Quantcast
Channel: Χειμωνάς Γιώργος, Εχθρός του Ποιητή, Εκδρομή, Αδελφός, Πεισίστρατος, Γάμος Χτίστες
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Τραγική ηδονή: ό,τι συγκλονίζει τον άνθρωπο είναι πόνος και ό,τι ανασκάπτει τον πόνο είναι ηδονικό

$
0
0
Η ελληνική τραγωδία είναι μια παλίρροια της μνήμης της πτώσης του ανθρώπου, το «προπατορικό του στίγμα: ένας ανεπαίσθητος, διάχυτος έρως του πένθους περιβάλλει ολόκληρη την τραγωδία: όλα τα πρόσωπά της (δράστες, χορός κι εξάγγελοι) αποδέχονται υποφέροντας, αλλά προπαντός ησυχάζοντας – το τετελεσμένο της πτώσης, αναπαύονται, όπως θα έλεγε ο Ηράκλειτος, επιτέλους μέσα στην ακίνητη μνήμη εκείνης της πτώσης, δηλαδή της βάναυσης αποκοπής του ατομικού όντος από το κοινό, παγκόσμιο είναι… Ο Οιδίπους, για παράδειγμα, καταργώντας την όρασή του, καταργεί την ουσία (και τιμωρεί) τον νου του, που αποδείχθηκε ανάξιος του Φωτός. Η κάθαρση εδώ είναι ένα γνωστικό, όχι συγκινησιακό γεγονός: ο Οιδίποδας είναι ένας αυτόχειρας της γνώσης! Τα υπόλοιπα είναι γνωστά: η γέννηση της ατομικής συνείδησης γέννησε το θάνατο, ο θάνατος γέννησε τη συγκίνηση, η συγκίνηση γέννησε την τέχνη. Και η τραγωδία, ως τέχνη του νόστου, μας επαναφέρει στην πρωταρχική, στην πιο καθαρόαιμη μορφή της συγκίνησης, που είναι το πένθος 



Η Ελληνική τραγωδία είναι μια παλίρροια της μνήμης της πτώσης του ανθρώπου, η οποία διαβρέχει την θεολογία, την οντολογία και τη γνωσιολογία –και βέβαια, και την τέχνη του πολιτισμού του. Αλλά πώς επιτυγχάνει –η τραγωδία- να πλησιάζει την οχυρωμένη συγκίνηση των περιφρουρημένων, απαγορευμένων θυμικών εντάσεων και να απελευθερώνει; Γιατί είναι φανερό ότι η συγκίνηση στην τραγωδία είναι ένας αδιαφοροποίητος, ολοθυμικός κατακλυσμός της συνείδησης – ότι δεν είναι η εξιδανικευμένη αντιδραστική συγκίνηση των συγκεκριμένων συγκρουσιακών γεγονότων της τραγωδιακής εξιστόρησης. Αυτή η τελευταία, η άμεση συναισθηματική ανταπόκριση εκ μέρους του θεατού έχει μίαν απευθείας, αιτιώδη σχέση με τα συμβαίνοντα δρώμενα – και χρησιμεύει ως ένας αναγκαίος δίαυλος, για να αναδυθούν στην επιφάνεια οι έγκλειστοι μέσα στον συμπαγή πυρήνα του ψυχικού πλάσματος αθώοι τρόμοι της ύπαρξης του ανθρώπου, καθώς και μια παράτολμη ευφορία της, μια ανομολόγητη (θα την έλεγα χαιρέκακη) ανακούφισή της.
Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, πρέπει ν’ αναζητήσουμε έναν αρχέγονο μηχανισμό άλγους, ο οποίος διεγείρεται κατά την τραγωδία. Και διεγείρεται, επειδή ο ψυχισμός που οργανώθηκε γύρω απ’ το μηχανισμό αυτόν έχει ανάγκη να τον ενεργοποιεί, για να καθαίρεται στο πιο μεγάλο βάθος της αυτογνωσίας του. Ακριβώς, η τραγωδία είναι  μια γεωμετρία του άλγους σ’ αυτό το βάθος της αυτογνωσίας – και εκφράζεται με μια αισθητική κατά την οποία το βάθος υπάρχει στην εντοσθιότητα  της τραγικής παθολογίας και η γεωμετρία εξασφαλίζεται με το Λόγο ως μέτρο για εκείνο που από τη φύση του (ή λόγω της αρχαιότητάς του) δεν υπόκειται σε κανενός είδους μέτρηση. Πρόκειται για μια εγγενή λειτουργία πένθους, για μιαν ευπάθεια εξαιτίας της οντολογικής βλάβης που πρέπει να συνέβη κατά τη γέννηση του ατομικού όντος.
Προσέχοντας από πολύ κοντά τον τραγικό ήρωα, έχεις την αίσθηση ότι αντιστέκεται, αρνείται να παραιτηθεί – όχι ασφαλώς από τη σπουδαία πράξη για την οποία είναι προορισμένος: αρνείται να παραιτηθεί από το άλγος. Υποψιάζεται ότι το πένθος του έχει αρχίσει προτού συμβούν τα άδικα, τα μοιραία γεγονότα (- έτσι κανονίστηκε από πολύ παλιά, ομολογεί αμήχανος ο Διόνυσος στις «Βάκχες»), όλα εκείνα που χρίουν τον τραγικό ήρωα ως όργανο, και ταυτόχρονα θύμα, μιας αποκατάστασης των πραγμάτων, αισθάνεται ότι, παράλληλα με το αδιάλλακτο κίνητρο μιας «έγκυρης» ηθικής τάξης που νομιμοποιεί τις άκαμπτες αποφάσεις του, λειτουργεί και μια εξίσου άκαμπτη, όσο και παράδοξη, εμμονή του προς ένα πένθος Ωσάν το πένθος να είναι ο απαράβατος της πραγματικότητάς του ως συγκεκριμένου, δηλαδή ως μοναδικού και μοναχικού προσώπου. Αυτός, υποστηρίζω, είναι και ο καίριο ορισμός εν γένει του τραγικού ήρωα: να είναι το ευδιάκριτα κεχωρισμένο, περιχαρακωμένο ατομικό ον, το οποίο μέχρι το τέλος θα υπερασπίζεται ανυποχώρητα, το άβατο της ατομικής συνείδησης – για να αφανιστεί στο τέλος μαζί με αυτήν (όπως ο Οιδίπους ή ο Προμηθεύς) ή να διασταλεί ως τα απώτατα όρια της –της ατομικής συνείδησης- και, αγγίζοντάς τα, να εκπνεύσει (όπως η Ηλέκτρα ή η Μήδεια): πάντως ποτέ δεν θα τα υπερβεί.
Το πένθος παράγει και συνεχώς διογκώνει την «ηρωική» δηλαδή την αυτοκτόνο υπεροψία του. Ακόμη περισσότερο: απολαμβάνει το πένθος. Ένας ανεπαίσθητος, διάχυτος έρως του πένθους περιβάλλει ολόκληρη την τραγωδία. Όλα τα πρόσωπά της (δράστες, χορός και εξάγγελοι) αποδέχονται υποφέροντας, αλλά προπαντός ησυχάζοντας – το τετελεσμένος της πτώσης. Αναπαύονται, όπως θα έλεγε ο Ηράκλειτος, επιτέλους μέσα στην ακίνητη μνήμη εκείνης της πτώσης, δηλαδή της βάναυσης αποκοπής του ατομικού όντος από το κοινό, παγκόσμιο είναι: αυτό είναι το «προπατορικό» στίγμα του ανθρώπου, από το οποίο κατάγεται όχι η ενοχή του, όπως ο ίδιος ναρκισσεύτηκε (αν ενοχή είναι η διεκδίκηση της καταστροφής), αλλά το ισόβιο πένθος του.

Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Η γέννηση της ατομικής συνείδησης γέννησε το θάνατο. Ο θάνατος γέννησε τη συγκίνηση. Η συγκίνηση γέννησε την τέχνη. Και η τραγωδία, ως τέχνη νόστου, μας επαναφέρει στην πρωταρχική, στην πιο καθαρόαιμη μορφή της συγκίνησης, που είναι το πένθος. Μνημονεύει κάθε φορά την έκτοτε αμετάκλητη, δυσοίωνη προφητεία: ό,τι θα συγκλονίζει τον άνθρωπο θα είναι πόνος. Και ό,τι θα ανασκάπτει τον πόνο θα είναι ηδονικό. Ας είναι αυτός ένας από τους ορισμούς της τραγωδιακής αμφιθυμίας, που είναι γνωστή ως τραγική ηδονή.

Αναφέρω μερικές τραγωδίες που τις θεωρώ πρότυπα των γνωσιολογικών και οντολογικών ενεργειών οι οποίες ενευρώνουν τους ιστούς της ελληνικής τραγωδίας, αφού παραμερίσω την θεολογική έμφαση του Αισχύλου, με τραγωδία πρότυπο τις «Ευμενίδες» της «Ορέστειας» (αλλά και τον αποσπασματικό «Προμηθέα»). Θέλω να σταθώ στον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή ως τραγωδία-πρότυπο της γνωσιολογικής μέριμνας του τραγικού λόγου και στις «Βάκχες» του Ευριπίδη ως τραγωδία-πρότυπο της οντολογικής άρθρωσης αυτού του λόγου – αλλά θα πω και για την «Ηλέκτρα».

Ο Οιδίποδας με την τύφλωσή του παλινδρομεί στην λησμονημένη κοινή ετυμολογία του οράω: βλέπω και του οίδα: γνωτρίζω από το παλιό ρήμα είδω, που κάποτε σήμαινε και το δύο μαζί. Η γνώση είναι όραση –όταν η όραση δει, ο λόγος δεν θα υπάρχει πια. Ο Οιδίποδας πορεύεται προς τη γνώση από την αρχή τυφλός, αφού το μοναδικό γνωστικό όργανο που διαθέτει (= που διαθέτουμε) είναι ο λόγος και είναι μια πορεία αργή, επίπονη – γιατί ο λόγος έρπει στα σκοτεινά, συναρμολογεί ανήσυχος τους ξαφνικούς ήχους που ακούει. Προφυλάγεται από ένα φως που δεν είναι αυτός έτοιμος να το δει και οπωσδήποτε είναι ανίκανος να το πει. Όλη αυτή η τραγωδία του σκοταδιού (που είναι το δράμα του Οιδίποδα) πολιορκείται ακατάπαυστα από το εκτυφλωτικό φως ενός ανελέητου Απόλλωνα.

Ο Οιδίπους, καταργώντας την όρασή του, καταργεί στην ουσία (και τιμωρεί) τον νου του, που αποδείχθηκε ανάξιος του Φωτός. Η κάθαρση εδώ είναι ένα γνωστικό, όχι συγκινησιακό γεγονός. Ο Οιδίποδας είναι ένας αυτόχειρας της γνώσης. Στον «Οιδίποδα Τύραννο» συναινούμε στο θεμελιώδες αξίωμα του Σοφοκλή ότι το ον είναι μόνον αν γνωρίζει τι είναι, υποτασσόμαστε στην εξουσία της γνώσης ως απαραβίαστου νόμου της ενσυνείδητης οντολογίας – κατά την πιο κρίσιμη δοκιμασία της, που δεν μπορεί παρά να είναι θέμα γνωστικής προβληματικής.

Ο τραγικός ήρωας στις «Βάκχες» λέγεται Πενθέας, το όνομά του σημαίνει πένθος. Είναι άραγε τυχαίο; Αλλά τι είναι η Βακχεία – ή μάλλον, τι φαίνεται στην Βακχεία; Φαίνεται η πρόκληση προς τα ατομικά όντα να συνενωθούν σ’ ένα συλλογικό ον και η εκστατική ένωση όλου αυτού του θυμικού μάγματος με την φύση, που είναι τα μέλη του Θεού. Ο άνθρωπος απαλλάσσεται από την καταδίκη της ατομικότητας με τρόπους τεχνητούς: με την μέθη του κρασιού, το λιβάνι της Συρίας, τις μουσικές της Φρυγίας, με τις δρόγες, θα λέγαμε σήμερα. Ο Πενθέας αθωώνεται από την ατομικότητά του με ένα άλλο «τεχνητό» μέσο – την τρέλα. Μέσα από αυτήν θα μπορέσει ίσως να ενωθεί ξανά με το συλλογικό, το κοινό είναι, το οποίο μαίνεται κατά τη Βακχεία. Δεν θα φτάσει ως το τέλος: η ατομικότητά του, που ταυτίζεται με την τραγικότητά του (όπως την όρισα) και τη συντηρεί ως το τέρμα της τραγωδιακής διαδρομής, δεν θα διαρραγεί. Απλώς θα μεταμορφωθεί: από αρσενική σε θηλυκή, από ανθρώπινη σε λεόντεια – και έτσι θα πεθάνει σαν ένα ζώο.
Όμως και η μητέρα του, η Αγαύη, η οποία έχει ήδη εισχωρήσει στο κοινό σώμα του Βακχεύοντος Κόσμου – ούτε κι εκείνη θα μπορέσει να παραμείνει εκεί. Είναι αναγκασμένη και αυτή να πληρώσει το τίμημα της πτώσης. Θα επιστρέψει στο τέλος κι αυτή στην ατομικότητά της, θα υποστεί κι αυτή την ποινή του πένθους – αλλά ενός πένθους ανθρώπινου πλέον, μικρού μεγέθους. Με μια τέτοια άξεστη σαφήνεια ο Ευριπίδης μας αφηγείται την ιστορία της ταπείνωσης του θνητού άλγους: το μεγαλόσχημο πένθος της μάνας που έχασε (που σκότωσε, έστω) το παιδί της.

Ας προσέξουμε περισσότερο το παράλογο και μαζί ειρωνικό, αδιέξοδο τέλος των «Βακχών»: αυτός που αποπειράται να ενωθεί με τον κόσμο (Πενθέας) θα πεθάνει. εκείνος που παραιτείται από το δικαίωμα να ενωθεί με τον κόσμο (Αγαύη) θα τιμωρηθεί. Αυτό το αντιφατικό, διασπασμένο, ημιτελές νόημα των «Βακχών» μόνο από μια διαδικασία γνώσης είναι δυνατόν να παραχθεί. Γιατί αυτά ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά της γνώσης: να είναι μετέωρη, χιαστή, ασύμμετρη, ανισόπεδη. Η τέχνη δραματοποιώντας τη γνώση, της προσφέρει την ασυλία της συγκίνησης. Γεμίζοντας με τα δικά της μίγματα τα χάσματα της εννόησης, τελειοποιεί αυθαίρετα, με βάρβαρη πανουργία, τη δεδομένη ατέλεια της γνώσης: ειδικά στις «Βάκχες» ο λόγος της τέχνης αποσύρει την τελευταία στιγμή την προστασία του και εγκαταλείπει αβοήθητον, τέτοιον όπως είναι, τον ακανόνιστο, διάτρητο λόγο της γνώσης.

Η «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη (αλλά μιλώ και για την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλέους και για την «Ηλέκτρα» των «Χοηφόρων» του Αισχύλου) μοιάζει να απομακρύνεται από τις οντολογικές και γνωσιολογικές καταβολές της Γενεαλογίας του Τραγικού –όπως, υπεραπλουστεύοντας, τις σχηματοποίησα προηγουμένως. Με την τραγωδία της Ηλέκτρας ο τραγικός ήρωας κερδίζει την μείζονα αλαζονεία του, κατακτώντας με αυστηρότητα την πλήρη δραματική του αυτάρκεια. Αν η οντολογία της τραγωδίας καταλήγει σ’ ένα αδιέξοδο και η γνωσιολογία της σ’ έναν όλεθρο, η συγκίνηση της τραγωδίας βρίσκει στο δράμα της Ηλέκτρας τους πιο στερεούς, τους πιο οξείς τόνους για να πενθήσει τον Άδικο θρίαμβο της τραγικής Δίκης – μιλώντας για τον Έρωτα του πένθους, την φιλήδονη δικαιοσύνη της Ηλέκτρας είχα στο μυαλό μου. Θέλω να πω: η «Ηλέκτρα» είναι η τραγωδία-πρότυπο για τον ορισμό του τραγικού ήρωα, έτσι όπως από την αρχή επεχείρησα να τον διατυπώσω.


[ΠΗΓΗ: Γιώργος Χειμωνάς, Σημειώσεις για την τραγωδία από την Διεθνή Συνάντηση Αρχαίου Ελληνικού Δράματος στους Δελφούς τον Ιούλιο του 1989, ομιλία που περιέχεται στο βιβλίο ΠΟΙΟΝ ΦΟΒΑΤΑΙ Η ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ, Εκδόσεις Καστανιώτη – Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Η ΛΕΞΗ τεύχος 91, Ιανουάριος 1990]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles