Γιατί η ουσία της ποίησης του ποιητή είναι στην ίδια του τη ζωή όχι στην ποίησή του. Καμιά μου κίνηση κανένας λόγος μου κι ο πιο καθημερινός κι ασήμαντος η ανάσα μου καμιά απολύτως στιγμή μου δεν θα ζούσε. Δεν θα υπήρχε αν εκείνος απέσυρε το βλέμμα του από επάνω μου αν έχανα την προσοχή του. Σ’ αυτόν τον ακούραστο θεατή μου χρωστάω ό,τι είμαι και δεν είμαι. Το ότι είμαι. Δεν έχει κανένα συναίσθημα για μένα κι αυτό είναι το πιο σπουδαίο γιατί είναι αλήθεια. Γιατί εγώ δεν θέλω να μ’ αγαπούν δε θέλω να με τιμάν. Θέλω να με λυπούνται με μιαν αναίσθητη. Παγωμένη λύπη που ισοδυναμεί με γνώση. Γιατί ο νους είναι το παν και η ψυχή μας σε τίποτα δεν φταίει για τίποτα δεν είναι ικανή [αποφθεγματικά αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο Εχθρός του Ποιητή, Εκδόσεις Κέδρος 1990 ARTby
Μονάχα εγώ την τελευταία ημέρα θα το ακούσω να δύει για πάντα εκείνο το μικρό λυπημένο σου Ποίημα…
Τότε συνέβησαν δυο υπερφυσικά γεγονότα.Το πρώτοέγινε σε μια εξοχή της Βοιωτίας. Ο καιρός ήταν βροχερός και ξαφνικά είδα επάνω σ’ έναν χαμηλό λόφο. Η μορφή του σκοτεινή όπως η γη ένας άνθρωπος όρθιος κι ασάλευτος. Στραμμένος προς εμένα ένας κουρασμένος άγνωστος πολεμιστής. Ντυμένος με μυθική μαύρη σιδερένια στολή φαινόταν τεράστιος. Αλλά ήταν εκεί για μένα κι αισθάνθηκα πως εγώ ήμουν η αιτία που ήταν πολεμιστής. Ξαφνικά σήκωσέ το πρόσωπό του προς τον ουρανό κι ούρλιαξε με μια φωνή που δεν ήταν ανθρώπινη. Ύστερα λύγισε απότομα στα δυο υποφέροντας από τρομερό πόνο. Ξεκίνησα να πάω προς το μέρος του. Έφτασα εκεί με αγωνία κλαίοντας από την ταραχή. Εκεί αντίκρισα ένα θέαμα αποτρόπαιο. Ένα σκοτωμένο πελώριο αγριογούρουνο κειτόταν εκεί όπου στεκόταν ο ουράνιος πολεμιστής. Μαύρες χοντρές τρίχες σκέπαζαν το άψυχο σώμα του. Από κάπου κοντά ακούγονταν οξείες οιμωγές μικρών γουρουνιών που ήταν τα παιδιά του. Πάνω από το νεκρό ζώο έσκυβαν τρεις άθλιοι άνθρωποι.Έμοιαζαν με παλιούς Έλληνες. Ντυμένοι με φαρδιές γκρίζες καμπαρτίνες που φορούσαν οι μικροαστοί του πενήντα. Μονάχα ο τρίτος ήταν τυλιγμένος με μια τριμμένη στρατιωτική κουβέρτα με φθαρμένα γράμματα κεντημένα καλλιγραφικά ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ.Οι άλλοι δυοείχαν σφιχτά δεμένη την ζώνη της καμπαρτίνας τους. Φορούσαν βρώμικα άσπρα πουκάμισα και πλεχτές νάιλον μαύρες γραβάτες. Θύμιζαν τους πεινασμένους Έλληνες δημόσιους υπάλληλους μετά την Κατοχή. Αλλά καταγίνονταν με έργα φριχτά. Ο ένας με το δείχτη τουπροσπαθούσε να ξεριζώσει τα θολά μάτια του ζώου. Έμπηγε το δάχτυλο του μέσα στην κόγχη και το στριφογύριζε κυκλικά για να ξεκολλήσει τον βολβό με το νύχι του. Ο άλλος έχωνε τα χέρια τουμέσα στο μαχαιρωμένο ανοιγμένο κουφάρι. Τραβούσε την καρδιά και με τα δυο χέρια. Έσπαγε τεντώνοντας με δύναμη τις ασημένιες αορτές σα να κλάδευε απόκοβε την καρδιά από λασπωμένους με αίμα θάμνους. Ο τρίτος με την στρατιωτική κουβέρτα είχε κολλήσει το στόμα του στο μισάνοιχτο στόμα του ζώου. Σα να το φιλούσε και κάθε τόσο σήκωνε το κεφάλι του για να πάρει αναπνοή και πάλι ξανάσκυβε κι έγλειφε και φιλούσε το αποκρουστικό ρύγχος και κατάπινε τα πηχτά ματωμένα σάλια.
Το άλλο υπερφυσικό γεγονός ήταν ο ερχομός της Κυβέλης. Αλλά δεν ήταν φυσικός ερχομός. Η Κυβέλη είχε οριστικά εγκαταλείψει την Ελλάδα. Είχε παντρευτεί πριν δεκαοκτώ χρόνια έναν ξένο τον YannicKerjean. Δεν θα ξαναγύριζε ποτέ πια στην Ελλάδα. Όμως ξαφνικά την είδα ξυπνώντας. Καθόταν στα πόδια του κρεβατιού και ενώ ήξερα πως δεν μπορούσε να είναι η δικιά μου Κυβέλη και παρόλο που καταλάβαινα πως δεν ήταν όνειρό μου ή μια παραίσθησή μου. Ήταν αυτή η ίδια ζωντανή. Η πραγματικότητα του απρόοπτου ερχομού της δεν είχε καμιά σχέση με την πραγματικότητα της ισόβιας αυτοεξορίας της, της ορκισμένης απουσίας της. Ούτε ένα γράμμα δεν έχουμε ανταλλάξει. Μένει μόνιμα στο χωριό Henvicτης Βρετάννης είναι η πατρίδα του Kerjean. Το σπίτι τους είναι ένα μεγάλο διώροφο πρεσβυτέριο και ονομάζεται TyCroasσπίτι του σταυρού. Επειδή έξω από την πόρτα του κήπου υπήρχε ένας μεγάλος σταυρός από γρανίτη. Ο θείος του Yannicήταν chanoine. Δεν έκαναν παιδιά. Η μητέρα Ευρυδίκη δεν ήθελε αυτόν το γάμο. Έπεσε να πεθάνει. Ολοφυρόταν τις νύχτες και καταριόταν τον Yannic. Αυτόν τον ξένο και για τη μητέρα Ευρυδίκη όποιος δεν ήταν Έλληνας ήταν κακός και ανάξιος. Ήξερε όπως κι εγώ το ήξερα πως ποτέ δεν θα ξαναγυρνούσε.
Η ουσία της ποίησης του ποιητή είναι στην ίδια του τη ζωή όχι στην ποίησή του…
Υπάρχει μια αυτόνομη λειτουργία τρόμου μέσα στο νου μας και από αυτήν παίρνει η ψυχή μας και πλάθει τους φτωχικούς εφιάλτες της.Αφηγήθηκα στην Κυβέλη τον εφιάλτη που με ξύπνησε. Πολλές φορές τον έχω ξαναδεί αυτόν τον απλοϊκό κοινό εφιάλτη. Ότι κοιμόμουν με το πρόσωπο στον τοίχο. Μέσα στο άδειο άγνωστο δωμάτιο ενός χωριάτικου σπιτιού όπου με είχε πάει ο ύπνος. Όλα μου τα όνειρα συμβαίνουν σε άγνωστα ελληνικά χωριά.Κάνει πολύ κρύο κι έξω οι δρόμοι είναι ποτάμια λάσπης. Σημαδεμένοι από ρόδες κάρων και λάστιχα τρακτέρ. Ένας άνθρωπος ήταν στο δωμάτιο με πλησίαζε αργά και αθόρυβα. Παράλυτος δεν μπορούσα να γυρίσω να τον δω. Αλλά ήξερα ότι με πλησίαζε το πιο τρομαχτικό πλάσμα του κόσμου.
Το πιο τρομαχτικό πράγμα είναι μαζί και γελοίο. Το γελοίο είναι η φοβερότερη ιδιότητα του τρομαχτικού.Έπρεπε να γυρίσω να δω και με προσπάθεια υπεράνθρωπη γύρισα το κεφάλι. Ένιωσα να τρίζουν και να σπαν οι σπόνδυλοι του τραχήλου μου και τον είδα. Αλλά είχε σκεπασμένο το κεφάλι του κι έκρυβε το πρόσωπό του. Φορούσε μια μεγάλη χαρτοσακούλα από χοντρό πρόστυχο χαρτί που τυλίγουν τα κρέατα και δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του. Αλλά φαντάστηκα ότι το πρόσωπό του. Θα ήταν ένα κομμάτι κρέας ζωντανό κι εκεί που με ρουφούσε η κινούμενη άμμος ενός ανυπόφορου κινδύνου ο νους μου πάλι με τράβηξε έξω στην επιφάνεια.Ξύπνησα χωρίς ν’ αναγνωρίσω αυτόν που θέλει χυδαία και γελοία να με τρομάξει.
Τον είδα αυτόν με την κουκούλα. Τον κυνήγησα ανάμεσα σε ερειπωμένα σπίτια γκρεμισμένα από πολύ καιρό. Με άγριες αυλές χορταριασμένες με πολλές συκιές. Τον συνάντησα να κάθεται καταγής στην παραλία μπροστά σε μια θάλασσα γεμάτη αχινούς. Μου φάνηκε πως ήταν στο Καστελλόριζο.. Έσκυψα από πάνω του κι άπλωσα το χέρι μου. Να τραβήξω την κουκούλα αλλά εκείνη τη στιγμή. Άκουσα κάτι σαν λυγμό να βγαίνει πνιχτός μέσα από κείνο το χαρτί και τότε αισθάνθηκα. Πώς ήταν ένα πολύ λυπημένο πλάσμα. Αποτράβηξα το χέρι μου δεν τον ακούμπησα. Τον λυπήθηκα περισσότερο απ’ ό,τι λυπάμαι εσένα. Λυπήσου τον κι εσύ ξαφνικά άλλαξε η φωνή της Κυβέλης κι έγινε ήσυχη και καρτερική. Μ’ αγκάλιασε και τώρα ήταν ξανά η Κυβέλη που ήξερα να λυπάσαι τους φόβους σου. Ποτέ μην τους ξεσκεπάσεις λυπήσου τους αγάπη μου. Άκουσέ τους πως κλαιν όλη τη νύχτα κι ολόκληρο το όνειρο τραντάζεται από το κλάμα τους.
………………………………………………………..
Τίποτε δεν υπάρχει και δεν υπήρξε τίποτε παρά μονάχα ό,τι εγώ πρόλαβα να σκεφτώ…
Η ιστορία της Ελένης Ξένου. Στεκόταν εκεί ακίνητη στο άνοιγμα της πόρτας κι η ομορφιά της ήταν κι αυτή άνοιγμα απ’ όπου ήθελαν να περάσουν όλα όσα είχα ζήσει ως εκείνη τη στιγμή.Η Ελένη Ξένου άρχισε να μου μιλά κι εγώ την έβλεπα και την άκουγα και καταλάβαινα αμέσως το νόημα από τα λόγια της σχεδόν πριν τα προφέρει κι ήταν σαν να της υπαγόρευα εγώ ό,τι η ίδια έλεγε και διεπίστωνα ακόμα μια φορά πως τίποτε δεν υπάρχει και δεν υπήρξε τίποτε παρά μονάχα ό,τι εγώ πρόλαβα να σκεφτώ. Και με ό,τι εσκέφτηκα στήριξα τον κόσμο και κάθε φορά τον έσωζα κι έλεγα με την αγωνία της εσχάτης σωτηρίας ευτυχώς πρόλαβα και το σκέφτηκα και το σκέφτηκα και το θυμήθηκα αυτό και το έζησα γιατί αν δεν προλάβαινα τότε δεν θα υπήρχε.
Υπάρχει μονάχα η ώρα που ο νους αισθάνεται κι αυτή την ώρα όλα ανοίγουν και όλα κινδυνεύουν να μην έχουν υπάρξει ποτέ. Άκουα τα λόγια της να έρχονται απ’ αλλού πολύ μακριά από το στόμα της κι από το πρόσωπό της και σκέφτηκα πως μερικές φορές φαίνονται καθαρά οι διαφορετικές φάσεις των πραγμάτων. Υπάρχει ένας αδιανόητος δύσμορφος σκελετός ζωής που συγκρατεί τα πράγματα και τυχαία. Ανεξήγητα τα συνδέει το ένα με το άλλο και καθώς την άκουγα και την έβλεπα ανακάλυπτα με έκπληξη πόσο απέχει το πρόσωπο από την ίδια τη μιλιά του και πρώτη φορά εσκέφτηκα πως άλλος ήχος. Άλλη φωνή κι άλλη ομιλία ταίριαζαν στο πρόσωπο του ανθρώπου. Η Ελένη Ξένου έλεγε με χαμηλή και σταθερή φωνή πως έπαιζα.
Πόσο κωμικές μου φαίνονταν πάντα οι εκλεκτές σας λέξεις.Συνόψιζα είπατε όλους σας τους θανάτους και ότι εγώ. Η σχέση σας μαζί μου επαναλάμβανε όλους τους προηγούμενους θανάτους σας και ήταν σαν εγώ να τους είχα συγκεντρώσει και να σας είχα καταφέρει το καίριο χτύπημα. Omniavulnerantultimumnecat. Και φυσικά δεν θα μπορούσαν να έχουν γίνει διαφορετικά τα πράγματα. Αλλά για ποια πράγματα για ποια σχέση μιλάτε. Αφού εγώ δεν έχω και ποτέ δεν είχα καμμία σχέση με σας και είναι βέβαια αδύνατο να υπάρχουν πράγματα που κοινά μας αφορούν εμάς τους δύο. Τίποτα και το πιο ασήμαντο το πιο τυχαίο δεν θα μπορούσε να μας ενώσει εμένα κι εσάς κι εγώ με κάθε τρόπο σας απέφυγα από την αρχή το ξέρετε καλά. Το είχατε κι εσείς από την αρχή αποδεχθεί κι είχατε αντιληφθεί το λόγο.
Πρώτη φορά στην ζωή μου τα συναισθήματά μου για τον άλλον υπήρξαν από την αρχή τόσο κατασταλαγμένα και αναπότρεπτα. Σαν να είχα κιόλας ζήσει μαζί σας την πιο έντονη σχέση και είχα βγει από αυτήν πληγωμένη αλλά και πάλι προσέξτε. Μη φανταστείτε κάτι υπερβολικό ή αβυσσαλέο που τάχα βαθιά με τάραξε κι ύστερα εκδηλώθηκε ανεστραμμένο. Μεταμορφωμένο σ’ αυτή την αποστροφή κι ότι ίσως εγώ είχα προσέξει ραγδαία κι είχα από πριν ζήσει την ιστορία μας βαθιάς μας σχέσης αφού απ’ όλες τις σχέσεις και τις πιο ιδανικές βγαίνουμε στο τέλος προδομένοι βρωμισμένοι. Σας βεβαιώνω τίποτε τέτοιο δεν συνέβη αν και δεν είναι ακριβώς αποστροφή είναι μίσος.
……………………………………………………………….
Ισχυροί άγνωστοι αποφασίζουν για τα αισθήματά μας και η υπόδουλη ψυχή μας τα εκτελεί…
Και μη μου καταλογίσετε αλλόκοτες θηλυκές νευρώσεις. Δεν έχω σκοτάδι εγώ. Ολόκληρη είμαι στο φως κι ίσως αυτό να σας γοήτευσε σε μένα όμως για μένα αυτή είναι η λέπρα μου ότι το φως.Θεέ μου το φως μ’ έχει όλη διαπεράσει και δεν υπάρχει για μένα στον κόσμο σκιά. Να προστατευθώ από αυτό το ανευλαβές φως που πέφτει διαρκώς επάνω μου και διαρκώς αισθάνομαι τα μάτια μου να λείπουν. Αλλά και πάλι μην υποθέσετε ότι τώρα εδώ μπροστά σας στέκομαι και σας εξομολογούμαι σας εμπιστεύομαι. Πραγματικά δικά μου μυστικά κι ανομολόγητα και πώς θα μπορούσα αφού κανέναν άνθρωπο δεν το θεωρώ. Δεν σας θεωρώ άξιο καμιάς εμπιστοσύνης. Σας παρακαλώ υπολογίστε την τρυφερότητα των μισητών μου λόγων και υποδεχθείτε ψύχραιμα την αβλαβή κακία μου για σας που δεν σημαίνει παρά την απαγόρευσή μου να αισθανθείτε το παραμικρό για μένα και να το απαιτήσετε ακόμα κι αν δεν το απαιτήσετε φανερά.
Πάντα οι άλλοι μας αναγκάζουν να αισθανθούμε. Με τη βία μας αναγκάζουν να αισθανθούμε. Και την άρνησή μου να την θυμάστε σαν μια απόλυτη σιωπή. Τίποτε δεν υπονοεί κι αν σας μίλησα είναι γιατί είμαι τίμια. Αυτά σε όλους τα έχω πει όλοι από μένα την ίδια τα έχουν μάθει αυτά που είπα για το φως. Αν και το παραδέχομαι δεν υπάρχει ευτελέστερη ανανδρία από την ειλικρίνεια. Είμαι λοιπόν κι εγώ όπως όλοι σας άνανδρη και δειλή. Αφήστε με ήσυχη. Μην ξανάρθετε. Δεν έχω τίποτε να σας πω κι από την αρχή ποτέ δεν είχα τίποτε να σας πω κι αυτός ήταν ο λόγος που αμέσως έκανα έρωτα μαζί σας γιατί δεν είχα τίποτε απολύτως να σας πω. Φύγετε. Και μπορεί να προαισθανθήκατε σωστά γιατί ο μοναδικός τρόπος να ασχοληθώ μαζί σας είναι να σας καταστρέψω. Αλλά ποτέ δεν θα ασχοληθώ μ’ εσάς τίποτε δεν σας προξενήσω
κι ούτε κανένας άνθρωπος καταστράφηκε ποτέ από έναν άλλον άνθρωπο. Φύγετε λοιπόν πηγαίνετε να καταστραφείτε μόνος σας.Ανησυχώ για σας. Φοβάμαι ότι στο τέλος θα αυτοκτονήσετε. Ίσως επειδή ποτέ δεν είχατε τους ανθρώπους που θέλατε ενώ σας είχαν πάντα οι άνθρωποι που σας ήθελαν και θα φύγετε με την πικρία της αδυναμίας σας να αναγκάσετε τους άλλους να αισθανθούν. Τόσο το χειρότερο για σας. Πραγματικά σας λυπάμαι είπε η Ελένη και δάκρυσε θα είναι κρίμα.
……………………………………………………………………….
Άφησε με για μια φορά να σου πω εγώ έναν εφιάλτη ουρλιάζοντας από την πιο άγρια την πιο αχαλίνωτη λαγνεία ζωής
φώτα! Φώτα! Φώτα! φώναξε σαν να πνιγόταν η Κυβέλη. Το σπίτι γέμισε αναμμένες λάμπες. Η Κυβέλη στάθηκε στη μέση του δωματίου κάτω απ’ το φως ενός εκκλησιαστικού πολυελαίου. Καταρράχτης αστραφτερών κρυστάλλων έπεσε επάνω της. Έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες της. Δεν αντέχω το σκοτάδι είπε κατάκοπη. Ποιοι με όρισαν να γίνω εγώ το σκοτάδι που θα σε κρύβειλέει με θυμό. Με παράπονο με ένταση με κοιτάζει.
Άφησέ με για μια φορά να σου πω εγώ έναν εφιάλτη. Ήμασταν οκτώ-εννέα χρονών. Εγώ σ’ ανάσταινα ήσουν ό,τι είχα και δεν είχα. Ξαφνικά σαν να με πήρε ο ύπνος γερμένη στο πλάι σου. Κοιμόμουν από ώρα και σαν ένα μικρό άγγελο ολόδικό μου σε είχα στην αγκαλιά μου. Τότε ένας θόρυβος με ξύπνησε κι είδα πως έλειπες από κοντά μου. Είδα ένα άγνωστο παιδί να τρέχει μέσα στο δωμάτιο. Φώναζε με όλη του τη φωνή. Το πρόσωπό του είχε γίνει μπλε από την έξαψη από έναν πυρετό χαράς κι είχε ένα γέλιο βαθύ και σκαφτό σαν γεροντικό. Ήσουν εσύ αλλά στην αρχή δεν σε γνώρισα έτσι παρμένον. Από μιαν αφύσικη μανία παιχνιδιού να φτεροκοπάς παντού μέσα στο δωμάτιο ουρλιάζοντας από την πιο άγρια την πιο αχαλίνωτη λαγνεία ζωής.
…………………………………………………………………….
Ποίημα είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό
Από καιρό από χρόνια πολλά ακολουθεί τον ποιητή ένας μυστηριώδης πρίγκιπας του πολέμου. Κανένας δεν γνωρίζει ποιος είναι. Την γενιά του το όνομά του και τον σκοπό του. Είναι πάντα μοναχός με σιωπή και σαν από ένα καθήκον ακολουθεί τον Γκουένκ Χλαν. Στο τέλος τον υποτάσσει. Την ανύπαρκτη σχέση του με αυτόν τώρα την κάνει σχέση. Αλλά μια σχέση τρομερή άδικη. Ανεξήγητη ως το τέλος. Με μιαν ανεξιχνίαστη κακία βασανίζει ταπεινώνει αναίτια τον ποιητή του βγάζει τα μάτια. Τον κλείνει στην φυλακή κι ο ποιητής πεθαίνει όμως αυτό δεν έχει σημασία. Γιατί εχθρός του ποιητή δεν μπορεί να είναι ο θάνατος.
Ο ποιητής δεν φοβάται τον θάνατο το λέει. Ο θάνατος είναι φυσικός η ποίηση είναι υπερφυσική. Ποιος μπορεί να είναι τι είναι αυτός ο άγνωστος εχθρός του ποιητή. Ο προαιώνιος κακούργος των ποιητών. Τότε άκουσα τον οιωνό με το κλειστό το στόμα. Μοίρα του ποιητή είναι η τιμωρία. Χωρίς κανένα έλεος χωρίς αιτία χωρίς να υπάρχει έγκλημα. Ο χριστιανός είναι ένα άγνωστο αδυσώπητο πλάσμα κακό. Έχει υποστολή κι υπόσταση να ταπεινώσει να τρομάξει. Να βασανίσει ν’ αφανίσει τον ποιητή. Γιατί ο ποιητής έχει πάντα έναν εχθρό. Η ποίησή του κι η ζωή του η ίδια κρέμονται από την αναμέτρησή του μ’ αυτόν. Ποίημα είναι ό,τι δια της βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό.
Έτσι ζει πάντα ο ποιητής. Απειλημένος καταπατημένος δικασμένος. Μέσα στο σκοτάδι γιατί άγρια τον τυφλώσαν.Με θανάσιμη αγωνία με μεγάλες κινήσεις στον αέρα. Φυλάγεται αλλά έρχεται πάντα η ώρα που θα τρομάξει και θα νικηθεί. Αυτό είναι το νόημα της μπαλάντας του Γκουένκ Χλαν λέει η Κυβέλη και χαμηλώνει περισσότερο η φωνή της κι αυτός είναι. Τον ήξερα από πάντα αυτόν τον πρώτο νόμο της ποίησης κι εγώ ξέρω το νόημα ης αναίτιας τιμωρίας της.Ό,τι η ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα στον κόσμο που έχει αιτία και γι’ αυτό αφανίζεται από κάτι που δεν έχει αιτία.
Τέτοιο είναι πάντα το τέλος των ποιητών να καταστρέφονται χωρίς αιτία.Η κραυγή του πεθαμένου ποιητή Χτύπα! Χτύπα που αντηχεί σ’ ολόκληρο το ποίημα δίνει το μέτρο του αναίτιου όχι της εκδίκησης. Μου ήρθε στο νου ο μάρτυρας της ζωής μου. Όμως αυτός δεν θα μπορούσε να είναι εχθρός μου. Τίποτε στον κόσμο δεν θα μ’ έκανε να τον φοβηθώ. Ήταν η αιτία της ζωής μου και του έργου μου και μονάχα ένα κακό ετοιμαζόταν να μου κάνει. Τον ήξερα όλον αυτόν τον τελευταίο καιρό κι ήμουν δυστυχισμένος. Ότι ποτέ δεν θα φανερωνόταν ποτέ δεν θα τον έβλεπα δεν θα ερχόταν ποτέ
δεν είναι για σένα αυτό το τέλος λέει η Κυβέλη με χαμόγελο εσύ και όλοι οι όμοιοί σου. Πόσο μέτριοι ανάξιοι ποιητές είστε. Εσείς όλοι οι καλοί ποιητές. Αυτό το τέλος είναι για τους μεγάλους ποιητές και ίσως δεν χρειάζεται να τους πω μεγάλους. Αφού στην ποίηση μονάχα μεγάλοι ποιητές υπάρχουν κι αυτός είναι ο δεύτερος νόμος μου και τελευταίος: ότι η ποίηση δεν επαληθεύεται από καμιά ζωή από κανέναν κόσμο.
Η δικιά σου η ποίηση και ολωνών σας η ποίηση επαληθεύονται. Πόσο ταπεινά και θλιβερά η ζωή σου επαληθεύει. Εξαργυρώνει τους στίχους σου έναν-έναν και ό,τι έγραψες και ό,τι θα γράψεις. Το θυμάσαι αυτό που είπες; κάθε γέννηση γεννιέται δίδυμη με τον εχθρό της. Για πολύν καιρό επικρατεί και αποτρέπει. Ύστερα ο εχθρός αποκτά μια σκοτεινή αγαθότητα που προκαλεί φόβο κι ασάλευτος παρακολουθεί από μακριά με μιαν αλύπητη ευμένεια. Εγώ είμαι ο εχθρός σου Κωνσταντίνε. Λάιε είπε με ειρωνική έμφαση η Κυβέλη. Με αλύπητη ευμένεια σε παρακολουθώ. Περιμένω το τέλος σου.
Ξέρεις τι είναι τα συναισθήματα; Έχεις δει ποτέ πώς είναι ένα συναίσθημα;
Ξέρεις τι είναι τα συναισθήματα Κωνσταντίνε; λέει λυπημένα η Κυβέλη. Έχεις δει ποτέ πως είναι ένα συναίσθημα; Εγώ τώρα θα σου δείξω και θα δεις για πρώτη φορά συναισθήματα ανθρώπου. Η Κυβέλη ξεκούμπωσε το φαρδύ μακρύ γκρίζο φόρεμά της έπεσε γύρω από τα πόδια της. Στάθηκε ολόγυμνη λίγο καμπουριασμένη με το ένα χέρι της στο στήθος. Όλο της το σώμα ήταν χαρακωμένο. Οργωμένο από μεγάλες κλειστές πληγές παλιές και μερικά μέρη. Ήταν τυλιγμένα μα γάζες και η Κυβέλη άρχισε να τις ξετυλίγει και φάνηκαν. Καινούργιες ανοιχτές πληγές που αιμάτωναν ακόμα. Αποτράβηξε το χέρι από το στήθος. Οι μαστοί της ήταν κομμένοι σύρριζα και στη θέση τους δυο πλατιές καφετιές ουλές σαν ρόζοι. Με μια τελευταία κίνηση τράβηξε το μαύρο κάλυμμα απ’ το πρόσωπό της και είδα το σκεπασμένο μάτι της. Την αδειανή του βουλιαγμένη κόγχη το μάτι της βγαλμένο.
Μια ολόκληρη ζωή λέει η Κυβέλη να ταπεινώνω το σώμα μου να βασανίζομαι να θέλω να αφανιστώ.Γι’ αυτό δεν ξαναγύρισα ποτέ στην Ελλάδα. Για να μην σου κάνω κακό και το καθήκον μου εσένα να αφανίσω. Γιατί μ’ αυτή την μοίρα γεννήθηκα να σε εξοντώσω κι αυτό το χρέος μου το πλήρωνα πάνω στο δικό μου σώμα. Ήμουν μαζί ο ποιητής και ο εχθρός. Μονάχα μια γυναίκα μπορεί να καταλάβει πώς είναι δυνατό μέσα σε μια ψυχή ανθρώπου να υπάρχουν μαζί ο θάνατος και η στοργή. Που δεν είναι ούτε έχθρα ούτε αγάπη.
Θεέ μου αυτά τα άναρθρα. Τα άγνωστα ονόματα της ψυχής μας. Ρήμαξαν τη ζωή μας.Γιατί εγώ λέει με πένθος η Κυβέλη κι έτσι όπως την έβλεπα σκυμμένη είχε γεράσει είκοσι χρόνια. Εγώ ήμουν η γεννημένη για την ποίηση. Μη φανταστείς πως η συναισθηματική φροντίδα μου για σένα με εμπόδιζε. Η τέχνη δεν καταδέχεται τις θυσίες και μη σκεφτείς ότι η προστασία μου η αγάπη μου προς εσένα με εμπόδισε να φτάσω στον θρίαμβό μου σ’ αυτή την χριστιανοσύνη που εγώ προορίσθηκα γα να την εξαπλώσω. Για όλα ήμουν ικανή. Κι εσένα να προστατεύσω όπως το έκανα αγόγγυστα τρυφερά το έκανα και μαζί να δημιουργήσω. Ξέρω καλά τα εντόσθιά μου ένα-ένα ψηλαφώ τις λειτουργίες τους πώς άλεθαν. Πυρπολούσαν λεηλατούσαν τις βάρβαρες ομιλίες σας και ετοιμάζονταν να εκκρίνουν τους ιερούς μου φθόγγους αφού από τους δικούς σας γίνονταν.
Γιατί ο ποιητής δεν έχει δικιά του φωνή και με τη φωνή του μιλάν οι άνθρωποι κι ο κόσμος. Τους ψηλαφούσα κάτω απ’ το πετσί μου τους φθόγγους μου πώς έρρεαν στο αίμα μου πώς έσφυζαν κι αγωνίζονταν να βγουν να φτάσουν την φωνή μου. Δεν την έφταναν. Ποτέ δεν έφτασαν. Κι όμως πόσες φορές από τα δικά σας μιλήματα. Από τα φτωχά ανάξια έργα μέτριων άθλιων ποιητών όπως εσύ και όλοι σας και οι καλλίτεροί σας. Πόσες φορές κι αυτά ακόμα με συνέπαιρναν και άλαλη τα διόρθωνα. Βαθειά μου τα μεγάλωνα τα έκαμνα αντάξια αυτού του μεγάλου λόγου που μονάχα εγώ απ’ όλους σας ήμουν η άξιά του. Που εσείς από ένα άδικο άδικο. Άδικο χάρισμα μπορούσατε κάτι ελάχιστο από αυτόν ανίδεοι κι αχάριστοι να ψελλίσετε.
Είδα ολόκληρη τη ζωή μου να τρέχει προς τα εμπρός, προς ένα τοίχος από φως…...
Γύρω στις οκτώ αρχίζει να φέγγει. Ο ουρανός είναι μαύρος. Τα σύννεφα πανύψηλα μεγάλα τείχη το ένα πίσω από το άλλο τον κρύβουν. Όπως τα πολλά τείχη μιας αρχαίας βασιλεύουσας. Το μπροστινό τείχος είναι πάντα το πιο αδύναμο. Γρήγορα το ρίχνουν οι άνεμοι ανοίγουν πελώριες τρύπες και φαίνεται το δεύτερο τείχος. Πιο στερεό αλλά κι αυτό αρχίζει να γκρεμίζεται. Σήμερα μέτρησα έξι τείχη. Το τελευταίο και πιο φωτεινό δεν έπεφτε. Μέχρι τις δέκα προστάτευε τον ουρανό…
… Ψιλόβρεχε κι ένα κακό φως σκέπαζε όλη την ημέρα. Μια αστραπή μ’ έκανε να χωθώ στην αποθήκη δίπλα στο σπίτι. Ήταν γεμάτη καινούργια χαρτιά ταπετσαρίας από πέρυσι το καλοκαίρι. Είχα αποφασίσει να αλλάξω την παλιά σ’ όλο το σπίτι και όλο το ανέβαλλα. Ο Yannicκρεμόταν από την οροφή. Ο βρόχος ένα χοντρό άσπρο πλαστικό σκοινί βάρκας η Κυβέλη σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Την έβλεπα να διασχίζει αργά τα δωμάτια αφήνοντας πίσω της τις πόρτες ανοιχτές. Έφευγε. Χωρίς να γυρίσει να με δει βγήκε από την εξώπορτα αφήνοντάς την κι αυτήν ανοιχτή. Εχάθηκε για πάντα; Είχε αρχίσει να νυχτώνει.
Κάποιος στεκόταν στην ανοιχτή εξώπορτα. Πήγα προς τα εκεί ανάβοντας τα φώτα σε όλα τα δωμάτια. Με μια συγκίνηση γιατί νόμισα πως η Κυβέλη είχε ξαναγυρίσει. Ήταν ένας άγνωστος άνδρας γύρω στα τριάντα. Ψηλόλιγνος και κατάχλωμος φορούσε ένα εντυπωσιακό μοντέρνο μαύρο κουστούμι. Το κάτασπρο πουκάμισό του έκανε το πρόσωπό του παρόλη του τη χλομάδα να φαίνεται γκρίζο. Η γραβάτα του ήταν γαλάζια και μαύρη και είχε καλοχτενισμένα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά μακριά πίσω. Έμοιαζε με τον τραγουδιστή NickCave. Τι θέλετε; Ποιος είστε; ρώτησα κι αυτός προχώρησε μπροστά μπήκε στο σπίτι. Δεν σας ξέρω είπα είμαι βέβαιος πως κι εσείς δεν με ξέρετε. Τα χέρια του ήταν σχεδόν κυανά και σκέφτηκα πως δεν ήταν πολύ κρύα και θα υπέφερε από αυτό. Απέφευγε να με κοιτάξει και προχώρησε προσπερνώντας με πήγε προς το δωμάτιό μου.
Τον ακολούθησα με θυμό για την σιωπή του και την τόλμη του. Στο δωμάτιο στάθηκε για λίγο ακίνητος στρέφοντάς μου την πλάτη. Ξαφνικά γύρισε. Με πλησίασε μ’ αντίκρισε. Τα μάτια του λίγο κοκκινισμένα με κοίταζαν συνεσταλμένα. Αλλά προσπαθούσε να τα κρατήσει στυλωμένα στα δικά μου. Δεν είχα πια θυμό. Σε ανεγνώρισα. Ήρθες να με σκοτώσεις είπα ήρεμα. Αλλά και με μια ευτυχισμένη διέγερση. Είδα στο δεξιό του χέρι. Κρατούσε ένα παράξενο μαχαίρι από λαμπερό σαν το χρυσάφι μπρούντζο. Η πλατειά του λάμα κατέληγε κυρτή σε μια λοξή αιχμή. Σαν τα παλιά μαχαίρια που είχαν ανατολίτες.
Άδειασε όλος μου ο νους άδειασε κι η ψυχή μου. Έκανε μια αστραπιαία χειρονομία στον αέρα. Ένοιωσα έναν οξύ πόνο στο στήθος μου δεξιά εκεί που τελειώναν οι πλευρές. Έσκυψα και είδα με έκπληξη το μαχαίρι να τραβιέται έξω από το σώμα μου. Ένας κρουνός αίμα πετάχτηκε από την τρύπα ανακατεμένο με χολή.Γιατί με σκοτώνεις. Ποιος είσαι ρώτησα έτοιμος να σωριαστώ σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ μη. Λυπήσου με μη. Μη με σκοτώσεις παρακάλεσα με ξεπνοϊσμένη φωνή. Λυπήθηκα αβάσταχτα τον εαυτό μου άρχισα να κλαίω. Το χέρι του σαν να μην ανήκε στο ακίνητο σώμα του ανεβοκατέβαινε με απίστευτη ταχύτατα με μεγάλες απλωτές κινήσεις. Όλες προς το επάνω μέρος της κοιλιάς κάτω από το θώρακα. Είπε ψέματα η Κυβέλη είπα με αναφιλητό με παράπονο.
Να ο άγνωστος θάνατός μου. Χωρίς αιτία κι εκείνη την στιγμή. Πίσω από τα κλεισμένα μου βλέφαρα πέρασε η μορφή της Κυβέλης. Πρώτη φορά την έβλεπα έτσι όπως την είδα. Από κάπου με κοίταζε. Σαν ν’ ακουμπούσε καθιστή σ’ ένα τραπέζι με κοίταζε καπνίζοντας. Αλλά ήταν μισόγυμνη και πρόστυχη. Μ’ ένα φτηνό μαύρο κομπινεζόν είχε μόλις σηκωθεί από έναν αισχρό έρωτα. Με κοίταζε συνέχεια με τα πρησμένα μάτια της εξαντλημένη από τους οργασμούς και κάθε τόσο έφερνε το τσιγάρο κι ύστερα την τύλιγε ο καπνός κι ύστερα θυμήθηκα. Το ξεχασμένο άλλο της όνομα.
Την Κυβέλη την έλεγαν και Αρετή.Όμως ποτέ κανείς δεν την είχε φωνάξει έτσι. Άνοιξα τα μάτια. Δεν πονούσα πια και μονάχα αισθανόμουν την βία των χτυπημάτων αλλά κανέναν πόνο. Ήμουν πεσμένος κάτω κι από χαμηλά. Έβλεπα τον άγνωστο γιγάντιο με υψωμένο το μαχαίρι. Σταματημένο στον αέρα έτοιμο να ξαναχτυπήσει.Είναι ζωντανές οι ιδέες! φώναξα σα να προσπαθούσα την τελευταία εκείνη ώρα κι εγώ να τον χτυπήσω και να αντισταθώ και φώναξα με όση δύναμη μου απέμενε υπάρχουν.
Είναι ζωντανές οι ιδέες!Ξαναχτύπησε πάντα στο ίδιο μέρος και πάλι ορθώθηκε και περίμενε κι εγώ. Φοβισμένος για ένα νέο χτύπημα. Έψαξα με απελπισία κάτι για να σκεπάσω. Το σπαραγμένο σώμα μου για ν’ αμυνθώ. Ήρθε καινούργιο χτύπημα. Αλλά αυτή την φορά στο πρόσωπο. Πάνω στο μάγουλό μου κι αισθάνθηκα το μαχαίρι να χώνεται στο κόκκαλο. Να τρυπάει την υπερώα να ξεσκίζει την γλώσσα μου. Μασώντας θρύψαλα οστών ξερνώντας σάλια και αίματα είπα τον θάνατο του Σαρπηδόνα και με αυτόν εσκέπασα. Τις άδικες πληγές μου
…………………………………………………………….
ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ: Ποιος αξιώθηκε ποτέ να δει όπως κι εγώ μέλλον στον θάνατό του;…….
Παρακαλούσε κι έλεγε μη φεύγεις.Σε παρακαλώ μην μ’ αφήνεις μη φεύγεις από κοντά μου. Να με κρατάς. Χάνω την ψυχούλα μου κύριε Γιώργο. Σε παρακαλώ μην πάψεις να με βοηθάς. Μου παίρνουν την ψυχούλα μου. Μην τους αφήσεις να μου την πάρουν σε παρακαλώ. Η ψυχούλα μου κύριε Γιώργο. Μου την παίρνουν. Πονώ πολύ που την τραβάν κι αυτή δεν ξεκολλάει και πονάω πονάω. Μην τους αφήνεις. Μη φύγεις σε παρακαλώ. Κύριε Γιώργο η ψυχούλα μου. Ο άλλος από αριστερά επλάγιασε στο πλάι μου κι ήρθε για να πεθάνει. Πριν πεθάνει είπε μια ιστορία αυτήν εδώ.
Δεν είχε χείλια κι όλο του το πρόσωπο κρεμόταν. Κι ενώ εκεί στο πλάι μου επέθαινε και τον έβλεπα πώς απομακρυνόταν. Είπε για έναν άλλον θάνατο και πως αλλού επέθαινε και πριν καιρό αλλά το πρόσωπό του. Σαν να κρεμόταν μάκραινε κι αδυνάτιζε κι αργά κατεβαίνει. Κρεμασμένο από τον ακίνητο νου του θανάτου και έλεγε τότε που πέθαινα. Αλλά προτού κι εκεί που ετοιμαζόμουν. Είπα θα πάω πριν να ξαναβρώ εκείνο το μικρό παιδί. Το είχα συναντήσει σε μιαν απέραντη έρημη ακτή.
Άρχισε μια σιωπή κι ερχόταν προς τα εμένα και τότε είδα στην άκρια του βαγονιού. Ήταν ένα σύμπλεγμα των ανθρώπων. Νεαρά αγόρια και γυναίκες μικρές. Δεκαπέντε και δεκαεφτά χρονών ξεντυμένα κι έκαμναν έρωτες μεταξύ τους. Έπεφταν πάνω στους ξεσκισμένους μπλε μουσαμάδες των καθισμάτων κυλιόνταν ανάμεσα στα καθίσματα. Ένας άγριος έρωτας τα βασάνιζε και συσπώνταν σχίζονταν ανακλαδίζονταν. Κουβάρι φίδια τυλίγονταν και μπλέκονταν σαν σπείρες και με φωνές ετίναζαν τις άσπρες τους κοιλιές. Βόγκοι κι ανάσες χνουδωτές με ακουμπούσαν κι εγώ η ζωή μου άνοιξε και χυνόταν και αισθανόμουν πως από τη θέα του έρωτα η ζωή μου αιμορραγούσε.
…………………………………………………….
Μέσα εκεί ένα νεαρό ζευγάρι κι εκείνο ενωνόταν. Όμως σαν ένας αποχαιρετισμός η κίνηση αυτωνών ήταν πολύ αργή και με μικρό λυγμό παιδιού το κορίτσι έγερνε και φυσούσε μέσα στο αυτί του αγοριού και το αγόρι μ’ έναν σεβασμό εχάιδευε την κοιλιά της που ήταν πελώρια κι έτοιμη να γεννήσει αλλά από άλλον ξένον έρωτα και με μεγάλη προσοχή ο άνδρας φρόντιζε να ηδονισθεί με προσοχή να μην ερεθιστεί. Να μην ξυπνήσει η γέννα που κοιμόταν στο σώμα της γυναίκας.
Το ένωμά τους τόσο αργό σαν ταραγμένη φυλλωσιά τρέμαν μικροί σπασμοί διαφανείς.Από ώρα μέσα στο νου μου θάμπωνε και γκρεμιζόταν μια ομιλία ασώματη έλεγε και μιλούσε κι εκεί που συνάντησα αυτούς τους πολλούς έρωτες και τους παρατηρούσα ερχόταν και ξανάφευγε και πάλι ξαναρχόταν ένας βασανισμένος στίχος. Θαρρώ του Ευριπίδη ξόρκι των ερώτων των κρυφών.
Από στάχτη παρθένων εραστών. Φύλαγέ με – ποτέ έρωτα να μη νοιώσω. Προσέχοντας προσπέρασα εκείνο το φυτεμένο με έρωτα κοίλο και μία στιγμή εκέρδισα το λαμπερό το βουρκωμένο βλέμμα τους κι εκεί μέσα στα μάτια τους για μια στιγμή εμπόρεσα και είδα τις αστραπές μιας νύχτας και μου φάνηκε ήταν μια νύχτα που θα ερχόταν μετά τον θάνατό μου.
Ποιος αξιώθηκε ποτέ να δει όπως εγώ μέλλον στο θάνατό του; Όμως κι αυτός ο έρωτας ο δεύτερος. Σαν να μου έπαιρνε όση ζωή μου απόμενε και όση ο άλλος ο πρώτος έρωτας μου είχε αφήσει ακόμα. Εξαντλημένος βγήκα απάνω. Η ημέρα μόλις φώτιζε κι εμπρός μου ένας ναός από καιρούς κλειστός ο Άγιος Λάιος Γερμανός. Σβηστή η πόλη γύρω του και όλοι οι δρόμοι έρημοι και σβηστοί. Όλα εδώ θα τελείωναν; Σ’ αυτό το άγνωστο μέρος και το παιδί της παρμένης φωνής ποτέ πια δεν θα δω. Εκεί επάνω στην σχάρα του υπόγειου όπου έγειρα. Με βρήκε το σκοτάδι κι η αντοχή μου ετέλειωνε κι εξάπλωσα με τύλιξαν οι ατμοί οι βαθιές οι δροσερές αναπνοές της γης κι εκεί που η ζωή έσβηνε και με άφηνε.
Το τελευταίο αίσθημα γερά με κράτησε ψηλά κι εκεί ψηλά με κράτησε ιερά η πιο τελευταία η πιο σκληρή υπερηφάνεια της ζωής και τότε μονάχα εδέχθηκα.Καταδέχθηκα να πεθάνω. Είπε εκείνος ο άνθρωπος που είχε γείρει πλάι μου. Αυτός που εμετρούσε έρωτες.
Ο ΒΟΗΘΟΣ ΤΩΝ ΘΑΜΜΕΝΩΝ
Ήταν ένα παιχνίδι που το παίζαμε εγώ κι αυτή όταν ήμασταν παιδιά και έφηβοι. Να χορεύουμε στους δρόμους ανάμεσα στους ανθρώπους που σταματούσαν και γελούσαν. Μας χαίρονταν ή μας κορόιδευαν αλλά εμείς σοβαροί ως το τέλος διασχίζαμε χορεύοντας τις λεωφόρους της Θεσσαλονίκης. Την ακολούθησα και χορεύοντας μαζί πάνω στο μικρό σαν λέξη μοτίβο των Ούγγρων συνεχίζαμε μέσα στις στοές. Ο κόσμος μας προσπερνούσε αδιάφορος. Αν κάποιος σταματούσε ήταν επειδή αντίκριζε εμένα. Μερικοί αλκοολικοί και τοξικομανείς αντιδρούσαν ουρλιάζοντας και προσπαθούσαν να μας ακολουθήσουν. Αλλά δεν άντεχαν και στέκονταν παραπαίοντας ή σωριάζονταν καταγής και μας έβριζαν.
Ξαφνικά αντιλήφθηκα έναν τρίτο που μας ακολουθούσε από ώρα χορεύοντας. Ήταν το πιο ωραίο ανθρώπινο πλάσμα που είδα ποτέ. Άφυλο τραβεστί μαύρος. Φορούσε κοντές μπότες με μεγάλες γαλλικές αστραφτερές αγκράφες και μια πολύ κοντή μίνι φούστα χρυσόμαυρη. Από πάνω ένα γιλέκο τζην στολισμένο με στρας κι από μέσα ένα στενό κορμάκι από παλιό σωμόν ταφτά. Είχε έντονα βαμμένο το πρόσωπο με πράσινες γαλάζιες μαύρες σκιές. Τα μαλλιά ολόασπρα ορθώνονταν προς τα πίσω σαν τις περικεφαλαίες από ξερά χόρτα των ιθαγενών της Αφρικής. Με μιαν ελαφράδα σαν να μην άγγιζε την γη χόρευε και μας περιτριγύριζε με μιαν αγάπη και έγνοια. Βγήκαμε στην έξοδο κι εκεί το σπάνιο πλάσμα σταμάτησε. Ακίνητο μας έβλεπε που απομακρυνόμασταν εγώ και η Κυβέλη. Με ένα νεύμα ευγενικό του δεξιού χεριού μας ξεπροβόδισε.
Αγαπώ σημαίνει κάνω ένδοξο έναν άνθρωπο…
Η ιστορία της Ελένης Ξένου.Η Ελένη λέει δεν ξέρω αν μ’ ακούς. Γι’ αυτό θα μιλήσω σαν να μιλούσα στην κόρη μου. Την άφησα δεκατριών χρονών για να έρθω να ζήσω μαζί σου κι ακόμα δεν την έχω ξαναδεί και ίσως ποτέ δεν θα την ξαναδώ. Ψυχή μου κοριτσάκι μου ποτέ δεν ήμουν σίγουρη. Ότι είχε καταλάβει τι σήμαινε εκείνο το χάρισμα του πορτραίτου. Δεν αγαπάω την τέχνη. Είναι επικίνδυνη για την ζωή.
Τίποτε δεν συγκρίνεται με τη ζωή. Όμως εγώ σεβάστηκα τη σχέση του με την τέχνη. Δεν είχε άλλη ζωή από την τέχνη κανέναν άλλο τρόπο να ζει. Πόσες φορές τον λυπήθηκα γι’ αυτό. Ψέματα σου λέω αγάπη μου τίποτε δεν σεβάστηκα. Από δική μου ανάγκη δικό μου όνειρο να οδηγήσω τον έρωτά μου προς αυτόν εκεί όπου θα μπορούσε αυτός να τον ζήσει.Να του δώσει αυτός για τον εαυτό του την μεγάλη του αξία ζώντας τον μέσα στην τέχνη όπως εγώ τον ζούσα με τον ταπεινό μου τρόπο.
Θυσίασα το σώμα μου που μονάχα από το δικό του ζούσετο εξόρισα. Το εξαφάνισα από την φυσική μας σχέση και του έδωσα το πορτραίτο μου που ήταν ό,τι από μένα είχε γίνει τέχνη. Ήταν σαν να του έλεγα να δεθεί σε σχέση τέχνης μαζί μου και δέχθηκα εγώ. Αυτή που είμαι εγώ να φύγω από τη ζωή του να πεθάνω για να είναι ελεύθερος να μ’ αγαπήσει όπως αυτός θα ήθελε. Στην πιο πραγματική μου μορφή που ήταν για κείνον ό,τι σ’ εμένα η τέχνη έβλεπε ό,τι από μένα πήρε.
Ποιος μπορεί να υπερηφανευθεί για ποιο απόλυτη ερωτική πράξη που τόσο ακριβά την πλήρωσα. Πόσο δυστυχισμένα πλήρωσα αυτήν την ανόητη ερωτική μου φιλοδοξία. Αλλά αυτός με μόλυνε με φιλοδοξία με την δικιά του απάνθρωπη φιλοδοξία των δημιουργών. Είναι οι πιο αδίστακτοι τύραννοι. Γιατί το απάνθρωπο κίνητρο της δημιουργίας είναι πάντα η δόξα. Η δόξα να άρχεις. Η φιλοδοξία τους είναι να εξουσιάζουν με την τέχνη τους τον κόσμο. Δεν υπάρχει πιο μανιακή πιο ανθεκτική. Ακατάλυτη εξουσία από την εξουσία της τέχνης. Παρόλο που αδιαφορώ για την τέχνη δεν είμαι κυνική δεν εννοώ ποταπές φιλοδοξίες. Αλλά τις πιο ηρωικές και τις πιο άξιες ν’ ανεβούν στην εξουσία. Όμως και για μένα την ερωτευμένη σκύβει η Ελένη και με φιλάει σε όλο μου το πρόσωπο ο έρωτας μου γι’ αυτόν ήταν να βλέπω κάθε φορά γύρω του την φωτεινή αχλύ της δόξας. Μιας δικής μου δόξας που με αυτήν από την αρχή τον περιέβαλλα.
Αγαπάω σημαίνει κάνω ένδοξο έναν άνθρωπο. Είναι η μοναδική δόξα που θα γνωρίσει ο άνθρωπος αυτός σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Καταλαβαίνεις λοιπόν για τι δόξες για ποιες εξουσίες μιλώ. Τώρα που τον έχω στα χέρια μου λέει η Ελένη και μια απεγνωσμένη απόφαση κάνει τα λόγια της ανελέητα ενώ μιλά για έρωτα ευγνωμονώ τον θάνατο. Που τον επέστρεψε σ’ εμένα που τον δικαιούμαι γιατί εγώ γεννήθηκα για να είμαι η ζωή του κι ο θάνατός του. Για να εκπληρώσω ό,τι κρυφό κι ανομολόγητο επόθησε για να τον δικαιώσω. Θα παρηγορήσω την μεγαλομανία του θα την εξαπατήσω. Θα την αναπαύσω μεταμορφώνοντας το θάμβος της δόξας του σε γη.
Σε χώμα με γερούς σκληρούς σβώλους. Που τους πιάνεις με το χέρι σου κι ας τολμήσει κανείς να γελάσει μ’ αυτά. Θα σου δώσω ένα βασίλειο. Θα τον κάνω βασιλιά της Ασίας. Ένας Έλληνας βασιλιάς της Ασίας. Της γης σου απ’ όπου κρατά το γένος της μάνας του. Με ένα ιστιοφόρο ταξίδεψαν από την Ρόδο στην απέναντι ακτή της Τουρκίας.
Κι ο έρωτας της Ελένης Ξένου. Δεν ήταν για μένα. Γι’ αυτό που εγώ είμαι. Και η ζωή μου. Ό,τι έζησα δεν ήταν για μένα. Τίποτε δεν ήταν για μένα. Τίποτε δεν μου δόθηκε γι’ αυτό που εγώ ήμουν. Ένας μικρός αέρας φύσηξε από πάνω μου κυμάτισε το χώμα που με σκέπαζε. Τα αισθήματα των νεκρών γίνονται ταπεινοί ανακλαδισμοί της φύσης και είπα αυτό το φύσημα είναι ανακούφιση. Λύτρωσή μου και η ελευθερία μου που τίποτε δεν ήταν για μένα και τίποτα δεν χρωστούσα σε κανέναν γι’ αυτό που πραγματικά ήμουν για ό,τι μου δόθηκε για ό,τι έζησα.
Και σε κανέναν άνθρωπο τίποτε δεν του δόθηκε.Τίποτε δεν ήταν γι’ αυτό που πραγματικά είναι και ό,τι έζησε δεν ήταν γι’ αυτό που αληθινά είναι. Ο Δώρος ήρθε και ίσιωσε με επιμέλεια τα ακίνητα κύματα του χώματος. Επρόσεξα το κεφάλι του έτσι καθώς διαγραφόταν καθαρά πάνω στον λευκό πεθαμένο ουρανό του σούρουπου. Ήταν ένα κεφάλι τέλεια ελληνικό. Τα σγουρά μαλλιά και το κάθετο μέτωπο. Η λεπτή ευθεία μύτη που στην ρίζα της είχε ένα μικρό κύρτωμα. Τα μικρά ευαίσθητα χείλια και το στρογγυλό μαλακό πηγούνι. Εκείνη η καμπύλη που το ένωνε με τον όρθιο λαιμό και σκέφτηκα ώστε υπάρχουν οι Έλληνες. Κι αισθάνθηκα πρώτη φορά στην ζωή μου και μέσα στον θάνατό μου. Πρώτη φορά αισθάνθηκα την γη όπου επλάγιαζα μονάχα τη γη δική μου.