Παρουσιάστηκαν επτά καμάρες σαν πύλες. Όρθιες ή τρύπιες ημέρες κι όλες μαζί εφαίνονταν ερείπιο υδραγωγείο. Αλλά και σαν αψίδες κολλητές πάνω σε εγνατία κι ετοιμόρροπες οι αποκεφαλισμένες τιτανομαχίες και ρημαγμένες οι μάχες των λαών και σκίστηκαν οι τεντωμένες κνήμες των πολεμιστών κι ανάβλυζαν σκληρά βρύα κι εκείνος ο ταπεινός ήλιος του πηλού. Εφτά άνθρωποι στέκουν στις καμάρες κι ατενίζουν προς τα μέσα. Η αδελφή του παρατηρεί με αδιαφορία. Μ’ εκείνο το βλέμμα σαν πρησμένο των ετοιμοθάνατων. Αλαζονικά ο καθένας κατέχει την κάμαρά του κι όλοι φορούν άσπιλες ενδυμασίες πολέμου και μοιάζαν με ευαγγελιστές με τα ειδικά σημάδια. Ολόισια ακτινοβολούν όπως η αλήθεια την ώρα που πεθαίνει. Ένας πατά πάνω σε αίματα ζώων κι ο εραστής του ο μάντης τον παρακαλεί μη περνάς και του φιλά τα πόδια. Όμως αυτός λυσσομανά και ταράζεται σαν κροταλίας του μεσημεριού και με κλαγγές που μονάχα ο ήλιος μπορεί και βγάζει. (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΑΔΕΛΦΟΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982 – ARTbyIgorMorski )
Εφτά άνθρωποι στέκουν στις καμάρες κι ατενίζουν προς τα μέσα
Ξαφνικά που όλα επρομηνούσαν την βασιλεία της αδελφής! Αλλά αναίτια και άθεα. Σαν την κεραυνοβόλο αρρώστια κι απότομα εκόπασε η αδελφή. Μυστικός μαρασμός και μία μελαγχολία άγνωστη την εμάρανε. Τώρα βαριά σέρνεται η αδελφή με κούραση θανάτου. Κηλίδες έσκασαν επάνω της σαν τα φριχτά σπυριά της Κρήτης και απότομα σημάδια αποκρουστικά πως πια τελείωσε η ερυθρή ζωή της Πολύ προτού συντελεστεί και πριν εκπληρωθεί εκείνο το πάθος της εντολής. Να πει το φως του αδελφού και να τον εκφραστεί. Άδικα άδικα η κόκκινη προβιά θάμπωσε και ετρίφτη Απογυμνώθηκε το κάτισχνο κορμί της και φάνηκε πόσο λιγνή έπεσε καταγής εστέγνωσε. Σαν ένα πετσί μέσα από το καμένο σώμα της ανέμιζε η ψυχή της ξεραμένη στον άνεμο μια πέτσα. Μια βαθιά κι αργή ανάσα γέρνει και σβήνει. Μ’ έναν αδύναμο βόγγο έγειρε η κόκκινη γυναίκα να τελειώσει. Ορφανή του κόσμου όλου κι έλιωσε σαν μια μικρή Δομνή. Καμιάν ανάμνηση πως είχε για αδελφό εκείνον που χτυπήθηκε από την ανώφελη αλλά φαντασμαγορική μοίρα των ανθρώπων. Γιατί υπάρχει ένα χάρισμα που προορίζεται πάντα σ’ έναν αδελφό των ανθρώπων και όχι στους ανθρώπους. Υπάρχει η άβυσσος ανάμεσα στον αδελφό των ανθρώπων και στους ανθρώπους. Αναλύθηκε ξαφνικά και χάθηκε η αδελφή ένα μικρό νερό. Αφήνει μονάχο στο νεκρό της πλάι εκείνον τον αδελφό. Αιώνων ζωντανός αλλά ακίνητος για όλη τη ζωή του κόσμου. Αστράφτει μέσα από τη λαμπερή του σιωπή και μέσα από το μισάνοιχτο χαλί άστραφτε σαν χαράδρα.
παρουσιάστηκαν εφτά καμάρες σαν πύλες. Όρθιες ή τρύπιες ημέρες κι όλες μαζί εφαίνονταν ερείπιο υδραγωγείο. Αλλά και σαν αψίδες κολλητές πάνω σε εγνατία κι ετοιμόρροπες οι αποκεφαλισμένες τιτανομαχίες και ρημαγμένες οι μάχες των λαών και σκίστηκαν οι τεντωμένες κνήμες των πολεμιστών κι ανάβλυζαν σκληρά βρύα κι εκείνος ο ταπεινός ήλιος του πηλού. Εφτά άνθρωποι στέκουν στις καμάρες κι ατενίζουν προς τα μέσα. Η αδελφή του παρατηρεί με αδιαφορία. Μ’ εκείνο το βλέμμα σαν πρησμένο των ετοιμοθάνατων. Αλαζονικά ο καθένας κατέχει την κάμαρά του κι όλοι φορούν άσπιλες ενδυμασίες πολέμου και μοιάζαν με ευαγγελιστές με τα ειδικά σημάδια. Ολόισια ακτινοβολούν όπως η αλήθεια την ώρα που πεθαίνει. Ένας πατά πάνω σε αίματα ζώων κι ο εραστής του ο μάντης τον παρακαλεί μη περνάς και του φιλά τα πόδια. Όμως αυτός λυσσομανά και ταράζεται σαν κροταλίας του μεσημεριού και με κλαγγές που μονάχα ο ήλιος μπορεί και βγάζει. Τρία βουνά κουβαλά επάνω στο κεφάλι του και σειούνται οι βαθιές τους σκιές κι οι χαίτες των δασών τους και πίσω από την ασπίδα έχει κρυμμένες εκκλησίες που με τις χάλκινες καμπάνες τους βοούν κι αγγέλλουνε τον τρόμο. Η υπερκόσμια ασπίδα του έχει ένα ουρανό κι εκεί στη μέση του μάτωνε ακόμα ο κομμένος ομφαλός της νύχτας φεγγάρι το πρωτότοκο
Δεύτερος προβάλλει από την κάμαρα που ονομάζεται.Χειρότερος από τον πρώτο βρίζει λυσσασμένα τον θεό κι αυτός τα βάζει με το θεό κι όχι με τους ανθρώπους. Σηκώνει ψηλά χοντρό εικόνισμα όπου έχει έναν γυμνό άνδρα να κρατά φωτιά και βγάζει μια φωνή ντυμένη στο χρυσάφι θα κάψω
Τρίτος επάνω σε αφηνιασμένο άρμα και τον περιτυλίγει ο σφυριχτός ρόγχος των αλόγωνκαθώς οι ακράτητες αναπνοές τους χυμάν με αφρούς και αίματα μέσα σε σιδερένιες σάλπιγγες που είναι μπηγμένες βαθιά στα ξεσκισμένα τους ρουθούνια σαν αιδοία και στην ασπίδα που λαμποκοπά ένας πολεμιστής που σκαρφαλώνει πάνω στους τρούλους και με ολοζώντανες που τρέμουν συλλαβές ερεθίζει κι αυτός τον θεό να τον καταδιώξει αν τολμά από τα επταπύργια. Τέταρτος άλλος
βαστάζει στη ράχη ένα ολόκληρο αλώνιόπου μανιάζει ένας τυφώνας και βγάζει φωτιές μαύρους καπνούς και το αλώνι περικυκλωμένο φίδια σαν πλεκτάνες φιδιών
Τον πέμπτο λέω αγένειο παιδί κι αφίλητο.Έρχεται από τα βουνά κι έχει μαζί την θηλυκιά του μιαν αίγα που φορά αστραφτερά στολίδια αγαπημένης. Δασύς έφηβος θρεμμένος με στυφνό κι άγρια μούρα και στην ασπίδα του ένας φριχτός αρχάγγελος που ζει από το ωμό κρέας κρατά κάτω από τα νύχια του έναν άνθρωπο και τον κρατά μην κουνηθεί ώστε να τον πετύχει ο θάνατος
Αλλά ο έκτος κι η ασπίδα του σβηστή. Με λυπημένα μάτια σε άλλα οδηγεί
και σιωπά.
Τώρα ο έβδομος
[Εκεί στις έβδομες τις πύλες είναι ο άλλος αδελφός απαίσια μεταμφιεσμένος σε γυναίκα που παριστάνει τη Δίκη και με λάσπες βαφές στην άθλια όψη να φαίνεται γυναίκα. Ολόκληρος σε άσπρα υφάσματα που τον σκεπάζουν από παντού… Ο Αδελφός αμίλητος υψώνει μιαν αμείλιχτη ασπίδα προς τον αποκαθηλωμένο με την άταφη σιωπή και η αιματηρή του στύση αιματώνει τα γυναικεία πέπλα. Μιλά κι αντηχούν οι αιώνες σαν στοές. Θα οδηγώ τον άνθρωπο αυτόν να επιστρέφει να πάρει - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το ΑΔΕΛΦΟ του]