσαν.Είπε πως έμαθε ένα πράγμα που θα του άρεσε πολύ. Αν την πλήρωνε θα του το έλεγε. Της έδωσε. Τότε η αδελφή τραγούδησε ένα ωραίο κι άγνωστο τραγούδι. Αυτό είχε μάθει έξω. Πρώτη φορά που άκουγε μουσική και ταράχθηκε ήθελε να ξανακούσει. Η αδελφή ζήτησε κι άλλη πληρωμή και κάθε φορά ζητούσε. Της έδινε ό,τι είχε και δεν είχε κι άκουγε. Μερικές νύχτες ξυπνούσε από τα ορμητικά και τα λυπητερά αγκαλιάσματα της αδελφής. Ήταν ένα άδειο δωμάτιο βαμμένο σιέλ λαδομπογιά και μαύρα χρυσάνθεμα και μονάχα μια ψάθινη καρέκλα. Εκεί καθόταν η αδελφή κι αυτός στο πάτωμα αλλά μακριά της γιατί τη φοβόταν όταν τραγουδούσε. Όταν του τέλειωσαν ό,τι είχε και δεν είχα παρακαλούσε κι έκλαιγε να του πει το τραγούδι δωρεάν. Όμως η αδελφή αρνιόταν και ποτέ δεν του έκανε αυτή τη χάρη.
Τότε αυτός άρχισε να βγαίνει έξω και σκαρφάλωνε στη χλόη κι έψαχνε να βρει πράγματα γυαλιστερά και χρωματιστά να πληρώσει.Όταν έφερνε τιποτένια πράγματα η αδελφή του τραγουδούσε λίγα λόγια κι επίτηδες σταματούσα απότομα κι έλεγε δεν έχει άλλο τραγούδι μέχρι εδώ πλήρωσες. Μια φορά του ζήτησε πληρωμή να γδυθεί κι εκείνη κατακόκκινη έπαιξε με το πράμα του και ξεκαρδισμένη στα γέλια κι ύστερα του είπε να τη χαϊδέψει εκεί. Κι όλα τα έκαμνε αυτός κι όλα τα έδινε κι άκουγε το τραγούδι. Μετά η αδελφή βαρέθηκε και δεν τραγουδούσε πια ό,τι κι αν της έδινε κι ό,τι κι αν της έταζε. Τότε αυτός με κλάμα. Επειδή είχε δει που πατούσαν μια ψόφια όρνιθα και γελώντας πατούσαν την κοιλιά της κι έβγαινε ένα κακάρισμα όπως όταν ήταν ζωντανή. Πήρε ένα σίδερο το καρφώνει στο λαιμό της η αδελφή γέρνει από την καρέκλα κι έπεσε κάτω. Με μισάνοιχτο στόμα πεθαμένη. Ανέβηκε πάνω της έκλαιγε πατούσε την κοιλιά της το στήθος της κι από την τρύπα του λαιμού έβγαινε αίμα κι ένα γλουγλούκισμα αλλά όχι το τραγούδι.
καίγαν μια σιωπή
μέσα στο πρωί όλο το φωτεινό και ζεστό πρωί. Ο ΓιατρόςΙνεότης είπε με έξαψη. Σα να έλεγε μια αθυροστομία είπε ερεθισμένος αυτός λέγει αφοκρασθήτε σκύβει με ανησυχία και λέει στον ακονιστή και λέει είσαι σαν ένας απεσταλμένος. Ένιωσε αποθάρρυνση κι ένα βάρος αλλά θα χρησιμοποιήσει τον ακονιστή. Που δεν μιλάει αλλά έχει μια φυσική σωματική εξυπνάδα και μιλά με νεύρο. Με κινήσεις ολοζώντανες κι είναι σαν τα λόγια να τρέχουν κάτω από το πετσί του και τα βλέπεις και θα μιλά στους άλλους με τον ακονιστή. Ο Γιατρός Ινεότης φώναξε με αγανάκτηση που η ζωή του βάρυνε από κόπο κι από τώρα άρχιζε η δύσκολη ζωή. Ξαφνικά άδειασε ο κόσμος κι όλοι σώπασαν σαν να άκουσαν. Έφυαν απότομα τον παράτησαν χωρίς να πουν μια λέξη.
Ο Γιατρός Ινεότης διαισθάνθηκε.Όλον τον καιρό τον ετοίμαζαν και με κάποιον έμμεσο τρόπο τον προετοίμαζαν και τον δίδασκαν και τώρα ήρθε η ώρα να τον εγκαταλείψουν και λυπημένοι τον παρέδιδαν έτοιμο. Έφευγαν και γυρνούσαν το κεφάλι τον κοίταζαν με λύπη κι έφυγαν με μα ταπείνωση και πίκρα. Ταπεινωμένοι από μια αδικία ή μιαν αχαριστία χλωμοί από τον εξευτελισμό γράφω το τελευταίο βιβλίο στον κόσμο τους φώναξε με μεγάλη συγκίνηση κι ήταν η πρώτη φορά στην επιδεικτική ζωή του και πρώτη φορά τους εκμυστηρεύτηκε συναισθηματικά και με συγκινημένη ειλικρίνεια. Εκείνοι τον κοίταξαν λίγο με μιαν αγάπη ρημαγμένη κι αμέσως βγήκαν. Αυτή η ιστορία του τέλους αρχίζει με σιωπή κι ύστερα έμαθαν για το δημόσιο θάνατο και τους γυρισμούς θα σας διηγηθώ πριν φώναξε τρομαγμένος ο Γιατρός Ινεότης
ό,τι αξίζει στον άνθρωπο είναι να έχει να πει μια ιστορία συνταρακτική κι εκείνοι που δεν έχουν κι ούτε έχουν καν φανταστεί μια ιστορία. Είναι χαμένοι για πάντα και δεν θα γυρίσω να τους κοιτάξω κι όσο και να με παρακαλούν δεν θα γυρίσω γιατί έστω ότι υπάρχει ένα χρέος στον άνθρωπο αυτό είναι να πει μια συνταρακτική κι από ηθικό χρέος θα σας πω τρέχει ανάμεσα στον κόσμο που πάει για να πεθάνει αγωνιά μη χάσει τον ακονιστή όλη του η αγωνία. Μη χάσει τον ακονιστή ο ακονιστής αρπάζει τα λόγια του Γιατρού Ινεότης κι από μακριά αρπάζει. Τα παριστάνει στον κόσμο χάθηκε. Φάνηκε και ο Γιατρός Ινεότης φωνάζει αίματα πεύκα ψάχνει να βρει τον ακονιστή μέσα στην ανθρωποθάλασσα μόλις τον δει φωνάζει κι ο γύφτος ορμά στα μπαλκόνια. Ζωντανεύει με κινήσεις και πάλι τον κατάπιαν.
Με την ψυχή στο στόμα τον ψάχνει φωνάζει ο γύφτος τον βλέπει από μακριά και τον καθησυχάζει μ’ ένα χαμόγελο.Από μακριά καθησύχαζε τον Γιατρό Ινεότη και μ’ ένα χαμόγελο σχεδόν τρυφερό τον καθησύχαζε πως ανέλαβε αυτός να τους πει ορμά σε σκαλωσιές και χειρονομεί στο πλήθος. ματωμένος και σαν αιματοκυλισμένος και στην πλάτη ο τροχός. Σέρνεται πέφτει χάνεται. Ξαναφαίνεται και αρπάζει τα λόγια και πάντα καθησύχαζε πριν τον Γιατρό Ινεότη και τον ημέρευε με τρυφερό χαμόγελο. Έτσι κυνηγιούνται ανάμεσα στο πλήθος ο Γιατρός Ινεότης με τον ακονιστή και σα να προσπαθούσαν οι δυο τους να περικυκλώσουν το πλήθος. Ο Γιατρός Ινεότης παρασύρθηκε από το σώμα του γύφτου και φωνάζει με διέγερση δυναμώνει το βασάνισμα κι ο γύφτος σπαρταρά. Ο Γιατρός Ινεότης χαίρεται την παντοδυναμία και από μακριά κομμάτιαζε αλύπητα τον ακονιστή.
Παραμελεί αυτό που ήθελε να πει δεν τον ενδιαφέρει πια και με απόλαυση αποδεικνύει τις λέξεις. Ο γύφτος να ψυχομαχά αλλά χαμογελάει τρυφερά στον Γιατρό Ινεότη και πάντα πριν αρχίσει τον καθησύχαζε από μακριά και μ’ ένα πεθαμένο χαμόγελο τον καθησύχαζε πως θα τους πει κι όλα θα προλάβει να τα πει. Ξαφνικά ο Γιατρός Ινεότης γυρνά και δίπλα του καθόταν ο ακονιστής. Από ώρα στεκόταν λυπημένος κι ήρεμος σα σκεφτικός κι ο Γιατρός Ινεότης είδε στη ράχη του ακονιστή δεν ήταν τροχός αλλά είχαν βγει όρθια κόκκαλα από τη ράχη του σα κουβάρι σκελετός καμπούρας και σα μια καρέκλα από κόκκαλα και κατάλαβε πόσο θα υπέφερε και θα πονούσε απ’ αυτό το πράγμα σα μια καρέκλα από χοντρά και ζωντανά κόκκαλα στις άκρες τους ένα χρυσό λαμπύριζε και κόκκινο μεδούλι.
[Ο Γιατρός Ινεότης βγαίνει και πηγαίνει κι αυτός με τον κόσμο. Έχει σύντροφο ένα γύφτο που ακόνιζε μαχαίρια. Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνουν έμαθαν πως δεν θα πεθάνουν με φυσικό θάνατο και χωρίς να πονέσουν όπως τους είχαν πει. Αλλά με υπολογισμένο και βασανιστικό θάνατο σα να τους τιμωρούσαν - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ]