Οι ίριδες της σαν κόκκινες είχε έρθει από τη Βυρηττό. Την είχαν διώξει για μια ιστορία βασκανίας. Τον αγάπησε και τον ρούφηξε όπως εκείνος ο ήλιος κι όσο κι αν σπάραξε αυτός κι ό,τι κι αν έκανε δεν μπορούσε να ξεφύγει και τον κατάπιε σαν λαμπερή τρύπα κι όχι με πάθος αλλά ακίνητη κι αμίλητη και με αβάσταχτο πόνο σαν ήλιος από μακριά τον έκαψαν τα κόκκινα μάτια της. Πάνω στο δρόμο ένας νέος πέθανε από έναν άγνωστο λόγο κι ο Γιατρός Ινεότης έσκυψε μια γυναίκα έκλαιγε κι έλεγε μη αγόρι μου αύριο μέχρι αύριο μη ως αύριο ξαφνικά ένας άνδρας ορμά. Αρπάζει με μανία τον νέο και τον σέρνει από τα πόδια τον έσερνε στο δρόμο και φώναζε με μανία και με δάκρυα και με παράφορο μίσος φώναξε είναι για αύριο όχι σήμερα σήκω. Ύστερα τον παράτησε και βγήκε από το δρόμο έτρεχε μέχρι που έπεσε καταγής. Ο Γιατρός Ινεότης έσκυψε πάνω στο νέο που πέθαινε και του είπε με ενθουσιασμό και φανατισμένα αυτοί δεν θα είναι σαν εμάς έγινε μια τρομερή αλλαγή κι ακόμα και στο σώμα μπορεί να διαφέρουν σκέφτηκε ο Γιατρός Ινεότης και μια μελαγχολία σα λιποθυμία του πλάκωσε την καρδιά κι ένας κοφτερός πανικός γιατί συναισθάνθηκε πόσο οριστικό θα ήταν το τέλος του ανεπανόρθωτο.. [Γιώργος Χειμωνάς «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1977]
Πρόκειται να έρθει το νέο είδος ανθρώπων, ένα άλλο είδος ξαφνικό. Μια νέα ράτσα κι απόλυτοι θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα. Οι παλιοί άνθρωποι κι αυτός ο τρομαγμένος λαός θα εξαφανιστούν. Κανονίστηκε να πεθάνουν σε μιαν ορισμένη μέρα. Αλλά πρέπει να γυρίσουν ο καθένας στον τόπο του κι εκεί θα πεθάνει. Ιδού:
Το πρωί οι άνθρωποι ξεκίνησαν να παν να πεθάνουν
Το πρωί οι άνθρωποι ξεκίνησαν να παν να πεθάνουν όπως τους είπαν.Τους διέταξαν να γυρίσουν να πεθάνουν στις πόλεις και στα βροχερά χωριά που ήταν γραμμένοι. Σαν μια απογραφή ή κάτι δημόσιο θα πέθαιναν όλοι σε μια μέρα αλλά στον τόπο τους. Η Ελλάδα ξεσηκώθηκε. Αλλά χωρίς θρήνο κι ούτε οργή. Αλλά με φόβο και άθλια βουβαμάρα. Οι οικογένειες βγήκαν στους δρόμους και πήγαιναν. Ο Γιατρός Ινεότης είδε σε μια στιγμή κι είδε στην άκρη του δρόμου ξανθές ακαθαρσίες μικρών παιδιών. Τον έπιασε κλάμα γιατί φαντάστηκε τα εντόσθια και τα αστραφτερά εντόσθια των παιδιών να έχουν γίνει πέτσες ξερές στον ακίνητο ήλιο κι ύστερα είπε είμαι πολύ συναισθηματικός και έτσι ή αλλιώς δεν μπορούσα να ζήσω άλλο κι έτσι ή αλλιώς έπρεπε να πεθάνω το γρηγορότερο κι ύστερα φώναξε στο πλήθος και σα μανιακός προφήτης τους φώναξε πως δεν είναι αδικία κι ο θάνατός μας είναι απαραίτητος αφού το νέο είδος.
Περπατά και χορεύει βγήκε και πήγε με τον κόσμο και μαζί του ο ακονιστής μαχαιριών.Ένας γύφτος γειτονιάς που κουβαλά στην πλάτη του τον τροχό συνοδεύει τον Γιατρό Ινεότη κι αυτοί οι δύο που παν πάντα μαζί. Ο δρόμος κράτησε μια μέρα και μια νύχτα. Εκείνη την ημερομηνία που είχε οριστεί χάραγμα έφτασαν οι άνθρωποι στον τόπο του θανάτου. Έστησαν σκηνές κι άναψαν μικρές φωτιές άσπρες κι ο ουρανός άσπρος σαν λαιμός κι οι άνθρωποι περίμεναν. Ύστερα ήρθε η είδηση και κατάλαβαν πως τους γέλασαν και τους παγίδεψαν. Δεν θα πέθαιναν όπως τους είχαν υποσχεθεί με φυσικό τρόπο σαν ύπνος αλλά με τρομαχτικό τρόπο. Λυσσασμένοι τρελοί θα τους κατασπάραζαν και θα τους έκαιγαν ζωντανούς θα τους ξεκοίλιαζαν με σκουριασμένα σίδερα από εκείνα τα άγρια που σωριάζουν στους κλεισμένους σιδηροδρομικούς σταθμούς. τρομερή αλλά δίκαιη τιμωρία. Γύρισαν όλοι και κοίταξαν με τρόπο και προπαντός με παράπονο γύρισαν και κοίταξαν με παράπονο τον Γιατρό Ινεότη.
Επί πέντε ώρες ο Γιατρός Ινεότης δεν σήκωσε το κεφάλι και κοιτάζει τα χέρια του.Απότομα σήκωσε το κεφάλι. Οι άγγελοι μαζεμένοι στην ανοιχτή πόρτα να τον κοιτάζουν. Άγγελοι είναι όλα εκείνα που δεν θα πει και δεν θα βρει και δεν θα τα γνωρίσει δεν χωρούν σ’ ολόκληρη τη βασανισμένη του ζωή και δεν θα τελειώναν. Δεν θα γίνονταν παρόλο που ήταν ετοιμασμένα από ανυπολόγιστο χρόνο και συνωστίζονταν στο διάδρομο έφραζαν τα παράθυρα. Γέμιζαν τη σκάλα και το άδειο νοσοκομείο κι έφταναν μέχρι το επταπύργιο. Τα φτερά τους ανατριχιασμένα αλλά ασάλευτα λερωμένα από σκόνη και ασβέστη. Οι άγγελοι δεν είναι
αλλά άγγελοι είναι
σκοτεινοί αλλά νεαροί πατέρες.
πάνω από τους άσπρους με τους άσπρους και καμένα με καμένα πάνω από τους άσπρους λάκκους με καμένα μάτια παρακολουθεί με απελπισία αλλά και προκλητικά παρακολουθεί τους ανθρώπους. Κανένας άνθρωπος δεν μου αξίζει. Άνθρωποι είναι ανθρώπινα κομμάτια. Κρεμασμένα που περιστρέφονται πολύ αργά με μια κρούστα χοντρό λίπος από άγνωστο ψάρι να τους προφυλάει από το αβάσταχτο κρύο και πολύχρωμα από ένα φως. Τη νύχτα κρύωσε κι ονειρεύτηκε μια φωτιά κι άρπαξε τη φωτιά την βάζει πάνω στο κεφάλι του και στην κοιλιά στο πρόσωπο με παγωμένες στάχτες κυκλοφορεί τη νύχτα που σκάζουν μία ή δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα κι από παλιά αρρώστια ανοίγουν και τρέχουν εκείνοι οι αδένες σπάζουν πρησμένα σπυριά και σα να τον πιάνει η επιληψία τεντώνεται με αφρούς και αίμα ακουμπά στα γύρω χαμηλά βουνά τρέχει στους θάμνους και στα εκδικητικά κλαδιά τους τούφες από το τρομαχτικό γελαστό κεφάλι του τρεχάτου θεού προς τα κει κι όλη του η ζωή προς τα κει ο Γιατρός Ινεότης φορά πάντα μαύρα και μια αλυσίδα από ασήμι κι ο ακονιστής γύφτος μαυριδερός χαρούμενος αλλά μουγγός. Είδε τον κόσμο που παν να πεθάνουν αλλά πώς να τους μιλήσει και να αναγγείλει αφού οι μεγάλες γνώσεις είναι σαν ξένες ψυχές. Όμως χαρούμενος και με κάποια πονηριά μπήκε στο πλήθος που έφευγε. Δίπλα του ο ακονιστής.
Προχωρούσαν μέσα στον ήλιο και θυμήθηκε ένα παλιό περιστατικό που έγινε σ’ ένα απέραντο κι έρημο αεροδρόμιο.Τότε του είχε κάνει συγκλονιστική εντύπωση κι αρρώστησε και το θυμήθηκε εξαιτίας του ήλιου. Εκεί ήταν ένα τρακτέρ σκαρφάλωσαν και ξεκίνησαν. Αυτός έμεινε στο δρόμο κι εκείνοι πάνω στο τρακτέρ έφευγαν μέσα στο αεροδρόμιο. Ξεφώνιζαν και ο ήλιος έκαιγε και τύφλωνε. Η μία κοπέλα ήταν κουτσή και μικρόσωμη σα ραχιτική και φορούσε μεγάλα σκουλαρίκια κρεμαστά γαλάζια αστραφτοκοπούσαν στον ήλιο. Χόρευε πάνω στο τρακτέρ κι οι άλλοι τη φώναζαν Έρρικα. Απομακρύνονταν προς το κέντρο του αεροδρομίου και τυλίχθηκαν στον βαρύ ήλιο και χάθηκαν εκατό μέτρα μακριά του έμεινε στο σύνορο του αεροδρομίου. Έτρεμε κι ένιωσε βαθιά αυτόν τον αφανισμό μέσα στον ήλιο όπως θα τον είχαν νιώσει κι εκείνοι στο τρακτέρ την ώρα που χάνονταν και σαν να άκουσε και το ρούφηγμα.
Μια ιστορία φοβερής αγάπης με μια γυναίκα που ερωτεύτηκε κάποιον. Οι ίριδες της σαν κόκκινες είχε έρθει από τη Βυρηττό. Την είχαν διώξει για μια ιστορία βασκανίας. Τον αγάπησε και τον ρούφηξε όπως εκείνος ο ήλιος κι όσο κι αν σπάραξε αυτός κι ό,τι κι αν έκανε δεν μπορούσε να ξεφύγει και τον κατάπιε σαν λαμπερή τρύπα κι όχι με πάθος αλλά ακίνητη κι αμίλητη και με αβάσταχτο πόνο σαν ήλιος από μακριά τον έκαψαν τα κόκκινα μάτια της. Πάνω στο δρόμο ένας νέος πέθανε από έναν άγνωστο λόγο κι ο Γιατρός Ινεότης έσκυψε μια γυναίκα έκλαιγε κι έλεγε μη αγόρι μου αύριο μέχρι αύριο μη ως αύριοξαφνικά ένας άνδρας ορμά. Αρπάζει με μανία τον νέο και τον σέρνει από τα πόδια τον έσερνε στο δρόμο και φώναζε με μανία και με δάκρυα και με παράφορο μίσος φώναξε είναι για αύριο όχι σήμερασήκω. Ύστερα τον παράτησε και βγήκε από το δρόμο έτρεχε μέχρι που έπεσε καταγής. Ο Γιατρός Ινεότης έσκυψε πάνω στο νέο που πέθαινε και του είπε με ενθουσιασμό και φανατισμένα αυτοί δεν θα είναι σαν εμάς έγινε μια τρομερή αλλαγή κι ακόμα και στο σώμα μπορεί να διαφέρουν σκέφτηκε ο Γιατρός Ινεότης και μια μελαγχολία σα λιποθυμία του πλάκωσε την καρδιά κι ένας κοφτερός πανικός γιατί συναισθάνθηκε πόσο οριστικό θα ήταν το τέλος του ανεπανόρθωτο. Μια αλλαγή που λέγεται κοσμοϊβηρική λέει ο Γιατρός Ινεότης με κακία στον νέο σαν μνησικακία και σαν αυτό το όνομα να είχε μια αποκαλυπτική σημασία και μια σημασία σκοτεινής απανθρωπιάς.
Κατά το βράδυ έφτασαν σ’ έναν ποταμό κι εκεί πέρασαν τη νύχτα. Ξαφνικά από το ακίνητο νερό άρχισε ξαφνικά να βγαίνει πολύς κόσμος και πλημμύρισαν οι όχθες. Ο άνδρας ήταν ένα λυπημένος στρατιώτης αλλά η γυναίκα είχε μια ευθυμία. Η ευθυμία της έλαμπε κάτω από τη σιωπή της. Στην κανονική ζωή της θα ήταν από κείνες τις νεαρές γυναίκες που είναι πάντα ζωηρές κι ευχαριστημένες και γελάν με το παραμικρό και πειράζουν όλο τον κόσμο. Ξεκαρδίζονται κι ακουμπούν στην πόρτα από το γέλιο και τραβιούνται από το παράθυρο κρύβοντας στις ανοιχτές παλάμες το φωτεινό τους πρόσωπο. Ο Γιατρός Ινεότης ταράχθηκε. Κάπου στη νύχτα άστραψε η Τενάγκνε κι αμέσως έσβησε.
Η Τενάγκνε είναι μια γυμνή κάτασπρη γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά. Είναι πολύ όμορφη και κάθεται πάντα γονατιστή στις φτέρνες με ανοιχτούς μηρούς και το κεφάλι γυρτό προς τα πίσω. Περίπου η νύχτα τελείωνε όταν ξεκίνησαν πάλι και το ξημέρωμα έφτασαν στον καθορισμένο τόπο. Αποθαρρυμένοι και τα πρόσωπά τους σταχτιά και τσιριχτές φωνές τσάκιζαν εδώ κι εκεί και τινάζονταν θρόμβοι λάβας και τρομαγμένες ακρίδες κι όλα τα σκέπαζε ένα πλατύ θρόισμα από χόρτα σπασμένων αναπνοών κι άκουγες τον ήλιο να ξεκολλά σαν όστρακο από τους βράχους του ουρανού οι άνθρωποι στο έλεος της αυγής η ώρα! η ώρα!ούρλιαξε με ενθουσιασμό ο Γιατρός Ινεότης που εννοούσε το θαύμα και τη δικαιοσύνη κι ο ακονιστής γέλασε όμως ήρθε το νέο. Πως δεν θα πέθαιναν απλά όμως τους είχαν πει και χωρίς να καταλάβουν τίποτα αλλά με απερίγραπτο κι οργιαστικό θάνατο θα τελείωνε η άδικη και άθλια ζωή τους. Όλα μαρμάρωσαν. Πριν απλωθεί χέρι και πριν λυγίσει γόνατο πριν ο φόβος σπάσει τα σφιχτά δαχτυλίδια του κεφαλιού και της κοιλιάς και γεμίσει ο τόπος φωνές δάκρυα ούρα σκατά.
Πρόκειται να έρθει ένα νέο είδος ανθρώπων, ξαφνικό, μια ράτσα με αφάνταστη τελειότητα
[Ο Γιατρός Ινεότης βγαίνει και πηγαίνει κι αυτός με τον κόσμο. Έχει σύντροφο ένα γύφτο που ακόνιζε μαχαίρια. Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνουν έμαθαν πως δεν θα πεθάνουν με φυσικό θάνατο και χωρίς να πονέσουν όπως τους είχαν πει. Αλλά με υπολογισμένο και βασανιστικό θάνατο σα να τους τιμωρούσαν - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ]