Quantcast
Channel: Χειμωνάς Γιώργος, Εχθρός του Ποιητή, Εκδρομή, Αδελφός, Πεισίστρατος, Γάμος Χτίστες
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

ΤΑ ΦΩΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΑ ΜΕ ΠΟΛΥΧΡΩΜΑ ΧΑΡΤΙΑ, ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΣΩΛΗΝΕΣ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΣΦΑΙΡΑ:

$
0
0

Εκείνη η γυναίκα τον πηγαίνει σ’ ένα δωμάτιο και σφίγγεται πάνω του και τον παρασέρνει και ξαπλώνουν στο χαλί Άγι μου Άγι μου και σφίγγεται πάνω του. Οι μέτοχοι του θανάτου... Το μάτι της πέφτει πάνω από το κεφάλι του στην άκρη του χαλιού. Το χαλί το έχουν στερεωμένο πάνω στο γλιστερό πάτωμα με πινέζες. Η γυναίκα ξεκαρφώνει την πινέζα βογκώντας πως τάχα κουράστηκε υπερβολικά απ’ αυτή την προσπάθεια και μιλάει σαν μωρό. Μπήγει την πινέζα στην άκρη του χεριού του κι αυτός ουρλιάζει κι η γυναίκα πατάει την πινέζα με δύναμη στραβώνοντας το στόμα και την καρφώνει στο χέρι του και ξεφωνίζει με θρίαμβο και κακία. Τώρα σ’ έκανα Άγι. Την σπρώχνει κι αυτή γέρνει στο πλάι με νεκρό πρόσωπο ασάλευτα μάτια…[Η γονατιστή γυναίκα και το κορίτσι που άνοιξε την πόρτα, αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982 – ARTby SPRATT Sam Odd Nerdrum )


Η γονατιστή γυναίκα και το κορίτσι που άνοιξε την πόρτα (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982)
-7-
Ακούστηκαν που έτρεχαν να ανοίξουν φωνάζοντας ένα όνομα κι ένα κορίτσι άνοιξε την πόρτα κι όταν το είδε νόμιζα πως ήταν ο Άγις.Τα φώτα είναι σκεπασμένα με πολύχρωμα χαρτιά. Εκεί ήταν μια γυναίκα με μάσκα καθόταν στην πολυθρόνα και του λέει αν φορούσες μάσκα θα έλεγα πως είσαι ο Άγις. Το ένα του δάχτυλο είναι κιτρινισμένο από τον καπνό. Η γυναίκα βγάζει τη μάσκα και του την φοράει βάλτη και θα πω ήρθε ο Άγις κι εμένα ας με δουν. Κάθεται καταγής κι αγκαλιάζει το ένα του πόδι και του φιλά το γόνατο ο Άγις ο Άγις. Ακούστηκε θόρυβος στη σκάλα και χύνονται μια συντροφιά άντρες και γυναίκες. Γελάν και χορεύουν. Τον βλέπουν στην γωνιά και σταματάν κι ένα ρωτάει ο Άγις; ήρθε ο Άγις; και φαίνονται έτοιμοι να ξεσπάσουν σε πανδαιμόνιο χαράς κι η γονατιστή γυναίκα είπε με ευτυχία ο Άγις. Το κορίτσι που άνοιξε την πόρτα λέει ότι δεν είναι ο Άγις. Σωπαίνουν κι ένας λέει με πονηρό γέλιο ο Άγις είναι. Τρέχει να του βγάλει τη μάσκα.

Εκείνη η γυναίκα αγρίεψε και τον σκεπάζει με το σώμα της αφήστε τον φωνάζει.Το στήθος της μυρίζει ίδρω και ύφασμα καινούργιο. Οι άλλοι τους παρατούν και χορεύουν με κέφι. Ένας σταματά και φωνάζει ο Άγις κι όλοι σταματάν και τον κοιτάζουν και δείχνουν ανυπόμονο ενδιαφέρον. Λέει ο Άγις ο Άγις και διηγιέται μιαν ιστορία με τον Άγι κι όλοι γελάν και φωνάζουν ο Άγις. Χορεύουν πάλι κι ένας σταματά και λέει θυμηθείτε τότε με τον Άγι κι όλοι φωνάζουν ο Άγις. Τότε πυροβόλησε περπατούσε δίκανο και παίρνει Ντέσα δεν είμαι τα πουλιά σωλήνες αυτά είναι άσφαιρα. Άγι Άγι. Γελάν με αγάπη κι ένας φωνάζει ο Άγις τότε. Στην κάμαρα ξαπλωμένοι κι οι τρεις τον καλοπιάνει στην ντουλάπα κρέμασαν κρύφτηκε μα πώς χτυπά η πόρτα πήγαινε πηγαίνει στον άλλο φύγε γιατί πριν πηγαίνει στον άλλο μέχρι το μεσημέρι. Όλοι φωνάζουν ναι ο Άγις ο Άγις άργησε ο Άγις άργησε Άγι άργησες Άγι Άργι Άργι άργησες Άργι Άργι Άργι. Ένας λέει τότε ο Άγις αυλή κάπνιζε νύχτα ο καπνός ανάμεσα ανάβει καμπανάκι της συκιάς κι η γριά τρέχει ο Άγις κλειδώνει. Άγι. Άγι. Άγι.

Αυτός ρωτάει ποιος είναι ο Άγις; ρώτησε πολλές φορές όμως ο διπλανός του πρόσεχε τι έλεγαν για τον Άγικαι δεν τον άκουγε κι ύστερα μόλις γυρνώντας του απαντά νευριασμένος ο Άγις ο Άγις γιατί βιαζόταν να βρει ευκαιρία να μιλήσει κι αυτός για τον Άγι κι είχε αρχίσει κιόλας όμως τον πρόφτασε κάποιος άλλος με πιο δυνατή φωνή. Εκείνη η γυναίκα τον πηγαίνει σ’ ένα δωμάτιο και σφίγγεται πάνω του και τον παρασέρνει και ξαπλώνουν στο χαλί Άγι μου Άγι μου και σφίγγεται πάνω του. Οι μέτοχοι του θανάτου. Η γυναίκα βλέπει το χέρι του κι αποτραβιέται και λέει σκεφτική σα να μιλάει στον εαυτό της δείχνει με το δάχτυλο πάνω στο χέρι του λέει το μικρό στρογγυλό σημαδάκι. Σα να μην καταλαβαίνει και ψάχνει και στο άλλο χέρι και λέει όχι όχι σ’ αυτό το χέρι και ξαναπιάνει εκείνο το χέρι του το θυμάται από κάψιμο. Το μάτι της πέφτει πάνω από το κεφάλι του στην άκρη του χαλιού.

Το χαλί το έχουν στερεωμένο πάνω στο γλιστερό πάτωμα με πινέζες.Η γυναίκα ξεκαρφώνει την πινέζα βογκώντας πως τάχα κουράστηκε υπερβολικά απ’ αυτή την προσπάθεια και μιλάει σαν μωρό. Μπήγει την πινέζα στην άκρη του χεριού του κι αυτός ουρλιάζει κι η γυναίκα πατάει την πινέζα με δύναμη στραβώνοντας το στόμα και την καρφώνει στο χέρι του και ξεφωνίζει με θρίαμβο και κακία. Τώρα σ’ έκανα Άγι. Την σπρώχνει κι αυτή γέρνει στο πλάι με νεκρό πρόσωπο ασάλευτα μάτια. Βγαίνει έξω κι όλοι φωνάζουν Άγι Άγι βγαίνει στο δρόμο. Οι σκιές τους προβάλλουν στο κλειστό παράθυρο κι οι κορφές των κεφαλιών τους ανεβοκατεβαίνουν μεγαλώνοντας. Βγαίνει στο δρόμο. Είναι ακόμα μακριά. Κάθεται καταγής. Ξεκινάν για να έρθουν να τον βρουν ξεκινάν κι αργούν και δεν τους αφήνει από τα μάτια του. Πέρασαν οι ώρες κι ο ήλιος βγήκε και μαζεύτηκε γύρω του κόσμος που τους παρακολουθεί που έρχονται και δεν θέλουν να χάσουν τη στιγμή της συνάντησης σαν θέαμα συνηθισμένο αλλά ενδιαφέρον πάντα.

Τα πρωινά έχουν πάντα από πρωινό συναγερμό της κατοχής κι από σχολική εκδρομή κι όταν ήταν στο στρατό τα γυμνάσια το πρωί.Ο καθαρός ουρανός κι ο ήλιος το δροσερό αεράκι. Ήρθαν και τον τριγυρνάν κι έκρυψαν τον ουρανό και τους ανθρώπους κι ένας που κρύβεται από πίσω τους και δεν μπορεί να τον διακρίνει και μόνο το παπούτσι του φαίνεται ή ο αγκώνας του ή ένα μέρος απ’ τα μαλλιά του. Του λεν σας ψάχνουμε όλη νύχτα θα ’ρθουμε στην εκδρομή. Τους λέει κοιτάξτε και δείχνει δείτε τι μου ’καναν δείτε και δείχνει. Ναι λεν αυτοί και δεν σκύβουν μόνο λένε ναι. Η δυσκολία ήταν να βρεθούν οι αντικαταστάτες μας όμως είναι ζήτημα ωρών. Δείτε δείτε ξαναλέει και δείχνει. Ναι λεν αυτοί και πλησιάζουν που τα γόνατά τους ακουμπούν στην πλάτη τους στους ώμους του ναι. Από πάνω του τα κεφάλια τους ενώθηκαν σαν σκοτεινός τρούλος εκκλησίας.

ΚΡΥΦΤΟ. Φεύγουν και κρύβονται και μόλις γυρίσει το κεφάλι εξαφανίζονται νυχοπατώντας και φανερώνονται έξαφνα με θόρυβο και γελώντας. Σήκωσε τα μάτια και τους πρόλαβε που είχαν σηκωθεί σιγά-σιγά κι έχουν παραταχθεί στον τοίχο έτοιμοι να φύγουν τον κοιτάζουν λοξά κι η νοσοκόμα είχε κιόλας προχωρήσει μακρύτερα απ’ τους άλλους. Πάτησαν τα γέλια που τους έπιασε και κάθισαν με χειρονομίες κωμικής απελπισίας. Τους βρίσκω φυσικό τους λέει κι όχι αυτό δεν το λέω με πικρή συγκατάβαση φυσικό κι ο οίκτος δίνει το δικαίωμα της κακίας κι η αναγκαστική. Από εσωτερικό λόγο αναγκαστική και η άλλη βέβαια αλλά κυρίως αυτή η αναγκαστική συμβίωση γεννάει μιαν επιθυμία τυραννίας σας καταλαβαίνω κι ύστερα μετανιώνουμε. Είναι ανθρώπινο κι ένας γνωστός μου καλότατος άνθρωπος φιλοξενούσε μια μακρινή συγγενή του. Μια γριά με σπασμένη τη σπονδυλική στήλη και διπλωμένη στα δυο φτωχιά κι έρημη και την είχε φέρει από την Χαλκίδα κι είχε κάνει όλα τα έξοδα και την τάιζε κι εκείνη τον προσκυνούσε ευεργέτη της.

Αυτή η γριά σακάτισσα ήταν πολύ θρήσκα κι όλο προσευχόταν από εκείνες τις παλιές γυναίκες της προσφυγιάςκι εκείνος της πετούσε τσουχτερά λόγια για την πίστη της κι έβριζε το θεό κι όχι πως δεν πίστευε ο ίδιος κι ήταν αδιάφορος σ’ αυτό το ζήτημα όπως ο περισσότερος κόσμος κι ούτε για διασκέδαση. Από γνήσια κακία παρόλο που ήταν ο ευεργέτης της χωρίς να είναι υποχρεωμένος και καλοπροαίρετος και κάθε φορά που ερχόταν απέξω της φιλούσε το χέρι και το έκαμνε ειλικρινά γιατί αυτό το χειροφίλημα την ευχαριστούσε και την συγκινούσε. Και γινόταν πυρ και μανία που η γριά δεν μιλούσε και η κακόμοιρα θύμωνε και σάστιζε και δεν της πήγαινε να αντιμιλήσει από ευγνωμοσύνη. Μια φορά η γριά δεν κρατήθηκε και του φώναξε με αγανάκτηση αφού το λέει το ευαγγέλιο κι αμέσως ντράπηκε και βγήκε στο μπαλκόνι με το αίμα στο κεφάλι. Συγχυσμένη και μετανιωμένη κι έκαμνε αέρα μ’ ένα περιοδικό αλλά κι εκείνος θύμωσε κι εκείνη τη στιγμή που του μίλησε έτσι του ήρθε να την διώξει. Γύρισε και λέει στον παπά χαίρομαι που είστε μαζί μας είπε αυθόρμητα χαίρομαι. Ο παπάς λέει μα εσείς δεν πιστεύετε. Να απαντάει όμως

η πίστη είναι σαν τη ζεστασιά και ζεσταίνει κι εκείνους που είναι κοντά της και χαίρομαι που είστε κι εσείς.Ο εργολάβος λέει και τότε θα πρέπει όλες οι πίστεις να σας ζεσταίνουν κι αν δεν ήταν ο πάτερ κι ήταν ας πούμε ένας φανατικός κομμουνιστής ή ό,τι άλλο με πίστη. Ναι απαντάει θα ήταν το ίδιο κι ακριβώς το ίδιο. Δείτε λέει η νοσοκόμα με θαυμασμό και δείχνει πίσω του και οι άλλοι τεντώνουν τους λαιμούς τους να διακρίνουν και κρατούσαν το γέλιο τους και γύρισε κι αυτός το κεφάλι αν και κατάλαβε πως κι αυτοί το ’ξεραν πως είχε καταλάβει. Σηκώθηκαν με θόρυβο κι ήταν σίγουροι πως δεν θα γυρίσει το κεφάλι του πριν φύγουν. Περίμενε μέχρι που έπαψαν ν’ ακούγονται και γύρισε. Μέχρι τα εκατό φώναξε η νοσοκόμα από τον άλλο δρόμο. Σηκώθηκε με κούραση και ξεκινά να τους βρει. Στρίβει την γωνία και βλέπει πως το δρόμο τον έφραζε ένα ακίνητο πλήθος δεν μπορεί να κάνει βήμα κι από τα παράθυρα και πάνω στις στέγες κόσμος πολύς ακίνητος και βουβός.

Βρέθηκε χωμένος βαθιά σ’ εκείνη τη ανθρωποθάλασσα.Μακριά είδε υψωμένο το χέρι της νοσοκόμας που τον καλούσε. Σπρώχνει να φτάσει εκεί και το πρόσωπό του στραμμένο στον ουρανό για ν’ αναπνέει και μόλις το κατέβαζε τον έπνιγε η ζεστή μπόχα των σφιγμένων κορμιών. Πολεμά να προχωρήσει με το πρόσωπο ψηλά σαν μέσα σε λάσπη. Θα γινόταν μια δημόσια εκτέλεση. Ο καταδικασμένος δεν είχε τίποτε που να ξεχωρίζει και φορούσε ένα κουστούμι παλιάς μόδας που φαίνεται ήταν το επίσημό του. Φορούσε ένα σακάκι με στενούς ώμους σταυρωτό και με κουμπωμένα και τα δυο κουμπιά και κάτω ήταν φαρδύ και μακρύ μέχρι τη μέση των μηρών. Είχε άσπρο πουκάμισο με μεγάλο γιακά με τσαλακωμένες μύτες και γραβάτα με χοντρό κόμπο. Φαινόταν πως είχε περισσότερη αμηχανία που ήταν το επίκεντρο της γενικής προσοχής παρά φόβος που θα τον εκτελούσαν. Του ήρθε λιποθυμία κι αγωνίστηκε με απόγνωση να φύγει αποκεί κι έχωνε τα πόδια του ανάμεσα στα σκέλη των ανθρώπων σαν μέσα σε σχισμές βράχων και δεν πατούσε πια στο έδαφος κι ένα βάρος κάθισε στους ώμους του και γύρω από την ρίζα του λαιμού. Το κεφάλι του χώρισε από το σώμα και στο τέλος δεν έμενε από την ύπαρξή του παρά μια θολή όραση και το βούισμα.

Κάποιοι τον σήκωναν ψηλά κι αιωρήθηκε πάνω από το πλήθος ανάμεσα στους τοίχους.Συνήλθε γερμένος στο κατώφλι μιας πόρτας κι από πάνω του σκύβαν δυο άνθρωποι. Ο ένας κρατάει ένα ποτήρι νερό και λέει από την πολυκοσμία. Ύπουλοι βηματισμοί και κατάλαβε πως εδώ κρύβονταν. Ένας διακεκομμένος τραγουδιστός ψίθυρος έβγαινε από τις μυρωμένες κι ομιχλώδεις κώχες του ναού. Φανερώνεται η νοσοκόμα και τρέχει καταπάνω του σπασμένη στα δυο και του φωνάζει μπούου και χάνεται καμπούρα μέσα σ’ ένα σκοτάδι κι ενθουσιασμένη από το παιχνίδι. Έρχεται ο παπάς χωρίς κάλυμμα κεφαλής με λυτά μαλλιά για να δείξει ίσως πως βρίσκονταν σε οικείο τόπο. Αυτός δεν του μιλάει για να δείξει επιτίμηση και προχωρεί να περιεργαστεί τα ξυλόγλυπτα και τις εικόνες που ήταν απαθείς σαν φωτογραφίες. Ο παπάς δέχεται τη σιωπή του και τον ακολουθούσε αργά και σα να περίμενε ευκαιρία να του μιλήσει κι όταν έβλεπε πως σταματούσε και κοίταζε κάτι πήγαινε και του έδειχνε χωρίς να μιλά του επεσήμαινε μια λεπτομέρεια να την προσέξει γιατί έχει μεγαλύτερη τέχνη ή κρύβει έναν γνωστό συμβολισμό.

Πριν λέει ο παπάς είπατε για την πίστη μου. Η πίστη μου είναι το ένστικτό μου κι η ζωή μου. Όμως μου έρχονται μερικές σκέψεις κι ακριβώς μου έρχονται. Μην φανταστείτε πως η διάνοια μου αντιμάχεται το ένστικτό μου και δεν υπάρχει καμιά διανοητική επιφύλαξη και σας βεβαιώνω η πίστη μου είναι γερή και δεν φοβάται κανέναν και την λογική κι έρχονται μερικές σκέψεις ολωσδιόλου ανεξάρτητες και στιγμιαία όνειρα του λογικού κι αυτό δείχνει ελευθερία κι η ελευθερία πάλι αποδείχνει την πίστη μου και δεν έχει η πίστη καμιά σχέση μ’ αυτές τις σκέψεις και δεν την μειώνουν ούτε κατ’ ελάχιστο κι άλλωστε δείχνουν άγνοια της στοιχειώδους χριστιανικής δογματικής ανεπίτρεπτη σε μένα. Λες και τις κάνει ένας άλλος κι έρχεται και μου τις λέει. Μου τις λέει με την βεβαιότητα πως σκέφτηκε κάτι σημαντικό και ταραγμένος από την εμπνευσμένη αποκάλυψη. Όμως εγώ τις ακούω αδιάφορα και το πολύ να εκτιμήσω κάποιαν ασυνήθιστη παρουσίαση και φαντασία. Αυτό που σας είπα για την ταραχή του φανταστικού συνομιλητή έχει τη σημασία του γιατί δεν θέλω να τις αδικήσω αυτές τις σκέψεις και είναι δικαιολογημένο που οι διάφορες ιδέες στηρίζουν την αξία τους στη σημασία που δίνουν σ’ αυτές αυτοί που τις κάνουν κι εκείνοι που τις δέχονται κι όχι στη σχέση τους με την αλήθεια

κι οι ιδέες είναι τα όπλα μας εναντίον της αλήθειας. Με αυτόν τον πρόλογο θα σας άναψε η περιέργεια κι ας παραδεχτώ πως επίτηδες τον πρόσταξα για να σας παρουσιάσω σαν σπουδαία πράγματα ασήμαντα σταματήστε. Φώναξε ξαφνικά ο παπάς στο τρίξιμο των στασιδιών και στο σύρσιμο των ποδιών κι ύστερα προχώρησε προς το κέντρο και φώναξε πιο ήρεμα σταματήστε μια στιγμή και κοιτάζει γύρω να δει κανέναν κι ύστερα γυρνά σ’ αυτόν.
είναι η ίδια φωνάζει αυτός η ίδια ιστορία με τη γριά κι η πράξη σας γίνεται διαβολική αφού ξέρετε πως δεν πιστεύω. Ακούγεται από ψηλά μια γλυκερή φωνή καλώς ήρθατε σας πονάει η πλάτη σας; Είναι η ίδια φωνάζει αυτός στον παπά θα σας καταγγείλω στην Αρχιεπισκοπή. Παρουσιάζεται ο γιατρός

Οι δρόμοι έξω από τις πόλεις είναι ερημικοί χάνονται μέσα στα βουνά και δεν υπάρχει γι’ αυτούς θάλασσα δεν υπάρχει να χυθούν νικημένα δένδρα χαίρεσαι λάμψη κι άσπρο πλατύ φτερουγίζει στον ίδιο δρόμο στον ίδιο δρόμο και ξέρεις πως δεν έρχονται για σένα και δεν έρχονται για κανέναν και ποτέ δεν ήρθαν έρχονται με φωνές πόσες φωνές στα τεντωμένα τους χέρια χαίρεσαι και χαίρεσαι και σφίγγεσαι ν’ αντέξεις στην ένωσή σας γι’ αυτήν έχεις ώρα εκδρομής τα ψηλά χόρτα και ο ήλιος τα δένδρα τα βουνά οι κόκκοι του χώματος ευτυχισμένες πατημασιές ζώων ένα κλαδί κι ένα χαρτί ο στύλος κι ένα κρανίο αρνιού η ελιά τα σύρματα μητέρα μου. Ήρθαν πέντε άνθρωποι στους δρόμους, πέντε παληκάρια, έτρεχαν φώναζαν με πανικό πέρασαν κι έφυγαν φώναζαν και χάθηκαν. Άναψαν τα παράθυρα κι οι πόρτες οι αυλές, Βγήκαν έξω ρωτώντας. Φώναξαν κι έτρεξαν στους δρόμους -Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Η ΕΚΔΡΟΜΗ]

[επόμενο απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο: «Ο Γιατρός παρουσιάζεται με μια λαμπρότητα»]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles