Αλλά εμένα δεν είναι αυτό που με ενδιαφέρει. Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι ότι ο Ελύτης) κάνει Άσμα το Αξίωμα με το οποίο ο Ιωάννης έκανε κι αυτός θεογονία το Ευαγγέλιό του, με την πρώτη του φράση: «Εν αρχή ην ο Λόγος». Κι όπως ο Ιωάννης, με μια όμοια ποιητική μετάλλαξη, κάνει ευαγγέλιο, δηλαδή ήσυχο λόγο, τον αλλόφρονα λόγο της «Αποκάλυψης» που είχε προηγηθεί. Δεν μου αρκεί το γεγονός ότι μερικοί το υπέθεσαν, πράγματι: εγώ, ο αυταρχικός αναγνώστης των δύο κειμένων, μόνος μου παίρνω το βίαιο ποιητικό δικαίωμα να εγγυηθώ πως αυτή είναι η αλήθεια, δεν μπορεί παρά να είναι. Γιατί τέτοιες βάρβαρες αλήθειες μονάχα ο λόγος συγχωρεί: το Ποίημα γράφεται απ’ όλους τους ποιητές. Ένας ελληνικός λόγος, ο ήσυχος λόγος κι ο ταραγμένος, όπως τον εκφράζει ο Γλωσσοπόρος Ελύτης, αυτός που περιρρότερο από κάθε άλλον σύγχρονό μας δημιουργό κρατάει αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά της γλωσσικής μας ράτσας: τους νεαρούς βοστρύχους των φθόγγων, την αυστηρή κατανομή των ονομάτων, τους συσπασμένους μυς των ρημάτων. Εκείνα τα μισάνοιχτα χείλια της ευσέβειας στο στόμα του ποιήματος [αποσπάσματα από ένα κείμενο του Γιώργου Χειμωνά με αφιερωμένο το ποίημα ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ στον Οδυσσέα Ελύτη – δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό ΧΑΡΤΗΣ το Νοέμβριο του 1992 και συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του ΠΟΙΟΝ ΦΟΒΑΤΑΙ Η ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ, εκδόσεις Καστανιώτη 1995 – ARTbyKaren Divine Photography]
ΑΦΙΕΡΩΣΗ (ενός «ψίθυρου» ποιήματος στον Οδυσσέα Ελύτη)
Σε μια συνομιλία μου με τον Οδυσσέα Ελύτη, όταν μου είπε ότι είχε κατά νου (ή το είχε μόλις δουλέψει, δεν θυμάμαι) να αποδώσει με τη δική του φωνή την ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ – παρατήρησα (εκφράζοντας έναν δικό μου, από παλιά, γενικότερο δισταγμό) αν μας επιτρέπεται να ακουμπάμε την θαυμάσια θαμπή όψη τέτοιων κειμένων – αφού, από μόνη της αυτή η όψη, όπως μας την έχει παραδώσει ο χρόνος, από μόνη της εξακολουθεί (ναι, με όλη της την «θαμπάδα» - και ίσως ακόμη περισσότερο: εξαιτίας αυτής της θαμπάδας), εξακολουθεί να φέγγει μέσα στις κατακόμβες της ελληνικής γλώσσας.
Πριν απαντήσει ο Ελύτης, είχα ήδη αποσύρει μέσα μου αυτό το ερώτημα, καταλαβαίνοντας ξαφνικά ότι εγώ ο ίδιος έπρεπε ν’ απαντήσω και ότι, τουλάχιστον αφηρημένα και απρόσεκτα, το είχα απευθύνει στον ποιητή του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Γιατί ο Ελύτης στο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, μ’ ένα ιδιοφυή γνωστικό τρόπο – και με τη λέξη «γνωστικό» υπαινίσσομαι και τις τρεις της έννοιες: σοφό, μυστικό, γνωσιολογικό – με γνωστικό λοιπόν τρόπο ο Ελύτης αποδεικνύει –κι εδώ πάλι επίτηδες χρησιμοποιώ μια «επιστημονική» λέξη του συρμού- αποδεικνύει πως ο Μαθητής της Ιουδαίας κι ο τρομαγμένος Διδάσκαλος της Πάτμου είναι το ίδιο πρόσωπο.
Μνημονεύω απλώς το κύρος της ατεκμηρίωτης ποίησης έναντι του τεκμαρτού σκεπτικισμού, όσον αφορά τη λησμονημένη σχετική αμφιβολία – που δεν γνωρίζω αν ακόμη εκκρεμεί, στη φιλολογική της βέβαια διάσταση, η οποία θα μπορούσε προπάντων να μας απασχολήσει.
Αλλά εμένα δεν είναι αυτό που με ενδιαφέρει. Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι ότι ο Ελύτης (και αυτό είναι το ποιητικό τεκμήριο –καλλίτερα: τέκμωρ, που εννοώ) κάνει Άσμα το Αξίωμα με το οποίο ο Ιωάννης έκανε κι αυτός θεογονία το Ευαγγέλιό του, με την πρώτη του φράση: «Εν αρχή ην ο Λόγος». Κι όπως ο Ιωάννης, με μια όμοια ποιητική μετάλλαξη, κάνει ευαγγέλιο, δηλαδή ήσυχο λόγο, τον αλλόφρονα λόγο της «Αποκάλυψης» που είχε προηγηθεί. Δεν μου αρκεί το γεγονός ότι μερικοί το υπέθεσαν, πράγματι: εγώ, ο αυταρχικός αναγνώστης των δύο κειμένων, μόνος μου παίρνω το βίαιο ποιητικό δικαίωμα να εγγυηθώ πως αυτή είναι η αλήθεια, δεν μπορεί παρά να είναι. Γιατί τέτοιες βάρβαρες αλήθειες μονάχα ο λόγος συγχωρεί: το Ποίημα γράφεται απ’ όλους τους ποιητές.
Ένας ελληνικός λόγος, ο ήσυχος λόγος κι ο ταραγμένος, όπως τον εκφράζει ο Γλωσσοπόρος Ελύτης, αυτός που περιρρότερο από κάθε άλλον σύγχρονό μας δημιουργό κρατάει αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά της γλωσσικής μας ράτσας: τους νεαρούς βοστρύχους των φθόγγων, την αυστηρή κατανομή των ονομάτων, τους συσπασμένους μυς των ρημάτων.
Εκείνα τα μισάνοιχτα χείλια της ευσέβειας στο στόμα του ποιήματος.
Του αφιερώνω λοιπόν έναν αντίστοιχο της «Αποκάλυψης» του δικό μου ψίθυρο – κάτι σαν τα μικρά, λαϊκά ασημένια τάματα επάνω σε θαυματουργές βυζαντινές Εικόνες.
ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ (για την Ειρήνη Παπά)
Κύριε – εγώ,
η Μολυσμένη των αμαρτιών
στα Σπλάχνα μου αισθάνθηκα την θεότητά σου
-κι έγινα μυροφόρος. Και με Οδυρμούς
μύρα απλώνω εδώ, εμπρός
από τον τάφο Σου. Στα σπλάχνα μου!
-που η νύχτα τα κατέχει. Ακολασία
το Αίμα μου. Σκοτάδι,
θάνατος της σελήνης ο έρως μου
για την αμαρτία. Πάρε τα μάτια μου μαζί
με όλα τα δάκρυά τους – εσύ, που γυμνώνεις
από Φαιές Στολές νεφών
τα κυανά Ρίγη των νερών. Κλίνε
επάνω από το Στεναγμό μου, τον πιο βαρύ
κι από το βάρος της καρδιάς μου. Εσύ
-που Έκαμψες τους ουρανούς
για να χωρέσει το άφατο.
Ποθώ να φιλήσω τα πόδια του – τα Αφίλητα.
Και να τα αναπαύω, βαθειά στον χλωρό τους κόλπο
των Θάμνων μου μαλλιών.
Σούρουπο στον παράδεισο, κι η Εύα –
κρότους Ακούει και ταράζεται
-Ετρόμαξε κι Εκρύφτη.
Σωτήρα μου και των ψυχών σωτήρα.
Ποιος – το Αμάρτημα κουβάρι μου, πονώντας με
θα ξετυλίξει. Στης Τιμωρίας σου
την άβυσσο, πώς – από πού να κρατηθεί
Μην Αποστρέψεις ποτέ το πρόσωπό σου –
βλέπε με, την δούλη σου. Την Δούλα.
Εσύ, το έλεος
Δες με. [Ανδρος, Ιούνιος 1992)
[το κείμενο του Γιώργου Χειμωνά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΧΑΡΤΗΣ το Νοέμβριο του 1992 και συμπεριλαμβάνεται ΠΟΙΟΝ ΦΟΒΑΤΑΙ Η ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ, εκδόσεις Καστανιώτη, 1995]
[Έληξε η αμφισβήτηση. Απαφανατίστηκαν οι επαναστάσεις. Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε «πρωτοπορίας» Μια οργιαστική Σιγή εβλάστησε σε όλες τις ρωγμές. Προσέξτε πόσο Ακίνητος είναι αυτός ο Νέος Άνθρωπος, πόσον Αμίλητο Φόνο κουβαλάει μέσα του. Θα έρθουν παιδιά, έφηβοι που θα είναι προορισμένοι για το Συναγερμό του νέου Λόγου. Για λέξεις, δηλαδή, που ποτέ δεν διαπράχθηκαν, για νοήματα που ποτέ δεν ορθολογήθηκαν, για εικόνες που ποτέ δεν μιλήθηκαν. Φοβηθείτε τους!]