Quantcast
Channel: Χειμωνάς Γιώργος, Εχθρός του Ποιητή, Εκδρομή, Αδελφός, Πεισίστρατος, Γάμος Χτίστες
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

ΜΙΑ ΠΝΟΗ ΜΑΝΑΣ ΤΟΝ ΤΥΛΙΞΕ ΚΙ ΕΝΙΩΣΕ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ:

$
0
0
Σκληρός σαν πολιούχος εμφανίστηκε στην πόλη που είχε μονάχα έναν πλατύ κι ανώμαλο δρόμο με κόκκινο χώμα κι αναστατωμένο από γυμνά πόδια και παλάμες ανθρώπων Με δεξιοτεχνία μίκραινε ο ίδιος το κορμί του. Μ’ ένα κοφτήρι αμβλύ σαν φαλτσέτα αλλά με κόψη αδρή αφαιρούσε μικρά κομμάτια από το σώμα του να γίνεται όλο μικρότερο. Με μια υπομονή σαν σοφία δεν έκαμνε πληγή κι ούτε έτρεχε αίμα και σαν μια στάμνα στρογγύλευε και μίκραινε το ακούμπημα του στη γη[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γώργου Χειμωνά ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1979 με εικόνα την Κόκκινη Πόρτα στη Σαντορίνη από τη σελίδα ΚΛΕΙΣΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΟΦΥΛΛΑ…]

Απομακρύνθηκε ο ορίζοντας. Η ζωή φάνηκε πρώτα στους τοίχους που ήταν αλειμμένοι μ’ ένα υλικό σαν σημασία. Αλλού οι τοίχοι εξογκώνονταν και εξείχαν σα να γεννούσαν αγάλματα κι άμορφα ακόμα που μόλις σχηματίζονταν κρέμονταν από τους τοίχους. Αργά κατέβαινε ο ουρανός. Υπέροχος κεφαλόδεσμος από λοξά βαριά καλύμματα λύθηκαν κι έπεφταν αργά για να φανεί ξανά πόσο καλό είναι το φως. Ο κόσμος να γίνει εικόνα. Αυτή θα είναι η τελευταία ζωή των ανθρώπων να τους σκεπάσει μια εικόνα! Ιδού…

ΜΙΚΡΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΔΟ
Ανέβηκε στην επιφάνεια του χώματος. Ακολουθώντας έναν λοξό ανήφορο τον ανέβηκε με κούραση.Λοξά παρουσιάστηκε στην πόλη. Εξαντλημένος σα να γεννιόταν εκείνη τη στιγμή που παρουσιάστηκε. Αργά έτρεφαν τα μέλη του και δυναμώναν να γίνει ολόκληρος να βγει. Έτοιμος και τελειόμηνος κάτοικος αυτής της χώρας. Αλλά ακόμη η ψυχή του δεν είχε σχηματιστεί. Σκληρός σαν πολιούχος εμφανίστηκε στους δρόμους. Όλοι τον αναγνώριζαν αλλά κανένας δεν τον έλεγε. Η πόλη ήταν κατεστραμμένη και ισοπεδωμένη. Σκαμμένα τα χώματα και αραιές παλαιϊκές οικοδομές ορθώνονταν μακριά και χρησιμεύαν για θεομηνίες. Πιο μακριά στη θάλασσα φαίνονταν μεγάλα πλοία ιστιοφόρα. Τον απόφευγαν από την πολυτελή όψη του κι από το στολισμένο του πρόσωπο. Το πρόσωπό του το στόλιζαν ακριβές εκφράσεις. Αλλά κι εκείνος αισθανόταν ένα σφίξιμο από μιαν επίγνωση ανανδρίας. Αυτή η πόλη είχε μονάχα έναν δρόμο. Πλατύς κι ανώμαλος με κόκκινο χώμα αναστατωμένο από άγρια άροτρα. Αλλά κι από γυμνά πόδια και παλάμες ανθρώπων.



Οδηγούσε από χαμηλούς λόφους και βαθιές χαράδρες σαν γιγάντιες τσεκουριές. Τα σπάνια χτίσματα που διασώθηκαν ήταν ογκώδη κι όλα χτισμένα με παλιά κόκκινα τούβλα. Έρημοι πελώριοι φούρνοι ή μύλοι. Σαν εγκαταλειμμένα νοσοκομεία εξανθηματικών ανθρώπων. Οι στέγες τους φολιδωτές και σαν ψημένες από τον ήλιο ράχες χερσαίων ψαριών. Περιφερόταν κι εκπληρούσε ένα είδος απογραφής. Θα γίνει πόλεμος φώναξε μια γυναίκα και τον κοίταξε με κακία. Μετά μιαν απογραφή γίνεται πάντα πόλεμος είπε η γυναίκα. Ύστερα σώπασε και τον κοίταξε με μια φοβερή κακία. Ξαφνικά άνοιξε δίπλα του ένα παράθυρο. Πολύ κοντά και σχεδόν τον άγγιξε καθώς άνοιγε σαν δίφυλλη μεγάλη θύρα με μικρά τετράγωνα τζάμια άνοιξε αργά. Φάνηκαν δυο μικρά παιδιά. Το μεγάλο προστάτευε το μικρό που είχε πολύ πυρετό. Είχαν μείνει μοναχά. Το άρρωστο παιδί φορούσε ένα φαρδύ κι ροζ τσίτι. Αλλά καλοσιδερωμένο και καθαρότατο.

Μια πνοή μάνας τον τύλιξε κι ένιωσε μεγάλη συγκίνηση. Το άρρωστο είχε διπλωμένο το ένα του χέρι. Από καιρό κλεισμένος ο αγκώνας κι εκείνο το χέρι κολλημένο στο πλευρό αγκυλώθηκε. Με βία αυτός το ανοίγει και το παιδί έκρωξε. Στο μέσα του αγκώνα ήταν κρυμμένο ένα κουβαράκι από μαλλιά ανθρώπου. Φυλαχτό του αγκώνα το κρατούσε συνέχεια το παιδί και έπαθε το χέρι του. Αλλά τραντάχθηκε από το τέντωμα και τρέμει. Μ’ έναν αδύναμο λόξυγκα σαν παραπόνεμα ξεψύχησε. Τότε το μεγαλύτερο είπε με λύπη το είχε βάλει η μάνα του γιατί είναι θαυματουργό και πριν πέντε χρόνια βλοημένο. Γιατί είχε μιαν αρρώστια που τη λεν επιλαθού. Το έπιανε και τίναζε το χεράκι του κι ύστερα σταματούσε. Τότε η μάνα του του τόβαλε να το κρατά συνέχεια εκεί ώσπου να του περάσει και έδενε το χέρι του μη πέσει αλλά μετά που χάθηκε η μάνα του από μόνο του το έσφιγγε πιο πολύ και το κρατούσε πιο πολύ.

Μπαίνει στο σπίτι. Μάντευες πέρα πολλά δωμάτια ευρύχωρα και ψηλοτάβανα και παντού υπήρχε κόσμος πολύς. Σιωπηλά συνωστίζονταν στις κώχες και σε κρυφά μεσοπατώματα. Πίσω από σκοτεινές σκάλες κούρνιαζαν οικογένειες προσφύγων. Κάτω από τα παράθυρα σέρνονταν και άπλωναν τα χέρια προς το φως των παραθύρων. Εκεί ήταν ένα δούλος. Ανήκε σε παλιό έθνος δούλων από την Κύζικο. Δεν είχαν όνομα ούτε οικογένεια και ζούσαν από πάντα δίπλα στις οικογένειες των προσφύγων. Συνέχεια να παίρνονται δεν έμαθαν να μιλά και δεν καταλάβαιναν το λόγο των ανθρώπων παρά μονάχα με τις κινήσεις των χεριών και με νεύματα καταλάβαιναν.

Αυτός ο άνθρωπος κληρονόμησε τους άλαλους δούλους.Αγορασμένος έστεκε σε μια γωνιά. Ακίνητος κι όλη του τη ζωή να πιάνει λιγότερο τόπο. Με δεξιοτεχνία μίκραινε ο ίδιος το κορμί του. Μ’ ένα κοφτήρι αμβλύ σαν φαλτσέτα αλλά με κόψη αδρή. Αφαιρούσε μικρά κομμάτια από το σώμα του να γίνεται όλο μικρότερο. Δίδασκε στο σώμα του μια νέα λειτουργία την κοπή. Με μια υπομονή σαν σοφία δεν έκαμνε πληγή κι ούτε έτρεχε αίμα και σαν μια στάμνα στρογγύλευε και μίκραινε το ακούμπημα του στη γη. Εκεί περίμενε μια γυναίκα. Του είπε πως είναι πολύ άρρωστη. Πρόσεξε πως ήταν εξαιρετικά χαμηλή και τότε πρόσεξε πως είχε μονάχα κεφάλι. Το κεφάλι εκείνο κουνιόταν ακατάπαυστα καταγής μπροστά στα πόδια του. Επάνω σ’ ένα αδειανό απλωμένο φόρεμα μπλε με μικρά κίτρινα λουλούδια. Σαν να είχε λιώσει ολόκληρη κι είχε εξαφανιστεί και μονάχα το κεφάλι της απόμεινε ζωηρότατο κι εκείνο το χτυπητό της ρούχο. Τα μάτια της κίτρινα και οι κόρες στενές σαν καρφίτσες.

Τον κοίταξε από καταγής με λαχτάρα και φώναξε βοηθήστε με και κάντε με καλά. Της είπε με χαμηλή φωνή δεν μπορώ τώρα είπε με μεγάλη αγωνία αύριο. Σαν να παρακαλούσε την κοίταζε ταραγμένος και ικέτευε αύριο. Η γυναίκα φώναζε με μιαν υπερβολική ευγνωμοσύνη να την ακούσουν όλοι είστε ο ευεργέτης μου. Το είπα σε όλους ότι εσείς θα με σώσετε. Θα έρθω αύριο και σας ευχαριστώ. Δεν έχω άλλον στον κόσμο. Το κεφάλι εκείνο είχε μιαν αξιοπρέπεια. Σαν ζωγραφιστή στο πάτωμα ασώματη γυναίκα σάλευε καταγής και το αδειανό της ρούχο τρανταζόταν άδειο κι έμοιαζε να κυματίζει από χαρά κι ελπίδα. Σ’ έναν μακρύ πάγκο ήταν δυο γυναίκες. Η μια μακριά από την άλλη. Η μία καθιστή ήταν νέα και τεντωμένη τον κοίταζε αμίλητη. Είχε πεταχτά μήλα χλωμά με μικρές στιχτές ακίνητες αιμορραγίες.

Μικρές σπασμένες φλέβες πάνω στα μήλα του προσώπου της και τα μάτια της μικρά και ξεπλυμένα γαλάζια βαθιά χωστά μέσα στις κόγχες. Όταν μιλάει γέρνει λίγο το κεφάλι της στο πλάι. Η άλλη ήταν ηλικιωμένη και ήταν ξαπλωμένη στην άλλη άκρια. Τυλιγμένη ως επάνω στο σαγόνι με άσπρα απανωτά σεντόνια. Μια ομάδα μελαχρινές και λιγνές γυναίκες στην άλλα άκρη του μικρού δωματίου. Ετοίμαζαν τσάι. Αρμένισσες και παράστεκαν εκείνην των σεντονιών. Σκύβει από πάνω της και τη ρωτά. Το στόμα της μισάνοιχτο και τότε του φάνηκε πως ήταν σφαγμένη. Μονάχα εμένα θα γράψετε απ’ αυτό το σπίτι είπε η άλλη γυναίκα με τα πεταχτά μήλα. Μίλησε από κει που καθόταν και καθαρά και ήσυχα ακούστηκε να λέει μονάχε εμένα να γράψετε για όλο αυτό το σπίτι.

Απότομα σηκώνεται και τον πλησιάζει με άγριες αλλά προσεκτικές κινήσεις.Κολλά το παράξενο πρόσωπό της πάνω στο πρόσωπό του. Λέει ήρεμα και μαλακά είμαι δασκάλα και με λεν Αγλαΐα. Θα γράψτε για όλους εδώ μέσα το όνομά μου. Αγλαΐα. Λεγόμαστε όλοι Αγλαΐα. Ξαφνικά αρχινά να ουρλιάζει κανενός το όνομα! Εγώ φυλάω τα ονόματά τους και σε κανέναν δεν τα δίνω! φώναζε και μάνιαζε εκείνη τη γυναίκα. Αγλαΐα. Η ζωή μας και το σπίτι μας ολόκληρο κι όλες μας οι ιστορίες λέγονται Αγλαΐα.

Μια μέρα μεταμορφώθηκε σε ετοιμοθάνατη μεσήλικη γυναίκα.Με μιαν αργόσυρτη λύπη αναθυμάται τη ζωή της. Έχει μονάχα ένα μεγάλο γιο. Δεκαοκτώ χρονών αλλά εξαιτίας μιας χρόνιας αρρώστιας ζει κλεισμένος σε θεραπευτήριο. Από πολύ καιρό τον έχει οριστικά αποχωριστεί. Αόρατη περνά μες στους ανθρώπους γιατί κανείς δεν την προσέχει σα να είχε κιόλας πεθάνει. Από θάνατο αφηρημένη κοντοστέκεται στους δρόμους. Μια μελαγχολία σαν ηχώ αλλά όχι επειδή θα πέθαινε. Λύπη ολόκληρης ζωής κι ό,τι θυμάται είναι εξαθλιωμένο. Πήγε και στάθηκε σ’ ένα οικισμό. Καταυλισμός των ετοιμοθάνατων αλλά μιας άγνωστης φυλής. Ασιατικής γιατί τα πρόσωπα εκείνα έδειχναν μια πανάρχαια ηλικία φυλής.

Τον οδήγησαν σ’ ένα μικρό σπίτι που ήταν μονάχα ένα δωμάτιο.Αυτός που έχει το σπίτι τον παρακολουθεί. Είναι ανέκφραστος και ακάθαρτος. Έχει μια σκοτεινή μνησικακία που οφείλεται στη φυλή του. Του φάνηκε πως αυτός ο ιδιοκτήτης έχει στο νου του να μη το χωριστεί σ’ όλη του τη ζωή. Τότε αισθάνθηκε αγωνία κι αφουγκραζόταν όλη την ώρα. Κάθε τόσο ανασηκώνεται και κοιτάζεται στο τζάμι του παραθύρου. Έχει το λευκό και ήσυχο πρόσωπο εκείνης της σιωπηλής ετοιμοθάνατης γυναίκας. Τα μάτια της γυαλιστερά μαύρα και μικρά δεν φαίνεται καθόλου το άσπρο. Σβηστά αλλά έχουν μιαν ακίνητη επιμονή κι ένα δάκρυσμα. Όπως το βλέμμα εκείνων που πεθαίνουν σωπαίνοντας. ησυχάζει και πάλι ξαπλώνεται. Αυτό το κάνει πολλές φορές. Ανακαλύπτει πως το πρόσωπο που βλέπει τώρα στο τζάμι δεν είναι γυναίκα. Είναι ένα αγόρι ως δεκατεσσάρων χρονών και τον κοιτάζει απ’ έξω με το πρόσωπο κολλημένο στο τζάμι. Είναι αδύνατο με πυκνά μαύρα μαλλιά αλλά το δέρμα του χάραξε θαμπό και σκέφτηκε πως κατάγεται από φοίνικες. Άμα εκείνο είδε πως το είδε έστρεψε την πλάτη. Είναι καθισμένο δίπλα στο παράθυρο κι έχει μπροστά του ένα τενεκέ όπου άναβε φωτιά. Ψήνει ένα μεγάλο κομμάτι κρέας που άρπαξε για να φάει.

Τότε είδε πως το δωμάτιο εκείνο είναι δυο μέτρα από μιαν ασάλευτη άσπρη θάλασσα.Αναγνώρισε τη θάλασσα του ωκεανού και σκέφτηκε πως εδώ υπάρχουν τυφώνες. Σκύβει επάνω στο παιδί κι εκείνο αρχίζει να μιλά χωρίς να σηκώνει το κεφάλι. Πρόσεχε το κρέας πάνω απ’ τη φωτιά κι έλεγε σαν να γύρευε ομοιοκαταληξίες για τα μικρά φυσήματα του αέρα έπαινο για τη θάλασσα ποιος θα πει; Από την απέραντη εργασία της θάλασσας γεννιέται το νησί. Κσόι κσόι άσπρα μικρά λουλούδια που δεν είστε λουλούδια. Αλλά όπως θα ήταν των λουλουδιών οι σκελετοί. Ελαφριοί των θάμνων αχινοί τους παίρνει ο αέρας τους σκορπά στη γη. Τους λέμε οι κλέφτες. Εσύ φταις. Που αφήνεις ανοιχτό το αυτί. Ένας τους μπαίνει μέσα και κουφαίνεται. Κλέβει την ακοή. Ευφραίνεσαι από τον αέρα που φυσά. Αλλά ο αέρας τα σκορπά και μπαίνει ένα στο αυτί κουφαίνομαι. Λιγοθυμώ και κλαίομαι πήρε την ακοή μου και πετά. Κσόι κσόι κακό πουλί χειρότερο αγκάθι. Ούτε πουλί κι ούτε αγκάθι μου απαντά. Τι είσαι; Αυτί. Που έκλεψε το άκουσμά σου όλο και φεύγει μακριά. Κσόι κσόι κακή χρονιά χειρότερη σοδειά τι θα ακουστείς εκεί μακριά; Το όνομά σου να φωνάζουν μου απαντά. Το όνομά σου το έχασες δεν θα το ακούεις πλια. Κσόι κσόι κουφή Κυρά να μη συγχωρεθεί παρακαλώ της ακογής μου η κλεψιά τι θα το κάνεις το όνομά μου εσύ και ποιος να είναι αυτός που με καλεί; Θα ακροαστώ θεού φωνή.

Κσόι κσόι Κυρά κουφή είναι δικιά μου η ακοή με διπλανού ακούς την ακοή;Και σαν ηχώ αντιλαλεί. Μήτε η δικιά σου ζωή είναι εκεί και η ζωή είναι πάντα. Διπλανή είπε το παιδί και σήκωσε το κεφάλι. Τον κοιτάζει σοβαρά και πράα σαν άγγελος. Τότε αυτός αφού κανείς δεν ήταν πια μάρτυρας της ζωής του κι από πουθενά δεν έβλεπε κανένας. Από πουθενά ορατή η βασιλική από τες πράξεις ο ανώφελος φόνος. Αλλά και σαν από μόνο του εκείνο το μίλημα του παιδιού σ’ αυτήν μονάχα την πράξη να επικαλούσε. Χτυπά το αγόρι το πατά πάνω στο στέρνο. Μαύρισε κι από το ορθάνοιχτο στόμα του πετάχτηκε ο οισοφάγος και διπλωμένος έσφυζε ασημής. Κύλησε νεκρό επάνω στη φωτιά του.

Κάηκε σαν χαρτί κι η διάφανη στάχτη του επικρατούσε το σχήμα του σώματός τους. Σαν εύθρυπτος χάρτης ανθρώπου και τον πήρε ο αέρας και τον σκόρπισε. Με ένα αμυδρό ξόι ξόι αναταράχτηκε λίγο ο αέρας κι ύστερα ο αέρας λησμόνησε. Προχώρησε με δυσκολία στους έρημους δρόμους του καταυλισμού. Θυμήθηκε πως τα παιδιά τον κορόιδευαν όταν τον έβλεπαν στο δρόμο. Πέρασε η μάνα του αγοριού. Την αναγνώρισε μέσα στο σούρουπο. Νεαρή και όμορφη με εκείνες τις ουλές της ανατολής σαν κορδόνια. Κεντημένες πάνω στο φωτεινό της πρόσωπο. Έτρεχε αγριεμένη από δυστυχία κι έψαχνε ανήσυχη το αγόρι εκείνο. Την είδε να χάνεται μέσα σ’ ένα ψηλό σπίτι που ήταν τα λουτρά. Πλενόταν πολλή ώρα κι έμεινε ώρες μέσα σε αχνούς και ησύχαζε. Μετά βγήκε από ένα μικρό παράθυρο ψηλά και κοίταξε προς το μέρος του σα να γνώριζε. Φορούσε ένα χοντρό κόκκινο φόρεμα. Άρχισε να χτενίζει τα μακριά μαύρα της μαλλιά που κρέμονταν έξω από το παράθυρο και πίσω της ένα πηχτό πορτοκαλί φως. Τον κοίταζε από ψηλά και κατάνευε. Φαινόταν ευχαριστημένη και αναπαυμένη. Και αυτός τότε αισθάνθηκε ευτυχισμένος καθώς φανταζόταν εκείνο το σπίτι γεμάτο χλιαρούς και ακίνητους ατμούς. Έτσι στέκονταν από μακριά σα να συνομιλούσαν και μια ησυχία τους τύλιγε και το ήσυχο και ήρεμο βράδυ τους δίπλωνε μέσα στα λινά σκεπάσματα.
[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γώργου Χειμωνά ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1979]

 [Μια απροσδόκητη αναγέννηση φύσηξε απότομα πάνω από σφαγές λαών κι αδιάφορη για τις σφαγές. Θα παρουσιαστεί με τη βία όπως η καταστροφή σαν εξουσία δόξας. Εκεί που όλα τελειώναν των ανθρώπων προτού το τέλος ο κόσμος ετελείωνε αρχινώντας. Αλλά οι άνθρωποι αποστρέφονται αυτή την τελευταία Αναγέννηση. Σφαδάζουν και δοξάζονται υποφέροντας. Η αναίτια Αναγέννηση ανασηκώνει από κάτω τους ανθρώπους σαν στέψη λογχισμένων. Μια αφύσικη αναζωογόνηση θα τους διεγείρει. Αλλά η μοίρα των ανθρώπων αντιστέκεται. Η φύση τους συντρίβεται κι έτσι ρημαγμένη υψώνεται. Από τη σύμφυρση τέλους κι αρχής. Από την εναντίωση των ανθρώπων γεννιέται ο εξής αιώνας οι άνθρωποι όρθιοι- Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ]


Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles