Η ιστορία της Ελένης Ξένου. Η Ελένη λέει δεν ξέρω αν μ’ ακούς. Γι’ αυτό θα μιλήσω σαν να μιλούσα στην κόρη μου. Την άφησα δεκατριών χρονών για να έρθω να ζήσω μαζί σου κι ακόμα δεν την έχω ξαναδεί και ίσως ποτέ δεν θα την ξαναδώ. Ψυχή μου κοριτσάκι μου ποτέ δεν ήμουν σίγουρη. Ότι είχε καταλάβει τι σήμαινε εκείνο το χάρισμα του πορτραίτου. Δεν αγαπάω την τέχνη. Είναι επικίνδυνη για την ζωή. Τίποτε δεν συγκρίνεται με τη ζωή. Όμως εγώ σεβάστηκα τη σχέση του με την τέχνη. Δεν είχε άλλη ζωή από την τέχνη κανέναν άλλο τρόπο να ζει. Πόσες φορές τον λυπήθηκα γι’ αυτό. Ψέματα σου λέω αγάπη μου τίποτε δεν σεβάστηκα. Από δική μου ανάγκη δικό μου όνειρο να οδηγήσω τον έρωτά μου προς αυτόν εκεί όπου θα μπορούσε αυτός να τον ζήσει. Να του δώσει αυτός για τον εαυτό του την μεγάλη του αξία ζώντας τον μέσα στην τέχνη όπως εγώ τον ζούσα με τον ταπεινό μου τρόπο. Θυσίασα το σώμα μου που μονάχα από το δικό του ζούσε το εξόρισα. Το εξαφάνισα από την φυσική μας σχέση και του έδωσα το πορτραίτο μου που ήταν ό,τι από μένα είχε γίνει τέχνη. Ήταν σαν να του έλεγα να δεθεί σε σχέση τέχνης μαζί μου και δέχθηκα εγώ. Αυτή που είμαι εγώ να φύγω από τη ζωή του να πεθάνω για να είναι ελεύθερος να μ’ αγαπήσει όπως αυτός θα ήθελε. Στην πιο πραγματική μου μορφή που ήταν για κείνον ό,τι σ’ εμένα η τέχνη έβλεπε ό,τι από μένα πήρε. (10η συνέχεια από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο Εχθρός του Ποιητή, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1990 – ARTby ANJA Buhrer Reflection)
ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΥΤΕΙ ΓΙΑ ΠΙΟ ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΠΟΥ ΤΟΣΟ ΑΚΡΙΒΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΑ (10ησυνέχεια από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ)
Πόσο δυστυχισμένα πλήρωσα αυτήν την ανόητη ερωτική μου φιλοδοξία. Αλλά αυτός με μόλυνε με φιλοδοξία με την δικιά του απάνθρωπη φιλοδοξία των δημιουργών. Είναι οι πιο αδίστακτοι τύραννοι. Γιατί το απάνθρωπο κίνητρο της δημιουργίας είναι πάντα η δόξα. Η δόξα να άρχεις. Η φιλοδοξία τους είναι να εξουσιάζουν με την τέχνη τους τον κόσμο. Δεν υπάρχει πιο μανιακή πιο ανθεκτική. Ακατάλυτη εξουσία από την εξουσία της τέχνης. Παρόλο που αδιαφορώ για την τέχνη δεν είμαι κυνική δεν εννοώ ποταπές φιλοδοξίες. Αλλά τις πιο ηρωικές και τις πιο άξιες ν’ ανεβούν στην εξουσία. Όμως και για μένα την ερωτευμένη σκύβει η Ελένη και με φιλάει σε όλο μου το πρόσωπο ο έρωτας μου γι’ αυτόν ήταν να βλέπω κάθε φορά γύρω του την φωτεινή αχλύ της δόξας. Μιας δικής μου δόξας που με αυτήν από την αρχή τον περιέβαλλα.
Αγαπάω σημαίνει κάνω ένδοξο έναν άνθρωπο. Είναι η μοναδική δόξα που θα γνωρίσει ο άνθρωπος αυτός σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Καταλαβαίνεις λοιπόν για τι δόξες για ποιες εξουσίες μιλώ. Τώρα που τον έχω στα χέρια μου λέει η Ελένη και μια απεγνωσμένη απόφαση κάνει τα λόγια της ανελέητα ενώ μιλά για έρωτα ευγνωμονώ τον θάνατο. Που τον επέστρεψε σ’ εμένα που τον δικαιούμαι γιατί εγώ γεννήθηκα για να είμαι η ζωή του κι ο θάνατός του. Για να εκπληρώσω ό,τι κρυφό κι ανομολόγητο επόθησε για να τον δικαιώσω. Θα παρηγορήσω την μεγαλομανία του θα την εξαπατήσω. Θα την αναπαύσω μεταμορφώνοντας το θάμβος της δόξας του σε γη. Σε χώμα με γερούς σκληρούς σβώλους.Που τους πιάνεις με το χέρι σου κι ας τολμήσει κανείς να γελάσει μ’ αυτά. Θα σου δώσω ένα βασίλειο. Θα τον κάνω βασιλιά της Ασίας. Ένας Έλληνας βασιλιάς της Ασίας. Της γης σου απ’ όπου κρατά το γένος της μάνας του. Με ένα ιστιοφόρο ταξίδεψαν από την Ρόδο στην απέναντι ακτή της Τουρκίας.
Μια ομάδα από νέους ανθρώπους έτρεχε γύρω από την Ελένη Ξένου. Αυτή έδινε χαμηλόφωνες κοφτές εντολές. Αλλά ήταν διαρκώς σαν αφηρημένη. Καθόλου δεν με πλησίαζε δεν μου ξαναμίλησε. Φορούσε άσπρα μακριά μεταξωτά φορέματα. Ανέμιζαν στον αέρα της θάλασσας. Την έβλεπα να κάθεται μονάχη στο κατάστρωμα μακριά μου. Είχε μια σκοτεινή κατήφεια που την έκαμνε άσχημη. Τα μαλλιά της άσπριζαν κιόλας. Την θυμήθηκα εκείνο το βράδυ στην όπερα της Ρώμης. Λαμποκοπούσε από ομορφιά κι ευτυχία. Φορούσε μια πολύτιμη μαύρη δαντέλλα που ήταν ραμμένη σαν στενή ανδρική ρεντιγκότα με ουρά. Γυρνούσαν και την έβλεπαν. Όλο το πλοίο αντηχούσε μια εκκωφαντική μουσική από τα μεγάφωνα. Βάγκνερ και Βιβάλντι το magnificatτου Τέλεμανν. Οι θρησκευτικές ωδές του Παπαθανασίου η μαύρη συμφωνία του Βρόντου. Αλλά και κλασική ροκ μουσική. Η μουσική απλωνόταν σ’ ολόκληρο το πέλαγος σκέπαζε τους βόγκους των μεγάλων κυμάτων.
Την μουσική την φρόντιζε ένας σιωπηλός νέος άνδρας ο Δώρος.Όταν δεν είχε μουσική τον έβλεπα ν’ αποτραβιέται μόνος και ν’ ακούει από ένα μικρό τρανζίστορ. Χαμηλά και το ακουμπούσε στο αυτί του για να ακούσει. Το epitaphένα παλιό ροκ τραγούδι. Το άκουγε συνέχεια ξανά και ξανά. Ήταν και μια κοπέλα λεγόταν Έρση. Είχε ένα αδύνατο δραματικό πρόσωπο. Αλλά φαινόταν να διασκεδάζει κι έπινε ασταμάτητα βότκα και ούζο. Η Έρση και ο Δώρος ήταν οι μόνοι που πλησίαζαν την Ελένη και συνεννοούνταν μαζί της. Η Έρση καθόταν πάντα πλάι μου. Μου μιλούσε με μια τρυφερή κοροϊδία. Διόρθωνε τα ρούχα μου που τ’ ανασήκωνε ο αέρας. Η Έρση πλησίασε στ’ αυτί μου και μου απάγγειλε. Δεν απάγγελνε αλλά σαν να μου εξομολογιόνταν δικά της πράγματα
ενώ λοιπόν είμαι άρχοντας
και είμαι φτιαγμένος για την διασκέδαση
η φύση με βάρυνε με την μοίρα
να σκέφτομαι δραματικά
να μην ελευθερώνομαι ποτέ από κάτι που κάνω
και αιώνια να δίνω λόγο για τις πράξεις μου
στην ανάγκη και μόνον αυτό
κάνει έναν άνθρωπο άνθρωπο
και μονάχα αυτές οι μαύρες σκέψεις
κάνουν αυτήν την τάξη που ανήκω
αθάνατη
θεέ μου. Ας σταματήσει αυτή η μουσική! ούρλιαξε ξαφνικά η Έρση και σκέπασε τα αυτιά της δεν αντέχω άλλο. Η Ελένη γύρισε και την κοίταξε έντονα κι ο Δώρος έκλεισε τα μεγάφωνα. Η Έρση συνήλθε. Ταραγμένη σύρθηκε στα πόδια της Ελένης και φίλησε την άκρια του λευκού της φορέματος. Συγγνώμη παρακάλεσε κι άρχισε να κλαίει συγγνώμη. Η Έρση γύρισε κοντά μου ησυχασμένη. Ο Δώρος δυνάμωσε ξανά την μουσική. Δεν είναι αυτή η δουλειά του μού είπε κρυφά η Έρση με μια πονηρία έχει άλλο επάγγελμα. Πληρώνεται πανάκριβα είπε με μεθυσμένη κακία. Απάγγειλε πλάι στο αυτί μου
και το κοντάρι εμπήχθηκε στο κορμί του Σαρπηδόνα
εκεί στον μυώνα τον πλατύ όπου παλεύει
η ψυχή του ανθρώπου
στο διάφραγμα που βαστά την βίαιη καρδιά
τους μίσχους της ανάσας. Ο Σαρπηδόνας έπεσε
ακίνητος και μόνο οι παλάμες του
μικρά φτερά που ετρέμαν
οι χούφτες του σφίγγαν κι άφηναν το ματωμένο χώμα
και τέντωσε μ’ έναν λυγμό προς τον αγαπημένο
-Γλαύκε τα όπλα μου μην αφήσεις να μου πάρουν
προστάτεψε το σώμα μου ξένος να μην το πιάσει
φύλαγε το ανέγγιχτο του σκοταδιού μου δίχτυ
Τον έπιασαν τον λέρωσαν τον έσυραν στο χώμα.
Ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίησή του και η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν. Γιατί η Ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία, γι’ αυτό αφανίζεται από κάτι που δεν έχει αιτία. Ποίημα, πάλι, είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του Ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό – Γιώργος Χειμωνάς Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, εκδόσεις Κέδρος 1990)