Συνείδηση είναι η παρουσία του κόσμου μέσα μου και η από μένα τον ίδιο ορατή παρουσία μου μέσα στον κόσμο. Με αυτή την έννοια είναι μια πολλαπλή ενότητα: ολοκλήρωση της εμπειρίας, ώστε να είναι ταυτόχρονα μία και πολλαπλή σε κάθε μία απ’ τις στιγμές της… Περιδίνηση χωρίς ίλιγγο με λέξεις που εικονίζουν ψύχραιμα την έκρηξη αφής του Κόσμου
Ο λόγος ρίζωσε μέσα στο ανθρώπινο σώμα, έγινε στέρεος εγκεφαλικός οργανισμός. Συνείδηση είναι η παρουσία του κόσμου μέσα μου και η από εμένα τον ίδιο ορατή παρουσία μου μέσα στον κόσμο με τον Λόγο που, γεννάται και τρέφεται από την επικοινωνία.! Ιδού:
1ομάθημα για το Λόγο: Ο λόγος γεννάται από την επικοινωνία (αποσπάσματα τη ΦΑΙΝΟΜΕΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, πρώτο από τα «ΕΞΙ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΟΓΟ» του Γιώργου Χειμωνά Ύψιλον 1984)
Η ιστορία του ανθρώπου είναι η ιστορία του λόγου του. Άνθρωπος σημαίνει λόγος, όπως πουλί σημαίνει πέταγμα και σκορπιός δηλητήριο. Η καταγωγή και η αρχή του λόγου, δηλαδή ο λόγος σαν απόκτημα του Είδους και ο λόγος σαν απόκτημα του Προσώπου, ανήκουν στην προϊστορία της ομαδικής και ατομικής ολοκλήρωσης. Ο λόγος ρίζωσε μέσα στο ανθρώπινο σώμα, έγινε στέρεος εγκεφαλικός οργανισμός, αναπτύχθηκε στη σημερινή του εν τέλει μορφή.
Πολλοί ορίζουν τι είναι λόγος: μέσο με το οποίο οι άνθρωποι ανακοινώνουν και ανταλλάσσουν τη σκέψη τους και χάρη στο οποίο προοδεύει η σκέψη και δένονται νοημοσύνη και προσωπικότητα (Fr. Lhermitte). Εργαλείο της σκέψης και μέσο επικοινωνίας, ουσιαστικό στοιχείο της αμοιβαίας κατανόησης, που με αυτό η σκέψη εκφράζεται και αναπτύσσεται (DeAjuriaguerra, Hecaen). Βασικές του οι αξίες επαφής και επικοινωνίας που κατέχει (Revesz). Έξω αμφιβολίας ότι ο λόγος γεννάται και τρέφεται από την επικοινωνία, παίρνει τη μορφή που αυτή επιβάλλει, πλουτίζεται όσο αυτή επιτρέπει. Σίγουρα, το άτομο δεν δημιουργεί δικές του λέξεις, αλλά παίρνει τις λέξεις όπως του τις δίνουν, υπό όρους αυστηρής αισθηματικής-κοινωνικής σχέσης: δεν υπάρχει γλώσσα ατομική. Υπάρχει γλώσσα ομαδική, σύστημα στοιχείων που συνδυάζονται, διασπώνται, ξεναενώνονται σε αναρίθμητους σχηματισμούς κοινής κατανόησης –αυτό μοιάζει να είναι ο λόγος, η πρόταση η λέξη: μία κατασκευή που κρύβει κάτω απ’ τη σφαιρική, λεία μορφή της τον ίλιγγο των χιλιάδων αεικίνητων συστατικών της –αισθητηριακών, αισθηματικών, κινητικών, σημασιακών, αυτοματικών, βουλητικών, ιδεϊκών, ενστικτικών βιολογικών φορτίων, που, όλα αυτά, συναρμολογούνται απέναντι στο Πράγμα για να σχηματίσουν το αστραφτερό, τελειωμένο του σύμβολο: τη λέξη.
Ωστόσο, τι εννοούμε με τον χαρακτηρισμό «σύμβολο»; Κι όλοι εκείνοι οι ορισμοί, που δίνουν στο λόγο την έννοια και την χρησιμότητα του εργαλείου, εργαλείου σκέψης, εργαλείου επικοινωνίας, καλύπτουν την ακέραιη σημασία του; Τι ακριβώς είναι ο λόγος, η λέξη; Τι υπήρξε και τι υπάρχει πριν και πίσω από την τελείωσή τους; Στη συνέχεια θα δούμε το λόγο στην καθαρή του ποιότητα, δηλαδή ως δραστηριότητα της συνείδησης και θα προσπαθήσουμε μ’ αυτόν το φωτισμό να δούμε και την άρνησή του την αφασία. Παρόλο που πάντα θα μας παραμονεύει ο κίνδυνος, αφού χρησιμοποιούμε λέξεις μιλώντας για τις λέξεις.
Αν πούμε ότι ο άνθρωπος είναι ανώτερος από τα ζώα κατά τον λόγο, είναι το ίδιο πρόχειρο όπως όταν μικραίνουμε το λόγο σ’ ένα σύστημα συμβόλων, απ’ όλους παραδεγμένο που υπηρετεί την ανθρώπινη συνεργασία και βοηθά την ανθρώπινη συμβίωση, ως απαραίτητος όρος θεμελίωσης και εξακολούθησής της. Ο άνθρωπος οφείλει την ειδολογική του αποτελεσματικότητα στη δυνατότητά του να βεβαιώνει την ύπαρξή του κάθε στιγμή, στην εναργή επαφή του, στο συνεχές της αντίκρισής του με τον κόσμο: στη συνείδησή του. Συνείδηση είναι η παρουσία του κόσμου μέσα μου και η από μένα τον ίδιο ορατή παρουσία μου μέσα στον κόσμο. Να ανακαλύπτω, ν’ ανακαλύπτω συνεχώς τον εαυτό μου μέσα στα πράγματα, ένα στιγμιαίο σύμπαν αίσθησης, μια διαρκής ταυτόχρονη διαδοχή του εγώ και του εκείνου, χωνεύοντας τον κόσμο, χωνευόμενος μέσα στοκ κόσμο. Σύμφυτη της ζωντανής ύλης, ξεκινά σαν στοιχειώδης προσαρμογή κι ανεβαίνει προς τον άνθρωπο (παράλληλη στην ανάπτυξη του νευρικού συστήματος στα είδη) όπου θα σημάνει την βλάστηση του πνεύματος μέσα στην ύλη, θα αποκαλύψει την ύπαρξη του άλλου, θα αγγείλει την κατάκτηση και την κατοχή του πράγματος, θα ανοίξει χώρο στην εξάπλωση του Εδώ Είναι. Και ο λόγος, πάντοτε μονόλογος, παριστά την έκφραση και την εξάπλωσή της, έσχατη βεβαίωση μιας κατοχής, καθώς και μία πρώτη κατοχή που θα οδηγεί σε μιαν άλλη, τελική κι απόλυτη –που αυτή, δεν μπορεί πια να εκφραστεί με το λόγο.
Αν η Φιλοσοφία διεκδικεί το φαινόμενο της συνείδησης ως ένα από τους ουσιαστικότερους στόχους της, και η Ψυχιατρική ως, σε τελική ανάλυση, νόμιμο αντικείμενό της, η Νευρολογία, από την πλευρά της, έχει το δικαίωμα να το θεωρήσει ως την εγκεφαλικότερη απ’ όλες τις εγκεφαλικές «λειτουργίες», όσο κι αν είναι ανεπαρκής να το μελετήσει με μονάχα τα μέσα της, όπως εξίσου ανεπαρκής είναι και για τη μελέτη του φαινομένου λόγος. Ο XenriEyμας παρέχει ένα τρόπο συνετής προσέγγισης λέγοντας πως συνείδηση δεν είναι μια απλή λειτουργία του Όντος, αλλά η ίδια του η οργάνωση, ως συντεθειμένου για να είναι ταυτόχρονα αντικείμενο και υποκείμενο. Η έννοια συνείδηση συστέλλεται ουσιαστικά στην έννοια ενός δομικού συνόλου του ενεστώτος βιώματος του συνειδησιακού είναι, δηλαδή στην έννοια πεδίο συνείδησης που δεν είναι παρά η οργάνωση της ενεστώσας αισθητής εμπειρίας, η οποία ολοκληρώνει την παρουσία στον κόσμο, την ενεστώσα αναπαράσταση της αντικειμενικής και υποκειμενικής τάξης και τη συγκρότηση του παρόντος. Το συνειδησιακό είναι δεν είναι καθαρό υποκείμενο ούτε απλό αντικείμενο: η σύστασή του είναι διφορούμενη (κλειστό στην οργάνωσή του, ανοιχτό στον κόσμο του), επίσης και ο κανονισμός του και η προβληματική του (είναι, φαίνεσθαι, γίγνεσθαι).
Εκείνο που χαρακτηρίζει το βίωμα είναι ακριβώς η αμφίπλευρη και αμφίδρομη υποκειμενο-αντικειμενική πραγματικότητα –ένα νέο πράγμα που γεννάται από τη σύγχυση δύο άλλων (υποκειμένου και αντικειμένου), χωρίς να πληρούται από εκείνα, παρόλο που τα περιέχει και τα «ζει». Αυτήν την ταυτοποιητική δύναμη που έχει, ή μάλλον είναι η συνείδηση, ο Bergsonαποκαλεί απόλυτο νόμο της συνείδησης. Αλλά είναι ένας γενικός απόλυτος νόμος, ο οποίος πιστοποιεί την αλχημεία παραγωγής πραγματικότητας: η μείξη των πραγμάτων δεν είναι το μείγμα τους, είναι το τρίτο πράγμα –το πράγμα χάνει την ειδική του αυτοτέλεια από τη στιγμή που θα ενωθεί με άλλο πράγμα. Και το πράγμα που προκύπτει να είναι άλλο πράγμα, με μια καινούργια, ίδια του, αυτοτέλεια, έτοιμο να συγχωνευθεί με άλλο πράγμα και να παραγάγει μαζί του άλλο πράγμα –
το απλοϊκό παράδειγμα των αριθμών: ο αριθμός 173 είναι εντελώς και ισότιμα διαφορετικός από τις αριθμητικές ψηφίδες 100 – 70 – 3 που τον απαρτίζουν – το συναίσθημα και η ματαίωση δίνουν γένεση σε μια «τρίτη» λύπη, το έγκλημα και η τιμωρία δίνουν γένεση σε μια «τρίτη» δικαιοσύνη, εγώ και ο άλλος δίνουν γένεση σ’ ένα «τρίτο» πρόσωπο –κι όλα αυτά όχι, καθόλου μέσα από αιτιολογικές συσχετίσεις, αλλά μέσα από ταυτικά και παρόντα διαρθρώματα που τίποτε δεν έχουν παραλείψει. Οι βιωματικές καταστάσεις της πραγματικότητας μπορούν να ζωγραφιστούν σαν ένα μακρύ πτυσσόμενο. Σκεύος, όπως οι κύλινδροι ενός τηλεσκοπίου, ο ένας να εμβάλει στον άλλον κι ο ένας να εκδύεται τον άλλον, κάθε φακός και μια πραγματικότητα φωτός κι όλοι μαζί οι φακοί: ό,τι μπορεί το φως.
Η σύγχυση που ο λόγος μόνο με αντιφάσεις μπορεί να περιγράψει
Πώς θα μπορούσαν οι λέξεις να δώσουν μια τέτοια περιγραφή χωρίς να υποβάλλουν την αίσθηση μιας τρομερής αγωνίας που πρέπει να κατακλύζει την ύπαρξη κατά την ένωσή της με τον κόσμο, να εικονίσουν ψύχραιμες την έκρηξη της αφής του κόσμου των Προσώπων και της Φύσης – πώς θα μπορούσαν εξιστορώντας αυτόν τον πάταγο, να κρατήσουν από την συνείδηση την ησυχία που δεν είναι απάθεια, την τακτικότητα που δεν είναι μηχανιστική, την αμεσότητα που είναι έξω από το χρόνο, την υποτέλεια που είναι κατάκτηση, τη νομοτέλεια που είναι ελευθερία; Το παράδειγμα που αναφέρω παρέχει μιαν ένδειξη του κρυφού πανικού που διατρέχει το λόγο, ενός ζωντανού τρόμου που οι ψυχραντικές και αποπροσωποιητικές κατεργασίες, τις οποίες υπέστη ο λόγος κατά τη μακρόχρονη επικοινωνιακή του διαμόρφωση, δεν κατάφεραν να αμβλύνουν.
Οι αντιλήψεις μας, λέει ο Bergson, αισθήσεις, συγκινήσεις ιδέες, παρουσιάζονται υπό διπλή μορφή:η μια καθαρή, ακριβής αλλά απρόσωπη –το εγώ των καλά καθορισμένων καταστάσεων, που είναι αυτό που κυρίως που μιλά – το θεμελιακό εγώ, όπου η διαδοχή ενέχει σύγχυση αλλά και οργάνωση: ο λόγος δεν μπορεί να αρπάξει την κινητικότητά του ούτε να το προσαρμόσει στα μέτρα του χωρίς να το εκχυδαΐσει –κι όταν το επιχειρήσει, το διαστρέφει, το πλαστογραφεί. Ακόμα παραπάνω, το παράδειγμα αυτό παρέχει την ένδειξη πόσο ασπόνδυλος και υποτελής στους τρόπους ανάπτυξής του είναι ο λόγος –αλλά και υποτελής στους τρόπους χρήσης του… Υποτελής τόσο, ώστε να χάνει τις πραγματικές του αρετές, να κόβεται από τις υπαρξιακές του ρίζες, από την καταγωγή του, έτσι ώστε όταν μιλάμε για το λόγο να μοιάζει πως δεν μιλάμε.
Αν αυτή η οργάνωση μας δίνει την ιδέα μιας τάξης με την οποία η συνείδηση τακτοποιεί τα περιεχόμενά της, φαίνεται εντούτοις αρκετά ελλιπής για να προσδιορίσει επακριβώς τη δόμησή της.Το άνοιγμα της συνείδησης προς τον κόσμο εκκινεί από ένα αίτημα κυριάρχησης και τελειώνει οπωσδήποτε με κυριάρχηση. Η συνείδηση φανερώνεται αυταρχική στην επιβολή της τάξης της στον κόσμο, αδίσταχτη στους χρησμούς της, όμως ποτέ ξένη: εκείνο που πιο πολύ την στηρίζει, προετοιμάζει και διευκολύνει τη συναλλαγή της με τον κόσμο είναι μια aprioriκατάφαση, μια aprioriεπιδοκιμασία των πραγμάτων του κόσμου. Είναι περισσότερο η ιδέα μιας αρμονίας που πρέπει να έχουμε για τη συνείδηση, παρά μιας οργάνωσης. Μιας αρμονίας που φτιάχνεται και ξεφτιάχνεται, χωρίς να κινδυνεύει σε καμιά στιγμή – όσο τόσο μιας κλειστής αρμονίας και οριστικής, όσο ενός καθεστώτος αρμονίας όπου ό,τι υπάρχει δεν υπάρχει παρά σε μιαν ατελείωτη, διαρκή, ρέουσα κίνηση εναρμόνισης.
Χρόνος και Χώρος είναι αντίθετοι προς τη συνείδηση, η συνείδηση, ουσιαστικά εκστατική γνώση, τους καταλύει, αφού συνείδηση είναι παρόν– ένα παρόν που τείνει να εγκατασταθεί για πάντα έξω χρόνου και χώρου, απορροφώντας το ζεύγος υποκείμενο-αντικείμενο, σπάνοντας τους λώρους τους. Η έννοια του Χώρου στη συνείδηση πρέπει ν’ αντικατασταθεί με εκείνην της έκτασης την οποία καταλαμβάνει το πεδίο συνείδησης – κι είναι ακριβώς το κέντρο και οι παρυφές αυτού του πεδίου, η «θεματική» επικράτηση ενός από τα περιεχόμενά του εις βάρος άλλων που απωθούνται προς την περιφέρεια, αυτή η ανισότητα έκτασης του καθενός, που προσδίδει στη συνείδηση την έννοια μιας τοπολογικής οργάνωσής της. Αλλά και η έννοια του Χρόνου πρέπει για τη συνείδηση ν’ αντικατασταθεί με εκείνην της έντασης, με την οποία γίνεται αισθητό το παρόν βίωμα σε διαφορετικές κάθε φορά κλίμακες διαύγειας και εστιασμού – σε διαφορετικές κλίμακες παρόντος.
[Τα κείμενα αυτά του Γιώργου Χειμωνά διδάχθηκαν ως ελεύθερα εκλαϊκευτικά μαθήματα προς ένα ανειδίκευτο πλατύ κοινό. Η πρώτη τους ύλη ήσαν οι παραδόσεις στους φοιτητές και τους ειδικευμένους της Νευρολογίας, εργασίες και διαλέξεις. Βασικός τους άξονας ο λόγος καθώς και οι αδροί κανονισμοί οι οποίοι, κατά την αντίληψη του συγγραφέα τον διέπουν και τον ορίζουν. Κείμενα μάλλον εμπειρικά που κείνται έξω κάθε φανερής ή λανθάνουσας πρόθεσης να μεταγράψουν στα ελληνικά κάποιες κυρίαρχές περί το λόγο γνωστές φιλοσοφικές απόψεις - Γιώργος Χειμωνάς, Εξι μαθήματα για τον Λόγο, Εκδόσεις Ύψιλον 1984]