Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια κοπελίτσα άσκημη και φτωχιά που είχε ένα ύψιλον ανάμεσα στα δυο της μάτια που τη λέγαν Σταχτοπούτα κι είχε μια μητριά στρίγγλα σαν τη κακιά μάγισσα μπορεί να ’ταν κι η ίδια η κακιά μάγισσα. Η Σταχτοπούτα ήθελε να πάει σώνει και καλά στον χορό του παλατιού γιατί είχε δει μια φορά στην πλατεία το βασιλόπουλο πάνω στο άτι του και σπαρτάρησε η καρδιά και το κορμί της κι ήθελε τώρα να πάει στο χορό του παλατιού. Τότε ως εκ θαύματος παρουσιάστηκε εμπρός της η νεράιδα της καλής χαράς και τι ρώτησε τι ποθεί περισσότερο στον κόσμο πες μου το και θα στο κάνω –θέλω να πάω στο χορό του παλατιού λέει η Σταχτοπούτα θα πας λέει η νεράιδα και την αγγίζει με τ’ ακροδάχτυλά της που είχαν για νύχια μικρά-μικρά ακτινοβόλα αστέρια θα πας. Και στη στιγμή βρέθηκε η φτωχιά Σταχτοπούτα όμορφη και χρυσοκεντημένη… (όχι δεν είναι μπούρδες Χάρη μου παραμύθι είναι)
Γράφω ένα βιβλίο που με αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω «Πεισίστρατο»: Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση.
Θα πω τώρα για ένα κορίτσι την Χάρη που είναι άσκημη.Τα παιδιά της γειτονιάς την φωνάζουν χάρη ο χάρος όμως την φωνάζουν έτσι γιατί ταιριάζει το όνομά της όχι για τίποτα άλλο θεόσφυλάξοι. Είναι μελαχρινή κι άχαρη τα μάτια της για να σε δουν καλά πρέπει να τα πλησιάσεις πολύ κοντά αλλιώς σε κοιτάν κλειστά και ανάμεσά τους είναι σκαμμένο ένα ύψιλον είναι δυο μισάνοιχτες θύρες απ’ όπου βλέπεις ένα δένδρο μοναχικό ή ένα άστρο στην άκρη του ουρανού πόσο άσχημα είσαι κακομοίρα Χάρη όμως μην κλαις έχεις κάτι από την ομορφιά την έχθρα της. Έχει κορμί άσαρκο έχει καλαμένια ποδάρια χωμένα μέσα σ’ άσπρα γοβάκια γδαρμένα μπροστά έχει κατάμαυρα μαλλιά που ξαπλώνουν στους στενούς ώμους πολλά κι ίσια καλό μου κορίτσι. Σταματάω στα μάτια της γέρνω πολύ κοντά για να με δουν με βλέπεις Χάρη;
Έχει έναν πατέρα άγριο που είναι υδραυλικός κι όλο τη δέρνει και μια βραδιά γύρισε τύφλα στο μεθύσικλώτσησε το τσαγερό που έβραζε πάνω στη σόμπα και χύθηκε το καυτό χαμομήλι στο λαιμό της μικρής Χάρης που τη είχε πάρει ο ύπνος μπρος στην ανοιχτή πορτούλα της σόμπας και η μάνα της που ήταν έγκυα τρόμαξε κι έκανε αποβολή και πέθανε. Η Χάρη βλέπει στο σπασμένο καθρέφτη της κουζίνας το μελανί σημάδι στο λαιμό το ψηλαφάει με το δάχτυλο και κλαίει που έχει στο λαιμό της ένα άσχημο μεγάλο σημάδι και στον αρραβώνα της φιλενάδας της της Γιούλας δεν πήγε γιατί είχε μπλούζα κλειστή μέχρι ψηλά να μη βλέπουν το σημάδι και τη σιχαίνονται. Έκλαψε πιο πολύ για τούτο το σημάδι η Χάρη παρά για την πεθαμένη μάνα της που τα κόκκαλά της είναι τώρα μέσα σ’ ένα γκρίζο κιβώτιο στο νεκροταφείο τους γέλασαν και τα βγάλανε από τον τάφο προτού κλείσει ο χρόνος που πλήρωσαν. Τώρα ο πατέρας της είχε σπιτώσει μια παρδαλή που την βασανίζει πολύ τη Χάρη και κάνει και τη μεγάλη κυρία. Το τσόλι.
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια κοπελίτσα άσκημη και φτωχιά που είχε ένα ύψιλον ανάμεσα στα δυο της μάτια που τη λέγαν Σταχτοπούτακι είχε μια μητριά στρίγγλα σαν τη κακιά μάγισσα μπορεί να ’ταν κι η ίδια η κακιά μάγισσα. Η Σταχτοπούτα ήθελε να πάει σώνει και καλά στον χορό του παλατιού γιατί είχε δει μια φορά στην πλατεία το βασιλόπουλο πάνω στο άτι του και σπαρτάρησε η καρδιά και το κορμί της κι ήθελε τώρα να πάει στο χορό του παλατιού. Τότε ως εκ θαύματος παρουσιάστηκε εμπρός της η νεράιδα της καλής χαράς και τι ρώτησε τι ποθεί περισσότερο στον κόσμο πες μου το και θα στο κάνω –θέλω να πάω στο χορό του παλατιού λέει η Σταχτοπούτα θα πας λέει η νεράιδα και την αγγίζει με τ’ ακροδάχτυλά της που είχαν για νύχια μικρά-μικρά ακτινοβόλα αστέρια θα πας. Και στη στιγμή βρέθηκε η φτωχιά Σταχτοπούτα όμορφη και χρυσοκεντημένη. Της έδωσε ακόμα η νεράιδα μιαν άμαξα από κολοκύθα (όχι δεν είναι μπούρδες Χάρη μου παραμύθι είναι) κι υπηρέτες πολλούς και ξεκίνησε η Σταχτοπούτα πριγκίπισσα σωστή για το παλάτι.
Όμως στο δρόμο εκεί που πήγαινε χαρούμενη κι όμορφη ξαφνικά χάθηκε και η άμαξα κι οι οπλισμένοι υπηρέτες που έμοιαζαν με ναύαρχοικαι βρέθηκε η Σταχτοπούτα στα μισά του δρόμου άσκημη και φτωχιά σαν πρώτα και βάλθηκε να κλαίει με την καρδιά της. Τι συνέβηκε; τούτη η ιστορία έγινε ακριβώς εκείνη την εποχή που χαθήκαν διαπαντός οι νεράιδες και τα ξωτικά και οι δράκοι κι οι στρίγκλες κι έτυχε να γίνει αυτός ο καταποντισμός την ώρα που πήγαινε η Σταχτοπούτα στο παλάτι. Πάνε όλες οι καλοκυρές πάει κι η νεράιδα της καλής χαράς έγινε αέρας και χάθηκε νάτη τώρα η Σταχτοπούτα να κλαίει στα μισά του δρόμου για το παλάτι άσκημη και φτωχιά σαν πρώτα. Αυτό είναι το παραμύθι της Σταχτοπούτας. Η Χάρη είπε όλο χαρά: πάει κι η κακιά μητριά μια κι ήτανε στρίγγλα έγινε αγέρας και χάθηκε. Ύστερα γάλασε ονειροπαρμένη –τι καλά να μην πέθαιναν οι καλοκυρές τι καλά να ζούσαν και σήμερα να ’λεγα θέλω παπούτσια με ψηλό τακούνι να ’λεγα θέλω φόρεμα λιλά με φιόγκο μεγάλο στο στήθος να ’λεγα θέλω να πάω στο θέατρο να ’λεγα θέλω να φύγει το σημάδι μου να ’λεγα θέλω να φάω γαρίδες βραστές και νταν! να γίνονταν ώσπου ν’ ανοιγοκλείσεις τα τσίνορά σου.
Τα δένδρα χειρονομούν ατελείωτα και μιλάν πράσινες λέξεις… Κάθισε πλαι μου και μέσα στα μάτια της καθρεφτιζόταν βουβό το σάλεμα των δένδρων που σκύβαν από πάνω μας
Τυχαίνει μερικές φορές να συγχέουμε τη δυστυχία με τη κακία. Η Χάρη μπήκε μέσα στο δωμάτιο κρατώντας ένα χαρτί κι ένα μπικ. Είχε χλομό κι αδύνατο πρόσωπο κι έτσι που την είδα να στέκεται μπροστά μου με τη βασανισμένη όψη της έτσι μου ήρθε ξαφνικά και τη ρώτησα απότομα θες να βγούμε το απομεσήμερο μια βόλτα στα πευκάκια είναι καλός καιρός –δε ξέρω γιατί της το είπα αυτό κι απόρησα κιόλας με την τραχειά μιλιά μου. Το χέρι της σηκώθηκε αυτόματα κι έκρυψε το μελανί σημάδι στο λαιμό είπε θα ’ρθω. Πήγαμε στα πευκάκια και καθίσαμε πάνω σε μιαν ορθογώνια πέτρα στημένη πλαγιαστά απέναντι στη δύση και μπροστά μας ήταν ένα ξέφωτο στρωμένο με πευκοβελόνες και πατημένες καμπιοσακούλες και μακριά φαινόταν η θάλασσα ήσυχη κι ακίνητη μπορεί να ’ταν και ταραγμένη όμως ήταν πολύ μακριά και φαίνονταν γαλήνια. Τα μάτια της Χάρης γίναν μικρά και γελούσε ψεύτικα κι έβαλα το χέρι μου στη μέση της πλησίασα το πρόσωπό μου στο πρόσωπό της έβλεπα τις σταγονίτσες του ιδρώτα που γυάλιζαν ανάμεσα στις ρίζες των μαλλιών της κι έπαψε να γελάει νιώθοντας το βιαστικό μου χέρι απόμενε σοβαρή κι αλύγιστη με τεντωμένο κορμί έμοιαζε σα να με παραμόνευε και το μικρό της στήθος παλλόταν δυνατά. Κόλλησα το μάγουλό μου στο δικό της και τα νοτισμένα μας δέρματα ανατρίχιασαν και τραβήχτηκε – νευρίασα και την παράτησα κι άρχισα ν’ απαγγέλνω δραματικά:
ποτέ την κατακόμβη μην αφήνεις
κι αν σε διώκουν νέρωνες και διοκλητιανοί
κι αν στ’ αμφιθέατρο όπ’ ο όχλος αλαλάζει
οι πάνθηρες τ’ αδέλφια σου ξεσκίζουν
τις ύβρεις τα μαρτύρια να προτιμάς
την αγωνία να ’χεις πάντα του θανάτου
μα των ρωμαίων τους θεούς μη προσκυνήσεις
μη γελαστείς για των ειδώλων τη λατρεία
ποτέ την κατακόμβη μη ξεχάνεις
μα σιγαλά στης νύχτας τα σκοτάδια
μακριά σου αφήνοντας τα φώτα των οργίων
να τρέχεις το λυχνάρι σου ν’ ανάβεις
πάντοτε το στεφάνι να προσμένεις
στο θυμιατό σου μοσχολίβανο να βάζεις
θα ’ρθει μια μέρα που οι ρωμαίοι θα χαθούνε
κι οι κατακόμβες θε να γίνουν εκκλησίες.
Ύστερα τη ρώτησα τη γνώμη έχεις για την αλεξανδρινή ποίηση: είχε ένα απελπισμένο πρόσωπο κι εγώ συνέχισα βρίσκω τη φιλοσοφία του Ντιλτάι πολύ σωστή εσύ; τα ’χε χαμένα κι έβαλα ξανά το χέρι στη μέση της και την ρώτησα έχεις κανονική περίοδο; το πρόσωπό της φλογίστηκε κι άρπαξε το χέρι μου και το ’σφιξε χώνοντας τα νύχια της στη σάρκα του κι είχε ένα απελπισμένο πρόσωπο. Την τράβηξα επάνω μου κι ένιωσα το τέντωμά της να φεύγει παράλυσε κι αφέθηκε όμως αυτή η εγκατάλειψη με γέμισε αποτροπιασμό κι εκείνη τη στιγμή το μίσησα το άσκημο κορίτσι έτσι που στέναζε και περίμενε και χαλάρωσα τα χέρια μου μια παράφορη οργή μου έφερε το αίμα στο κεφάλι και φώναξα είσαι άσκημη άσκημη και το στόμα σου βρωμάει δε το ’πλυνες καμιά φορά; μ’ έσπρωξε με βία και πετάχτηκε ορθή έτρεμε ολόκληρη χωρίς να γυρίσει να με δει το ’βαλε στα πόδια σκόνταβε κι έπεφτε πάνω στα χαμηλά κλαδιά των πεύκων κι ένα μακρύ κλαδί της αγκίστρωσε το φόρεμα και δυσκολεύτηκε να ελευθερωθεί και σε λίγο χάθηκε. Ξάπλωσα καταγής κι έχωσα το πρόσωπο στις πευκοβελόνες που έβγαζαν μια βαριά μυρωδιά και μια σαύρα στη ρίζα της πέτρας μου έριχνε παγερές ματιές. Δεν ήταν κακία μα δυστυχία απάντησα. Ύστερα πέρασε η ώρα και τα πεύκα βογκούσαν καθώς ο αέρινος πόνος διαπερνούσε το κορμί τους. Τα δένδρα χειρονομούν ατελείωτα και μιλάν πράσινες λέξεις. Ήμουν στην ίδια θέση ξαπλωμένος και σήκωσα το κεφάλι και είδα τον άνθρωπο που στεκότανε πάνω μου ήταν μια γυναίκα από κείνες τις λαϊκές είχε μια κοιλιά φουσκωμένη σαν να ήταν γκαστρωμένη και δεν είχε στήθια ένα πένθιμος θηλυκός Παν. Η φωνή της ήταν ζεστή κι αναπάντεχα γνώριμη είχε έναν τόνο θαμπής μητρικότητας –κλαις αγόρι μου; κάθισε πλάι μου και μέσα στα μάτια της καθρεφτιζόταν βουβό το σάλεμα των δένδρων που σκύβαν από πάνω μας κι είπε θες μ’ ένα εικοσάρι; ναι είπα κλαίγοντας
[Ο Πεισίστρατος είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα. Το «υπερβολικό διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ του]