Έπαθε μια περιφρόνηση χύθηκε το πρόσωπό της κι έκαψε τους ώμους και το στέρνο. Χύνονται παντού τα χλωμά του αίματα. Τα χαρακτηριστικά της έλιωσαν σαν πέτρες. Μεταχειρίζεται τα ξένα πρόσωπα που συναντά κι εκείνα που θυμάται. Με βιασύνη και με μια μικροπρέπεια κλέβει κρυφά τους τρόπους των ξένων ανθρώπων και των πραγμάτων. Με νευρικό ζήλο ενστερνίζεται. Παραδίνεται στις επιδράσεις των φυσιογνωμιών κι όπως η θάλασσα που παραδίνεται στις επιδράσεις. Με ακατάσχετες μεταμορφώσεις διαδέχεται τους ανθρώπους. Σαν μια γύρη τη σκορπάν οι άνεμοι που φυσάν από τα ορθάνοικτα παράθυρα… Ψυχή είναι μίμηση σπουδαίου σώματος αλλά υπάρχει μια ατέλεια, μέσα στον άνθρωπο συμβαίνει πάντα μια απόσταση!.. Κόκκινη θρασεία τρίχα κατατρώγει ολόκληρο το σώμα της και μια αισχρή ομορφιά σαν του θεού. Σαν ένα εξάνθημα του ουρανού και γλειμμένο από φιλήδονα ζώα εκείνο το μακρύ τρίχωμα. Γυαλίζει και φέγγει σαν μια φωτιά που πλαγιάζει μετά από μάχη με το νερό και με τον αέρα και γεννήθηκε μια αύρα και βαριά ανάσα αβύσσου… Ένα νησί το σώμα της κι αυτή ν’ αναρριχάται αδιάκοπα κι ένας απερίγραπτος και βουερός οργασμός την τράνταζε… Ο ουρανός ξεσκίζεται και πλατιά λέπια ουρανού σαν του πλατάνου τα φύλλα αιωρούνται και κατασταλάζουν γύρω από τα δυσκίνητα πόδια της… [Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο του Ο ΑΔΕΛΦΟΣ, εκδόσεις Κεδρος 1982 – ART by Slawek Gruca]
Η αδελφή ανεβαίνει με ίλιγγο. Με μαινόμενες σκέψεις που πληγώνουν τον κόσμο.Άλλος τρόπος να παραβιάσεις τον κόσμο δεν είναι παρά να επιβάλεις μια πράξη εν ονόματί του. Εκείνες οι κατακόρυφες πράξεις που γίνονται πάντα με μια μονάχα κίνηση. Συναισθάνεται τα φοβερά εμπόδια και συναισθάνεται πως είναι εμποδισμένη από ένα εμπόδιο βιολογικό και κληρονομικό και μάλλον μνήμη εμποδίου. Μ’ έναν εμετό αρχινά να σκοτώνει ανθρώπους. Συναισθάνεται πως οι άνθρωποι την προείδαν και την προείπαν. Σ’ όλη την ζωή την παραφύλαξαν και την περίμεναν να τους ενσωματωθεί. Ακίνητες μορφές και εξαθλιωμένες την παρακολουθούν μ’ έναν ύπουλο βήχα την περιμένουν με αιματωμένη καρτερία. Χωρίς μνησικακία και χωρίς καμιά σωτηρία και δεν τους καταλογίζει. Αλλά γνωρίζει πως είναι καταδικασμένη σε αιώνια μνήμη ανθρώπων. Αλλά ο φόνος έχει μια πατροπαράδοτη ισχύ και με τον φόνο αναγεννάται και σα να γεννιέται από την αρχή ο δράστης κι ο κόσμος όλος και η ανατολή. Μπαίνει στο δωμάτιο που θα γίνει η σφαγή. Από την οροφή κατέβαινε μια σκάλα κι εκεί βρίσκονταν παρατεταγμένοι πολλοί άνθρωποι. Με μια συναισθηματική προσοχή την παρακολουθούν. Η αδελφή πρόσεξε πως ήταν πιασμένοι από τα χέρια σαν να χόρευαν ακίνητοι πάνω στην σκάλα. Αλλά είδε ότι δεν ήταν χορός αλλά αυτοί οι άνθρωποι ήταν ενωμένοι στα χέρια. Έλειπε το τελικό μέρος του χεριού κι οι καρποί ήταν κολλημένοι μεταξύ τους. Τα χέρια τους συνεχίζονταν από τον έναν στον άλλον. Εκεί που ενώνονταν οι καρποί υπήρχε μια κόκκινη και μια πρησμένη. Κόκκινη ουλή και τα χέρια εκείνα έμοιαζαν με σιδερένιους σωλήνες ενωμένους σαν οξυγονοκολλημένα. Στρέφεται προς τους ανθρώπους. Αλλά είδε πως βρισκόταν στο κέντρο μιας μεγάλης πλατείας. Στις άκριες της πλατείας τα σπίτια έσβηναν και μάλλον γκρεμίζονταν με μια πολύ αργή κατάρρευση.
Στο κέντρο της πλατείας ήταν οι άνθρωποι εκείνοι και σαν να ανήκαν σε άγαλμα. Σαν ν’ ανήκαν σ’ έναν άθλο. Πολλοί άνθρωποι που έγερναν και χύνονταν ακράτητοι παντού σαν ένα κοίτασμα ανθρώπων. Στην κορυφή στεκόταν μια όρθια μορφή. Επιβλητική αλλά επουλωμένη μετά από άγριο βασανισμό. Οι άνθρωποι έστρεφαν και την κοίταζαν με μιαν έκσταση. Αλλά είχαν όλοι μιαν αφύσικη στάση που θα την έλεγες απάνθρωπη. Στριμμένοι και στρεβλωμένοι σχεδόν γονατισμένοι γύρω της αλλά ήταν έτοιμοι να ανασηκωθούν και να ορμήσουν προς τα εμπρός. Αλλά είχαν ανάγκη να κοιτάξουν πίσω τη μορφή για να ορμήσουν. Σαν απαγχονισμένοι και τα εξαρθρωμένα τους κεφάλια έστρεφαν να την βλέπουν απελπισμένοι αλλά εμπνευσμένοι. Μ’ έναν μάταιο και δουλικό ενθουσιασμό. Αλλά τον όφειλαν αποκλειστικά σ’ εκείνην την γιγάντια και τιμωρημένη μορφή. Έσχατοι άνθρωποι και γυρνούσαν να πάρουν τη δύναμη κι αναζωογονημένοι για τελευταία φορά. Αλλά το ξεσήκωμά τους δεν θα κρατήσει πολύ κι ήταν ένα τελευταίο λαμπάδιασμα των μυώνων. Η αδελφή σκοτώνει εκείνους τους ανθρώπους και σα να τους τιμά. Μ’ ένα τσεκούρι αποχωρίζει τα κεφάλια τους που έστρεφαν αλλού. Από τους ξεσκισμένους λαιμούς αλλά δεν βγαίνει αίμα. Ανοιχτές οι άσπρες αρτηρίες και βγαίνει ένας ελαφρός συριγμός και μυρωδιά καμένου λεμονιού. Η αδελφή αισθάνθηκε έρημη και τρόμαξε από τη θέα.
Άλλος τρόπος από το σώμα δεν είναι
Τον καιρό που η αδελφή εκφράζεται από τον αδελφό.Ακατανίκητες βουλές να παρουσιάζεται. Ολόκληρο το αίμα της και σπλάχνα βαθιά ανέβηκαν στην επιφάνειά της. Σαν μια υπεραιμία όλη της η ψυχή αναδύθηκε και άπλωσε κάτω από την όψη της. Άλλος τρόπος από το σώμα δεν είναι. Ψυχή είναι μίμηση σπουδαίου σώματος. Έτσι συνέχεια παρουσιάζεται κι όλο ετοιμάζεται να παρουσιαστεί. Αχνός υγρός αναδίδεται από το φουσκωμένο δέρμα της. Συμβαίνει μία βλάστηση στο σώμα της αδελφής. Αδιόρατα κι από καιρό είχε αρχίσει. Η αδελφή έβγαζε ένα κόκκινο τρίχωμα. Σα να την σκέπασαν πληγωμένα φύκια. Κόκκινη θρασειά τρίχα κατατρώγει ολόκληρο το σώμα της και μια αισχρή ομορφιά σαν του θεού. Σαν ένα εξάνθημα του ουρανού και γλειμμένο από φιλήδονα ζώα εκείνο το μακρύ τρίχωμα. Γυαλίζει και φέγγει σαν μια φωτιά κι ενώνεται σπαράζοντας με το νερό και με τον αέρα και γεννήθηκε μια αύρα και βαριά ανάσα αβύσσου που διαρκώς ανακινεί εκείνο το άπληστο τρίχωμα και σαν ένας αγρός κυματισμός μακρόσυρτη παλίρροια να ζωογονεί ατελείωτα την πελώρια και τρομερή καλλονή εκείνης της αδελφής την ζωντανή και οργισμένη βάτο. Στις ιδρωμένες ρίζες των τριχών βλασταίναν ακατάπαυστα όργανα εμβρύων ζώων. Πρόγονοι του σταριού και των βοτάνων κι έβλεπες που γυαλίζαν τυφλά μάτια καβουριών και τρυφερά ράμφη άγριων πουλιών νύχια μεταξωτά αιλούρων. Λείοι εγκέφαλοι πιθήκων και ξύλινα αυγά δασών κι ήταν η αδελφή αυτή σαν ραντισμένη με σπόρους ζώων και ζωής και η θερμή της κόκκινη υγρασία τους ευνόησε.
Ένα νησί το σώμα της κι αυτή ν’ αναρριχάται αδιάκοπα κι ένας απερίγραπτος και βουερός οργασμός την τράνταζε.Στο ανώμαλό της μέτωπο φυτρώναν δυο κέρατα. Μακριά και καμπύλα και σαν από αλάβαστρο και το κεφάλι της να μοιάζει με λύρα και με όπλο. Τα κέρατα είχαν ένα συνεχές τρεμούλιασμα σαν μια αγωνία. Αγελάδα και ήπειρος κι από το τεράστιο στόμα της στάζει παχύ σάλιο σαν γάλα πικροδάφνης και στο απαλό γύρσιμο του κεφαλιού. Ο ουρανός ξεσκίζεται και πλατιά λέπια ουρανού. Σαν του πλάτανου τα φύλλα του ουρανού αιωρούνται και κατασταλάζουν γύρω από τα δυσκίνητα πόδια της. Βγάζει ένα πορφυρό φως ένα ιώδιο. Οι άνθρωποι νοτισμένοι ακολουθούν τις κόκκινες εκείνες πατημασιές. Τα ίχνη από τις τρομαχτικές οπλές του αδελφού. Η αδελφή έχει χωμένο βαθιά στον κόλπο της ένα χοντρό ξύλο κι αμάραντος φαλλός έρωτας που σαπίζει. Η αδελφή τρέφεται με ανθρώπους. Σκύβει και τα ξινά της χνώτα σκεπάζαν με όνειρο δριμύ τα πρόσωπά τους. Τρίζοντας οι άνθρωποι αφανίζονται μέσα σ’ εκείνο το σαρκοβόρο τρίχωμα θάλασσα των σαργάσσων. Ένα απότομο τίναγμα σαν δίνη. Σαν άγριος παφλασμός μιας φυλλωσιάς κι αυτό δείχνει πως καταποντίστηκαν για πάντα μέσα στο κόκκινο αίμα της. Στις άκριες των χωραφιών αφήνει το χαλί με τον αδελφό. Φριχτά υποφέροντας βγάζει από μέσα της σφίγγεται ν’ αποβάλει κι εγκαταλείπει πίσω της τα μαλακά λείψανα των ανθρώπων σαν πολτοί. Δοξασμένο ζώο από εκείνα που γεννάν έθνη. Εξαίσιο δάσος η αδελφή και το διαπερνά σαν ένα χάραμα ο θαμπός αδελφός. υπάρχει μια ατέλεια. Μέσα στον άνθρωπο συμβαίνει πάντα μια απόσταση. Όσα πράγματα περνάν από άνθρωπο πεθαίνουν. Οδηγεί σε αόμματες εμφανίσεις και τότε τα πράγματα που γεννούνται είναι τα αντίθετα των θαυμάτων. Η απορρόφηση των ανθρώπων δεν ήταν ο τέλειος σκοπός της αδελφής αλλά ήταν μια έμμονη πράξη αλλά μια ενδιάμεση. Εξάμβλωμα αφού η τέλεια πράξη είναι ότι απαιτείται μια ανυπολόγιστη αφθονία ανθρώπων. Αλλά μονάχα ανθρώπους μπορεί να χρησιμοποιεί ο άνθρωπος. Όποια να είναι η ιδέα κι όποια η προφητεία ο άνθρωπος θα χρησιμοποιεί πάντα ανθρώπους και πάντα με ανθρώπους θα επιστρέφει. Τέλος του ανθρώπου οι άνθρωποι.
[Εκεί στις έβδομες τις πύλες είναι ο άλλος αδελφός απαίσια μεταμφιεσμένος σε γυναίκα που παριστάνει τη Δίκη και με λάσπες βαφές στην άθλια όψη να φαίνεται γυναίκα. Ολόκληρος σε άσπρα υφάσματα που τον σκεπάζουν από παντού… Ο Αδελφός αμίλητος υψώνει μιαν αμείλιχτη ασπίδα προς τον αποκαθηλωμένο με την άταφη σιωπή και η αιματηρή του στύση αιματώνει τα γυναικεία πέπλα. Μιλά κι αντηχούν οι αιώνες σαν στοές. Θα οδηγώ τον άνθρωπο αυτόν να επιστρέφει να πάρει - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το ΑΔΕΛΦΟ του]