Όταν στο σκάψιμο βρεις όστρακο από θαμμένη θάλασσα μιας μελαγχολίας κι ενός μυστηριώδους συναισθηματισμού των ανθρώπων της σκλαβιάς και της σκυλίσιας δουλειάς που ονειροπολούν με τα όστρακα, δεν υπάρχει καιρός για άλλο όραμα… Τώρα θα είναι η ώρα κι αυτοί θα εκτελέσουν και θα σκοτώσουν κόσμο. Πρέπει να έχουν φανεί θα φαίνονται στέκονται. Σαν ζώα του ορίζοντα. Κοιτάζουν έτρεχαν όλη τη νύχτα έτρεχαν κι έπαιζαν μεταξύ τους αμιλλώνταν. Ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον φώναζαν κι έτρεχαν ποιος θα παραβγεί. Ήρθαν και στέκονται εκεί κι ο κόσμος κατάλαβε. Λαχανιασμένοι από το τρέξιμο και κοιτάζουν τον κόσμο ο κόσμος αργοσηκώνεται βοώντας περιμένετε μια στιγμή να σκάψουμε με λόγια αυτή τη στιγμή να τη σκάψουμε από μέσα με λόγια οι εκτελεστές σα να προπορεύονται και στέκονται στον ορίζοντα. Παρατεταγμένοι και με μια υπέροχη ηρεμία συγκρατούν την ασπλαχνία τους. Ακίνητοι αντίκρυ στον κόσμο και πίσω τους ο ουρανός ν’ αποτραβιέται σαν άμπωτις κι ένας χυμένος ήλιος (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1977 - by MainLi)
Πρόκειται να έρθει το νέο είδος ανθρώπων, ένα άλλο είδος ξαφνικό. Μια νέα ράτσα κι απόλυτοι θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα. Οι παλιοί άνθρωποι κι αυτός ο τρομαγμένος λαός θα εξαφανιστούν. Κανονίστηκε να πεθάνουν σε μιαν ορισμένη μέρα. Αλλά πρέπει να γυρίσουν ο καθένας στον τόπο του κι εκεί θα πεθάνει. Ιδού:
Με μια άγρια απόφαση μέσα στην ερημιά και μέσα στην ησυχία σκοτώνει τον ακονιστή
Ο Γιατρός Ινεότης σκοτώνει τον ακονιστή. Τον σκότωσε ξαφνικά μέσα στην ερημιά και μέσα στην ησυχία. Με μια άγρια απόφαση γιατί αυτός θα ήταν ο πιο βασανιστικός θάνατος για τον Γιατρό Ινεότη κι πιο τέλεια βασανιστικός θάνατός του ήταν να σκοτώνει τον ακονιστή. Αφού τον σκότωσε και μετά από σιωπή φώναξε ξαφνικά και ειδικά εσένα άρχισε να φωνάζει συνέχεια κι επαναλάμβανε ειδικά εσένα σα να ήθελε να ακουστεί πάνω από ένα θόρυβο και να κρατήσει μακριά ένα θόρυβο και να τον εμποδίσει. Μ’ ένα προσποιητό θρίαμβο αγκαλιάζει τον σκοτωμένο γύφτο κι αγωνιούσε να στήσει μ’ ένα θρίαμβο όρθιο το κεφάλι μέσα στο απέραντο βλέμμα της Τενάγκνε και σφίγγει αργοκουνά στην αγκαλιά του τον ακονιστή διώχνει τις σφήκες από τα χέρια του και προστατεύει το βαθύ του θάνατο τον φιλά στο στόμα σα για να σταματήσει να μιλάει κι όλο ορθώνει το κεφάλι με έπαρση και με μια περιφρόνηση
και φυσούσε ένας ελαφρύς άνεμος ένα τούλι κι ένιωσε πως ο άνεμος του έπαιρνε σιγά-σιγά του παίρνει όλο το κρέας από το πρόσωπο και το τεντωμένο κεφάλι του Γιατρού Ινεότη γυμνό και φάνηκε το κρανίο άδειασαν τα μάτια ο πράος αέρας περνά ελεύθερα και περνά μέσα από τις ανοιχτές τρύπες του κεφαλιού κι απαλά ανάδευε μέσα στις κόγχες αναδεύει θρύμματα από εικόνες που έμειναν και μερικά θρύμματα ξεκολλάν τα σπρώχνει ανάμεσα στα κόκαλα των αυτιών κι εκεί έγιναν ένα βουητό θαμπές φωνές και κουρέλι μουσική και μερικά θρύμματα κατέβαιναν ως βαθιά στα ρουθούνια κι έγιναν καφτερή μυρωδιά και κατακάθι άρωμα.
Όταν στο σκάψιμο βρεις όστρακο από θαμμένη θάλασσα μιας μελαγχολίας κι ενός μυστηριώδους συναισθηματισμού των ανθρώπων της σκλαβιάς και της σκυλίσιας δουλειάς που ονειροπολούν με τα όστρακα, δεν υπάρχει καιρός για άλλο όραμα αυτό το ποτάμι φέρνει ύπνο.
Τώρα θα είναι η ώρα κι αυτοί θα εκτελέσουν και θα σκοτώσουν κόσμο. Πρέπει να έχουν φανεί θα φαίνονται στέκονται. Σαν ζώα του ορίζοντα. Κοιτάζουν έτρεχαν όλη τη νύχτα έτρεχαν κι έπαιζαν μεταξύ τους αμιλλώνταν. Ποιος θα ξεπεράσει τον άλλον φώναζαν κι έτρεχαν ποιος θα παραβγεί. Ήρθαν και στέκονται εκεί κι ο κόσμος κατάλαβε. Λαχανιασμένοι από το τρέξιμο και κοιτάζουν τον κόσμο ο κόσμος αργοσηκώνεται βοώντας περιμένετε μια στιγμή να σκάψουμε με λόγια αυτή τη στιγμή να τη σκάψουμε από μέσα με λόγια οι εκτελεστές σα να προπορεύονται και στέκονται στον ορίζοντα. Παρατεταγμένοι και με μια υπέροχη ηρεμία συγκρατούν την ασπλαχνία τους. Ακίνητοι αντίκρυ στον κόσμο και πίσω τους ο ουρανός ν’ αποτραβιέται σαν άμπωτις κι ένας χυμένος ήλιος.
Οι γυμνοί ώμοι τους σα πέτρες γυαλισμένες τις έγλυφε ένας χρυσός αέρας κι ο Γιατρός Ινεότης τον θάμπωσε η ομορφιά. Με μια φτιαχτή παραίσθηση και με επίγνωση εκλαμβάνει τους εκτελεστές για νέους ανθρώπους. Οι εκτελεστές και οι νέοι άνθρωποι εμπνέουν και το ίδιο δέος γιατί η ζωή τους είναι χωρίς απολογία και ανεξιχνίαστη. Δεν υπάρχει καιρός για άλλο όραμα. Θέλει να φανταστεί τους νέους ανθρώπους πώς θα εμφανιστούν και μεταχειρίζεται τους εξολοθρευτές αν και τους αναγνώρισε. Με τους νέους ανθρώπους εξευμενίζει τους εκτελεστές και με τους εκτελεστές δίνει μορφή στους νέους ανθρώπους. Έτσι αποσπάστηκαν τα λόγια από τα αισθήματα κι έτσι έγιναν ένα όπως τα μίγματα των νερών. Από κει που στέκεστε ως εμάς. Αυτός ο δρόμος από κει που στέκεστε και λαμποκοπά ο τρομακτικός ιδρώτας σας.
Κάποιος πρέπει να μας προειδοποιεί πριν γεννηθούμε και τότε δεν είχα γεννηθεί. Αυτός ο δρόμος ως εμάς είναι δικός μου. Πάντα τον κάνεις μ’ έναν μεγάλο ίλιγγο. Ο ιερός γύφτος είναι η απόδειξη. Ο πιο κατευθείαν δρόμος τον ήξερα από όλη μου τη ζωή πως αποδώ περνάν εγκληματίες. Τον έκαναν μητέρες μου κι εργάτες. Δεν ήταν συμβολικές μητέρες αλλά τις είδα και γυρνώντας ξαφνικά τις είδα όλες καθισμένες στη γη και με κοίταζαν. Σαν έτοιμες ν’ αρχίσουν και με περίμεναν για ν’ αρχίσουν. Ήταν ένα συνεργείο που ήταν σα φυλή όλες μου οι μητέρες βοηθούσαν μασούσαν κάθονταν καταγής και μέσα στον ήλιο μασούσαν αργά το χώμα βαμμένες σα βασίλισσες μασούσαν το χώμα και το ετοίμαζαν.
Από πού να ήρθαν και φορούσαν μαλακές προβιές από λυπημένους ανθρώπους ηλιοκαμένοι εργάτες. Δούλευαν όλη μέρα και μοναχικοί δουλεύαν ένας εδώ κι ο άλλος μακριά όπως σκοτώνονται στον πόλεμο και σαν να δούλευε ο καθένας χωριστά κι ο καθένας για δικό του λογαριασμό. τρόμαζαν ακίνητοι και ταραγμένοι από ένα όστρακο. Όταν στο σκάψιμο έβρισκαν όστρακο από θαμμένη θάλασσα και τότε οι εργάτες ανασήκωναν με μια ευλάβεια αναποδογύριζαν το όστρακο κι εξέταζαν με μια ταραχή το αποτύπωμα και με μια μελαγχολία απόμεναν ακίνητοι ένας μυστηριώδης συναισθηματισμός κι ασυνήθιστος συναισθηματισμός για τέτοιους ανθρώπους της σκλαβιάς και της σκυλίσιας δουλειάς τυραννισμένοι κι ονειροπολούν με τα όστρακα
η μέρα έμοιαζε με εικόνισμα γλυτωμένο από πυρκαγιά σα μισοκαμένη λυπήθηκα και σαν φόβος ένιωσα να σε λυπάμαι.
[Ο Γιατρός Ινεότης βγαίνει και πηγαίνει κι αυτός με τον κόσμο. Έχει σύντροφο ένα γύφτο που ακόνιζε μαχαίρια. Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνουν έμαθαν πως δεν θα πεθάνουν με φυσικό θάνατο και χωρίς να πονέσουν όπως τους είχαν πει. Αλλά με υπολογισμένο και βασανιστικό θάνατο σα να τους τιμωρούσαν - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ]