Τα θαύματα γίνονται σε έρημο. Είχε γίνει ένα θαύμα κι ο τόπος γέμισε αίματα. Από κείνα τα θαύματα που αποκαλύπτουν κι αποκαλύπτουν πως υπάρχει μια παρακολούθηση. Αλλά το θαύμα αυτό σαν ένα αιματοκύλισμα. Οι άνθρωποι πήγαιναν στον τόπο του θαύματος και θαύμαζαν τα αίματα. Οι τοίχοι ραντισμένοι άφθονο αίμα σαν από βρύσες και μια υγρασία και μυρωδιά σαν σφαγείο. Στις τρύπες των καταβρεγμένων τοίχων άκουγες τριξίματα και κόχλαζαν βουερά τα έντομα που αγαπούν το αίμα. Κρατούσε ακόμα εκείνη η χλιαρή υγρασία και η μυρωδιά από ανοιγμένον άνθρωπο. Εκεί ήταν δυο άνθρωποι. Τους έφεραν να θεραπευτούν ή κατοικούσαν; Ο ένας είναι νέος και σχεδόν έφηβος. Τον έχει κυριεύσει η ψυχή του. Κατακρημνίστηκε από την τάξη των ανθρώπων κι αποσχίστηκε απ’ τους ανθρώπους. (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΑΜΟΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1975)
Σαν λυπημένος από μιαν άλλη Γυναίκα που την έλεγαν Αιτία κι είχε το χάρισμα σα ν’ αφουγκράζεται ένα τραγούδι από γενιές. Πώς να είναι ο άνθρωπος από μέσα; Ένα θαύμα; Λυσσασμένο Πουλί να ξεφύγει απ’ την ελευθερία; Το θαύμα αυτό σαν αιματοκύλισμα είναι η αιτία που τόπος γέμισε αίματα. Ιδού, λέξεις του βυθού ανεβαίνουν μέσα απ’ το νερό:
Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι. Από τυραννική δεισιδαιμονία υπακούουν την αρχαία ανθρώπινη ψυχή.Που σαν άγριο μάτι από ξύλο. Ασυγκίνητο σαν τυφλό κοιτάζει από ανάμεσα στο βλέφαρο της αιτίας του κόσμου και στο βλέφαρο του αποτελέσματος των ανθρώπων. Ό,τι υπάρχει είναι αιτία και δεν υπάρχει ένα αποτέλεσμα δεν έχει τέλος. Υπάρχει μια ακίνητη ηλικία εκεί στη φύτρα της κάθε ώρας και στιγμής. Ο κόσμος είναι αρχές που όλο αρχίζουν κι αδιάκοπα θ αρχίζουν στους αιώνες αδιάκοπα. Ο χρόνος δεν προορίζεται για ανθρώπους. Αυτός ο άνθρωπος σφάδαζε τρομακτικά. Λυσσασμένο πουλί να ξεφύγει απ’ την ελευθερία. Αλλά δεν μπορεί να κάνει κακό γιατί οι κινήσεις του. Μάλλον μάταιες περιγραφές κινήσεων από ανεξερεύνητες κι αγέννητες. Από σφοδρές πράξεις που έχει στο νου του. Χωρίς ομιλία αλλά με σφυριχτά μουγκρίσματα.
Απότομα βλέμματα όπως οι φυσαλίδες του αέρα και σαν λέξεις του βυθού ανεβαίνουν μέσα από το νερό. Τα βλέμματά του ανέβαιναν μέσα από ένα σκοτεινό γέλιο κι άστραφταν με μια σημασία αιματωμένης πονηριάς. Άλλοτε κουνούσε τα χέρια του με ορμή. Τα χέρια του τινάζονται από τον ώμο. Πολεμάν να βγουν απ’ το πετσί τους και να χυθούν παντού. Ορμάν προς τα μπρος όπως κρούεις την κλειστή καρδιά των νοημάτων. Είναι ένας άνθρωπος ψυχή. Το σώμα του έρμαιο της ψυχής ατροφεί και ξεραίνεται. Ο άλλος άνθρωπος που ήταν εκεί βασανίζεται από μια αίρεση. Στο μισοσκόταδο διέκριναν ένα τρομαχτικό θέαμα.
Ο άνθρωπος με την αίρεση προσπαθούσε να καταπιεί τον άνθρωπο ψυχή.Τα μάτια του τεντωμένα και με κάποιο πανικό κοίταζαν ολόγυρα με ανησυχία. Ο λαιμός του φριχτά φουσκωμένος σαν λαιμός σαύρας και το τεράστιο στόμα του άρχισε να σκίζεται στις άκρες. Σαν ένα τοκετός φαινόταν το πάνω μέρος του κεφαλιού του ανθρώπου ψυχή. Μέτωπο και μάτια ορθάνοιχτα αλλά αδιάκοπα εντελώς. Κοίταζαν προς τα επάνω κι ένας αγκώνας και μια κατάχλωμη κνήμη κρεμόταν και αιωρούνταν παράλυτη κι εξαρθρωμένη κι όλα τα τρία μέρη ήταν πολύ κοντά το ένα στο άλλο που καταλάβαινες τον τρομερό διαμελισμό. Πώς να είναι ο άνθρωπος από μέσα; φαίνεται πως γεμάτος ένα είδος γάλα. Από το θρυμάτισμα του σώματος ένας αρύς πολτός έσταζε από εκείνο το στόμα άσπρος και έρωμένος.
[Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που από τυραννική δεισιδαιμονία υπακούουν την αρχαία ανθρώπινη ψυχή. Αλλά υπάρχει και μια λαμπρή ευχαρίστηση, χωρίς ομιλία αλλά με σφυριχτά μουγκρίσματα, που σαν απληστία κουνιέται ρυθμικά, μια μπρος και μια πίσω και κροταλίζει τα βαριά της τάματα από σφοδρές πράξεις που έχει στο νου της - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Ο ΓΑΜΟΣ με μια εικονική παρέμβαση που υπογράφει η Μαρία Νικολάου]