Ένας τυμπανιστής αλλόκοτος στη γωνία έξω από το γήπεδο εκεί που ψηλώνει το χώμα κι αρχίζει μια έρημη έκταση σπαρμένη τσουκνίδες και παλιοσίδερα και μεταχειρισμένα προφυλακτικά και λογής βρομιές. Ήταν πρωί και στεκόταν όρθιος κι έπαιζε στον άδειο εκείνο τόπο ολομόναχος με τον συμμετρικό ήχο του τύμπανου ήταν κι ο πρωινός ήλιος όλα ήταν μια παράξενη εικόνα. Ένας ήχος τυμπάνου στην ερημιά. Πέρασα κοντά του και με κοίταξε χωρίς να σταματήσει είχε ένα γλυκό και πράο πρόσωπο ιησουικό (ένα γλυκό και πράο πρόσωπο στην ερημιά) και ρώτησα ετοιμάζεσαι για την παρέλαση συνάδελφε –γιατί κόντευε η 25 του Μάρτη και μου είπε με αργή και χαμηλή φωνή περιμένω την Αντωνία πήγε στην αγορά να εκεί πέρα κάθομαι μου το ’δωσαν από μέσα τα παιδιά και μου είπανε να παίξω. Ένας ηλίθιος παίζει τύμπανο κι εγώ του είπα πάω στο νοσοκομείο γειά σου κι εκείνος είπε η Αντωνία είναι η αδελφή μου και πήγε στην αγορά. Μέχρι το νοσοκομείο έφτανε ο ήχος του τυμπάνου σαν να ήταν η καρδιά εκείνης της ερημιάς που χτυπούσε κι ένιωσα καθώς άνοιγα τη βαριά θύρα να μπω συμπάθεια για μια μαραμένη Αντωνία καθώς έπιανα το κρύο σίδερο της πόρτας ένιωσα ζεστασιά για την Αντωνία [Ο Τυμπανιστής, από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960 – ART by Gunsan]
ΓΡΑΦΩ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΜΕ ΑΥΤΟ ΘΑ ΒΡΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΩ «Πεισίστρατο»:
Μέσα στη σάλα ήταν πολλοί άνθρωποι κι ήταν κι ένα όμορφο κορίτσι ζαρωμένο σ’ έναν πάγκο φορούσε μαύρο σαλβάρι κι άσπρη μαντήλα στο κεφάλι θα ήταν τουρκάλα είχε όμορφο και χλομό πρόσωπο και κάθε τόσο με το χέρι της τραβούσε πίσω κι έσιαχνε τη μαντήλα και φαινόταν κάθε τόσο ένας ολόασπρος λείος κρόταφος πιο άσπρος και από τη μαντήλα κι έτσι τα μάτια της φαινόταν πιο μαύρα. Τα χέρια μικρά χεράκια και βρώμικα νύχια ήταν ανήσυχα ακουμπούσαν στην κοιλιά και δίπλα της καθόταν ένας γέρος που έσκυβε και κάτι της έλεγε κι η φωνή της ήταν βραχνή και γλυκιά. Κάθε που έμπαινε μέσα κανένας σακάτης κάθε που έφερναν κάποιο κέρινο λιπόσαρκο πράγμα και το απίθωναν με προσοχή στον πάγκο ή το άφηναν καταγής να στενάζει και να σιγοβογγά η φρίκη της έγλειφε τη ράχη με την αγκαθωτή της γλώσσα και τα φρύδια της σμίγαν και το χέρι της κατέβαινε νευρικό με σπασμένα δάχτυλα κάτω από την κοιλιά στο κρυφό μέρος που εγώ το έβλεπα κάτω απ’ το χοντρό σαλβάρι ν’ ανατριχιάζει καθώς το χάιδευε με την μαυλιστική της χούφτα η ήβη.Καθόμουν και κοίταζα και δεν καταλάβαινα αυτή τη χειρονομία. Ύστερα ακούστηκαν απ’ έξω φωνές το σίδερο ήταν μυτερό ήταν σκουριασμένο μπήχτηκε μπροστά πήγε να το πηδήξει ήταν μυτερό θέμου θέμου και πίσω απ’ το θαμπό σμυρισμένο τζάμι της πόρτας σάλεψε ένας εκατόγχειρας κι η πόρτα άνοιξε με πάταγο κι εμφανίστηκε ένας άνθρωπος με εργατική φορεσιά που κρατούσε αγκαλιά ένα κοριτσάκι τόσο δα αναίασθητο με μισόκλειστα μάτια με μια κορδέλα λυμένη στα μαλλιά που κρέμονταν κι ήταν και κόσμος πολύς. Μια νοσοκόμα κι ένας τελειόφοιτος άρπαξαν στα χέρια τους το κορίτσι όμως τα χέρια του εργάτη δεν πέφταν μέναν λυγισμένα και κάναν μια αγκαλιά αδειανή συνέχισαν να να βαστούν αγκαλιαστά παρόλο που του πήρανε το κορίτσι. Άρπαξαν στα χέρια τους το κορίτσι και το φουστάνι που ήταν που ήταν κεντημένο με αστράκια γαλανά ανασηκώθηκε και μπροστά μου και μπροστά στην τουρκάλα και σ’ όλους που μαζεύτηκαν από τις φωνές γύρω λιποψυχισμένοι το φουστάνι του κοριτσιού ανασηκώθηκε κι είδαμε το άτριχο το άγουρο το άνηβο αιδοίο πλημμυρισμένο αίμα μια πληγή στο αιδοίο γεμάτη αίμα πηχτό σχεδόν μαύρο.
Τότε η τουρκάλα άρχισε να τρέμει και τα χέρια της ανέβηκαν στο στόμα πρόλαβαν και δεν άφησαν να βγει η φωνή και πόσο δυνατή την άκουσα την ανήκουστη φωνή. Δίνει μια στην πόρτα και φεύγει από το άσπρο σπίτι τρέχει στο δρόμο φεύγει η μαντήλα ξεφεύγει από τα μαλλιά της και τα μαλλιά λύονται και κυματίζουν στο τρεχιό και βγαίνουν τα μεγάλα παπούτσια της και πετάγονται στην άκρα ανάποδα τρέχει ξυπόλυτη στην άσφαλτο κι αναμαλλιασμένη και μέσα στη σάλα ο γέρος φωνάζει και κανένας δεν καταλαβαίνει τι λέει. Η καρδιά μου χτυπάει νιώθω τον χτύπο της σ’ όλο μου το κορμί κι έτρεξα κι έτρεξα ξοπίσω της μαζί μου τρέχει ένας εχτοετής και δύο νοσοκόμες που έφευγαν εκείνη την ώρα τρέχουν κι εκείνες κι απλώνουν στον αέρα οι κάπες τους μαύρες και κόκκινες όλοι μαζί τρέχουνε πίσω από το κορίτσι που έφευγε. Πηδάει το ρυάκι που είναι γεμάτο βρώμικα κουτιά και μπαίνει στον καινούργιο δρόμο του πανεπιστήμιου και τρέχει κι κει που τρέχει σκοντάφτει και πέφτει καταγής ακούω ένα αναφιλητό και το σαλβάρι έχει σκιστεί βλέπω το λευκό μηρό και την μπαμπακερή κίτρινη κυλόττα. Όμως προσπερνάω και τρέχω ακόμα γιατί δεν ήταν μια φωνή μια ατέλειωτη αγωνία μια θλίψη ασύλληπτη που μ’ αιφνιδίασε με την άγρια αλήθεια της κι έτρεχα να την φτάσω.
Σταματάω πιο πέρα κι ακούω τον τυμπανιστή να χτυπάει με δύναμη το τεντωμένο πετσί νάτος πιο κει στο ψήλωμα μονάχος στον άδειο τόπο νιώθω μια κρυάδα και θέλω να κάνω εμετό. Οι άλλοι έχουν φτάσει σκύβουν και πιάνουν το πεσμένο κορίτσι που ανασαίνει βαριά κι ο εχτοετής, λέει α είναι αυτή – ποια είναι αυτή; φωνάζω από μακριά κι ο εχτοετής με βλέπει παραξενεμένος και μιλάει σα να τα ’χει χαμένα είναι αυτή είχε έρθει πριν μια βδομάδα μια βιοψία δεν θυμάμαι καλά μα είναι αυτή κάτι στον κόλπο της. Άμοιρη δεν ήτανε η χούφτα της ήβης. Το απόγευμα που πέρασα ξανά από κει πάνω στο ψήλωμα δεν ήταν πια ο τυμπανιστής ήταν ένας φαντάρος που ξυνόταν και περίμενε να σκοτεινιάσει για να πάει στις γριές πόρνες που φώλιαζαν πιο πάνω στο δασάκι με τα χαμηλά πεύκα
.
[Ο Πεισίστρατος είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα. Το «υπερβολικό διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ του]