Όλα είναι δικά σου. Για σένα. Τα ’γραψα για σένα. Τα ’γραψα και τα ’μαθα απ’ έξω. Σου τα είπα για να σου κάνω εντύπωση. Ξενυχτούσα και τα ’γραφα κι ύστερα τ’ αποστήθιζα. Τα ’σβηνα και τα ξανάγραφα. Ύστερα τα μάθαινα απ’ έξω. Να σου κάνω εντύπωση. Πως είμαι άνθρωπος διανοούμενος. Μια μεγαλοφυΐα σχεδόν. Όλα αυτά είναι το μοναδικό μου θέλγητρο. Γιατί δεν με νιώθεις – το θέλγητρό μου σου λέω. Που μ’ αυτό έλεγα πως θα συγκινήσω. Όλα αυτά τα σκέφτηκα για να σε γοητέψω. Έκανα πρόβες στον καθρέφτη για το πώς θα τα πω, για το πώς θα σε κοιτάζω και λίγωνα από ηδονή – από ηδονή καθώς φανταζόμουν την κατάπληξή σου, θα ήσουν γεμάτος θαυμασμό. Στον καθρέφτη – να σε γοητέψω. Μη φεύγεις. Δεν έχω κανέναν. Θα σκοτωθώ.
Γράφω ένα βιβλίο που με αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω «Πεισίστρατο»: Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση.
Το Υπερβολικό διήγημα (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960)
Ο Πεισίστρατος έκλεισε το τετράδιο και με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια.Ύστερα γίνανε θαμπά, άχρωμα, σβήσαν στο τέλος. Έμεινε δίχως μάτια και τραγούδησε σαν ψάλτης βυζαντινός… Κούνησε το χέρι του αργά σα να ευλογούσε, γύρισε στο παράθυρο κι έκανε μια βαθιά μετάνοια. Το ίδιο επίσημα περπάτησε μέσα στο δωμάτιο –ο γαλάζιος μανδύας αυλακώθηκε από κάθετες πτυχές, το πάτωμα έτριξε. Ξανάπε τα ίδια λόγια στον ίδιο μακρόσυρτο τόνο κι άρχισε να κουνάει το κορμί του σα να χόρευε. Σταμάτησε εμπρός μου και ψιθύρισε αμήν και το πρόσωπό του είχε μιαν απόκοσμη σοβαρότητα, μιαν εκστατική έπαρση. Έγινε σιωπή και κανένας δεν κινιόταν. Σαν απομόνη της αυτή η εκκλησιαστική ατμόσφαιρα άρχισε να χαλνά, ξεθώριασε –έμεινε μονάχα η σιωπή κι η ακινησία. Τα μάτια του Πεισίστρατου φάνηκαν πάλι κι άστραφταν, έσκυψε και το πρόσωπό του ήρθε κοντά στο δικό μου και είπε
-Έχεις ένα πρόσωπο – καθαρό.
Η φωνή του είχε τον αιφνίδιο ήχο της χορδής που σπάζει.Πλησίασε πιο πολύ, κόλλησε πάνω μου, ρόγχαζε. Τον έσπρωξα μα εκείνος είχε γατζωθεί πάνω μου – άφησέ με, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ. Μ’ έπιασε πανικός και πάτησα τις φωνές και τραβιόμουν να φύγω κι ο Πεισίστρατος με κρατούσε σφιχτά, είχε σκαρφαλώσει πάνω μου – σε παρακαλώ, σε παρακαλώ. Έκανα μερικά βήματα σέρνοντας μαζί με εκείνον, ένας γελοίος κι απίθανος χορός –ένιωθα μιαν απόγνωση χτυπιόμουν και φώναζα και τον έσπρωχνα. Στο τέλος τα κατάφερα κι απαλλάχτηκα: τινάχθηκε μακριά και στάθηκε αναστατωμένος βαστώντας ασυναίσθητα την κουβέρτα μην πέσει κι έτρεμε – σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ. Όρμησα στην πόρτα, μέσα στα μηνίγγια μου κροτούσε ένα σιδερένιο ρολόι.
-Μη φεύγεις, τσίριζε. Μη φεύγεις. Να, δες (έτρεξε στο κρεβάτι –ο μανδύας του μπλέχθηκε με δυο καρέκλες και τις έριξε με θόρυβο –σήκωσε το στρώμα κι έβγαλε ένα μάτσο χαρτιά και τα σκόρπισε μπροστά μου, άνοιξε μια βαλίτσα -φώναξε δες, δες- κι έβγαλε κι άλλα χαρτιά κι ύστερα κι άλλα από ένα ντουλάπι κι ύστερα πήρε το Ποίημα και το ανέμισε) κι αυτό, κι αυτό. Όλα είναι δικά σου. Για σένα. Τα ’γραψα για σένα. Τα ’γραψα και τα ’μαθα απ’ έξω. Σου τα είπα για να σου κάνω εντύπωση. Ξενυχτούσα και τα ’γραφα κι ύστερα τ’ αποστήθιζα. Τα ’σβηνα και τα ξανάγραφα. Ύστερα τα μάθαινα απ’ έξω. Να σου κάνω εντύπωση. Πως είμαι άνθρωπος διανοούμενος. Μια μεγαλοφυΐα σχεδόν. Όλα αυτά είναι το μοναδικό μου θέλγητρο. Γιατί δεν με νιώθεις – το θέλγητρό μου σου λέω. Που μ’ αυτό έλεγα πως θα συγκινήσω. Όλα αυτά τα σκέφτηκα για να σε γοητέψω. Έκανα πρόβες στον καθρέφτη για το πώς θα τα πω, για το πώς θα σε κοιτάζω και λίγωνα από ηδονή – από ηδονή καθώς φανταζόμουν την κατάπληξή σου, θα ήσουν γεμάτος θαυμασμό. Στον καθρέφτη – να σε γοητέψω. Μη φεύγεις. Δεν έχω κανέναν. Θα σκοτωθώ.
Έκλαιγε – μη φεύγεις. Δε μπορώ μονάχος, θα πεθάνω –και κρατούσε συνέχεια την κουβέρτα μην πέσει. Έφυγα με βιασύνη, στο κάτω πάτωμα άνοιξε μια πόρτα και φάνηκε μια γυναίκα με αραιά ξέπλεκα μαλλιά και μια κόκκινη χτένα στο χέρι και κοίταζε αγριεμένη.
Στον δρόμο που βγήκα ήταν νύχτα και δεν ήξερα τι να κάνω.Το ’βαλα στο τρεχιό μέχρι που λαχάνιασα κι ακούμπησα σ’ ένα στύλο – είχα χωθεί μέσα στα καλντερίμια, με τριγύριζαν χαμηλά βουνά σπιτάκια με φωτισμένες χαραμάδες, με μικρές στενές αυλές. Μια γριά που στεκότανε στην πόρτα της φοβήθηκε που με είδε, σηκώθηκε και πήρε το καρεκλάκι της και μπήκε μέσα βιαστικά. Άρχισα να περπατάω στα τυφλά παραπατώντας – ένας άνδρας πιο πέρα είχε σηκώσει το παντελόνι κι έπλενε τα ποδάρια του, ένα αγόρι του έχυνε νερό μ’ έναν μαστραπά.
-Πώς είστε; ρώτησα μελιστάλαχτα. Ο άνδρας ανασηκώθηκε και το ένα του μπατζάκι έπεσε πάνω στο βρεμένο του ποδάρι –με είδε με υποψία. Έκανα μιαν υπόκλιση.
Το έβαλα πάλι στα πόδια. Δεν ξέρω πόση ώρα έτρεχα, στο τέλος δεν μπορούσα ν’ ανασάνω. Κάθισα στο κατώφλι μιας πόρτας και στήριξα το κεφάλι στον κρύο τοίχο. Οι χαραμάδες γύρω είχανε σβήσει. Όταν συνήλθα μια ξαφνική απόφαση μου κέντρισε το μυαλό –πρέπει να τον ξαναδώ. Τώρα, τώρα, τούτη τη στιγμή, άλλη φορά θα ’ναι αργά. Καθόλου δεν ήξερα το γιατί, μονάχα έλεγα – να τον ξαναδώ.
Από τα παράθυρα της γειτονιάς προβάλλουν γκαζόλαμπες (μα γιατί, κόπηκε το ηλεκτρικό;), οι φλόγες τους καπνίζουν και βάφουν μαύρα τα λαμπογυάλια, τα πρόσωπα φωτίζονται σαν μάσκες με στόματα που χάσκουν και γουρλωμένα μάτια. Κοντά στην πόρτα τουρτουρίζουν καμπούρες γυναίκες λιγνές κρατώντας λάμπες και κεριά, φοράν μακριές φαρδιές νυχτικιές. Ένα αυτοκίνητο νοσοκομειακό στέκει στο δρόμο μ’ ανοιχτές τις πόρτες. Λένε: για το θεό, η μάνα του, πού είναι η μάνα του, για το θεό σας. Από το σπίτι βγαίνει ένα φορείο, το βαστάν δυο άνδρες με άσπρα, μια γριά αρχινάει να φωνάζει. Το σώμα είναι σκεπασμένο με σεντόνι από την κορυφή μέχρι τα νύχια και στο πλάι μονάχα –βγαίνει ένα χέρι μαύρο, απλώνει την παλάμη ακίνητο, τα νύχια γυαλίζουν ελαφρά στο αδύνατο φως του δρόμου σα λαδωμένα, το μικρό δαχτυλάκι είναι διπλωμένο, ο δείχτης μετράει τις σκιές που έχουν πετρώσει, το μεγάλο δάχτυλο τεντώνεται προς τα έξω – το χέρι του μοιάζει σαν να δίνει. Με εγκάρδια λαχτάρα. Το χέρι. Το χέρι. Το αυτοκίνητο κλείνει τις πόρτες, φεύγει. Εννοούσε τοπικόν άνεμο.
-Το ’δες το χέρι; Το ’δες; με ρωτάει κάποιος κοντά μου κι η φωνή του τρέμει.
Το χέρι. Η νύχτα. Ο δρόμος. Τα παράθυρα σκέπασαν τα πρόσωπα. Κι ό,τι άλλο θες.
-Ναι, το είδα, λέω μα κανένας δεν είναι στον δρόμο πια.
Ο δρόμος είναι σκοτεινός, ίσως όλος σιωπή.
Περπατώ, περπατώ εις το δάσος.
-Ποιος είναι;
Μια γυναίκα φάνηκε και με κοίταξε σα να με ήξερε καλά. Με έβλεπε με κλειστό, σκεπασμένο στις άκρες στόμα σαν χαμόγελο ειρωνικό – μα εγώ άκουσα την βαριά φωνή της, που ήχησε πολλαπλασιασμένη στο σκοτάδι και στην σιωπή.
-Είμαι η Ηλέκτρα και τον περιμένω. Μπας και τόνε συνάντησες πουθενά;
-Ψέμματα λες. Αφού η Ηλέκτρα-
Έφερα το χέρι στο μέτωπο κι έδιωξα την αράχνη που ρουφούσε τον ιδρώτα μου. Την είδα που έφυγε γρήγορη και κρύφτηκε κάτω από ένα μεγάλο έπιπλο.
-Σε ξέρω. Τώρα σε γνώρισα –είσαι η κοπέλα που κάθεται στην οδό Αρχιμήδους. Σε ξέρω.
Άφησε ένα γέλιο τσιριχτό, τα χείλια της κλειστά πάντα, όμως εγώ άκουσα το τσιριχτό γέλιο της.
-Ναι.
-Όλα είναι αντιγραμμένα, είπε η γυναίκα ήσυχα. Ακόμα και το ποίημα. Μονάχα που άλλαξες το όνομα και τον ιππότη εσύ τον λες Λεονάρντο, ενώ εκεί το λεν Λεονάρντο.
Παραμέρισε και πίσω της ήταν ένα χέρι υπερφυσικό με ανοιχτά δάχτυλα, το μικρό είναι διπλωμένο, νεκρό χέρι που έδινε.
Εκεί που κάθομαι και όλα είναι μια χαρά, ξαφνικά όλα εξαρθρώνονται κι είναι μπερδεμένα κι ακίνητα, σαν ύστερα από έκρηξη. Μια ομίχλη διαμελίζει τα πράγματα κι ένα χέρι πέφτει με κρότο και κρέμεται μπροστά μου – αυτός είναι ο εφιάλτης μου. Κι από τον ύπνο καμιά φορά ξυπνάω και βλέπω το χέρι να κρέμεται από το κέντρο της οροφής σαν σταλαχτίτης. Μοιάζει με πέτρινο. Πρόσεξα δυο τρεις φορές πως αιωρείται κιόλας λίγο κι αυτό με γέμισε δέος. Όμως θα πάψω να το λέω εφιάλτη. Άρχισα να πιστεύω πως μου γίνεται μια ιερή αποκάλυψη.
Περιμένω μα γαλήνη και ταπεινοσύνη. Στιγμές-στιγμές νιώθω μια θαυμάσια έξαρση. Κάθομαι και βλέπω τον τοίχο. Δεν τον έχουν βάψει καλά. Να εκεί, δίπλα στο κάδρο φαίνονται οι βουρτσιές.
[Ο Πεισίστρατος είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα. Το «υπερβολικό διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ του]