Κι ακόμα λέξη δεν ακούστηκε κι όταν ακουστεί θα ανάψει μια πελώρια πυρκαγιά και τα μάτια θα αντιφεγγίζουν τις θεόρατες φλόγες και τα στόματα θα ξεσφίξουν και θα ανοίξουν και θα γλιστρήσει το κομμάτι πηγμένο αίμα ο λόγος που κρατούν και ποτέ δεν τον βγάζουν μέχρι τον θάνατο ο λόγος δεν ακούστηκε ακόμα και μακάρι ποτέ γιατί την στιγμή εκείνη θα χαθεί ο κόσμος μέσα σε μια πελώρια πυρκαγιά ο Τ λέει το πρόσωπό μου φούσκωσε και τα βλέφαρά μου δίπλωσαν κι έκρυψαν τα υπέροχα μάτια μου τέλειωσε οριστικά η ζωή μου μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο με το μαχαίρι και με την Μαργαρίτα να μιλάει και με την μάνα μου και την αδελφή μου στην πόρτα (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982)
Οι εχθροί αναβοσβήνουν από μακριά καρφωμένοι σαν άστρα καραδοκούν και γνωρίζουν. Μπορεί ν’ αργήσουν να φανούν και μπορεί να μην έρθουν ποτέ. Γιατί οι εχθροί ενεργούν με μια δική τους λογική κι απρόβλεπτη. Κάποιος στον κόσμο πρέπει να ξέρει την αλήθεια και είναι η ευκαιρία μας να ζήσουμε την αληθινή ζωή. Ιδού:
Ήταν η μοναδική ευκαιρία να ζήσω αυτό που είμαι
-4-
Ο Τ λέει αυτός εκεί ο άνθρωπος η Α επαναλαμβάνει με μανία σ’ αγαπώ σ’ αγαπώ.Ο Τ λέει η Α δεν έχει πια την γνωστή τρυφερότητα κι έχει μια σκληρότητα δεν έχεις πια φόβο ο Τ λέει μ’ αυτόν θα ζούσα αυτό που είμαι γιατί αυτός μονάχα ήξερε η Α φωνάζει εγώ με μένα ζεις αυτό που είσαι γιατί μονάχα εγώ σ’ αγαπώ ο Τ λέει αυτός εκεί. Ήταν η μοναδική ευκαιρία να ζήσω αυτό που είμαι και μέσα στη γνώση του θα ζούσα την αληθινή ζωή και θα μου βεβαίωνε τον αληθινό μου εαυτό κάποιος στον κόσμο πρέπει να ξέρει την αλήθεια αλλιώς πώς να ζήσω και μονάχα να ξέρω πως υπάρχει ένας στον κόσμο που ξέρει την αλήθεια και τι είμαι στην πραγματικότητα κι ας μην το ξανάβλεπα ποτέ πια και καλλίτερα να μην τον ξανάβλεπα
αλλά θα ήταν μια παντοτινή ξεκούραση και ατελείωτη δύναμη και θα ξάπλωνα απέναντι στο παράθυρο να βλέπω την ώρα που φεύγει το φως και σκοτεινιάζεικι οι μακρινές καμπάνες θα μ’ έπαιρνε ο ήσυχος ύπνος και δεν χρειάζεται άλλος κόπος κι ήρθε η ώρα να κοιμηθώ απέναντι στο ανοιχτό παράθυρο να ξάπλωνα και να κοιμόμουν τον ήσυχο ύπνο κι όχι δεν εννοώ τον θάνατο η Α ορμά κι ανοίγει το παράθυρο τότε έλα και βγες και φώναξε τι είσαι κι όλοι οι άνθρωποι στο εξής θα βεβαιώνουν τον αληθινό σου εαυτό πού είσαι στην πραγματικότητα βγες και μίλα και πες ο Τ την χτυπάει η Α πετάγεται στον τοίχο με ματωμένο πρόσωπο κι ο Τ λέει δεν καταλαβαίνεις; Ο Τ πηγαίνει στο ανοιχτό παράθυρο πέτρινη και λαμπερή πολιτεία δεν μπορείς να μιλήσεις και κανένας δεν μίλησε ακόμα
κι ακόμα λέξη δεν ακούστηκε κι όταν ακουστεί θα ανάψει μια πελώρια πυρκαγιά και τα μάτια θα αντιφεγγίζουν τις θεόρατες φλόγεςκαι τα στόματα θα ξεσφίξουν και θα ανοίξουν και θα γλιστρήσει το κομμάτι πηγμένο αίμα ο λόγος που κρατούν και ποτέ δεν τον βγάζουν μέχρι τον θάνατο ο λόγος δεν ακούστηκε ακόμα και μακάρι ποτέ γιατί την στιγμή εκείνη θα χαθεί ο κόσμος μέσα σε μια πελώρια πυρκαγιά ο Τ λέει το πρόσωπό μου φούσκωσε και τα βλέφαρά μου δίπλωσαν κι έκρυψαν τα υπέροχα μάτια μου τέλειωσε οριστικά η ζωή μου μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο με το μαχαίρι και με την Μαργαρίτα να μιλάει και με την μάνα μου και την αδελφή μου στην πόρτα
δεν είχα παρά το πρόσωπό μου και χάρη σ’ αυτό έζησα τόσο καιρό κι έζησα με το να κάνω εντύπωση στους ανθρώπουςκαι να τους απασχολώ διαρκώς κι έτρεμα όταν έβλεπα ν’ αλλάζει η συμπεριφορά τους κι αγωνιζόμουν να τους ξανακερδίσω κι επινοούσα τρόπους να τους απασχολώ διαρκώς και τώρα τα βλέφαρά μου πρήστηκαν κι έκρυψαν τα μάτια ματιά μου χάνω το πρόσωπό μου και χάνω τους ανθρώπους κι ο Γ δεν υπάρχει πια και η Α φωνάζει όμως εγώ σ’ αγαπώ και σκότωσα τον Γ να σε γλυτώσω ο Τ λέει τον σκότωσες για σένα και όχι για μένα κι όχι τον εφιάλτη μου αλλά τον αντίπαλό σου που ήταν πιο δυνατός από σένα και η σχέση μας θα ήταν ασύγκριτα πιο δυνατή γιατί εκείνος ήξερε ενώ εσύ αγαπάς κι είσαι υποταγμένη σε μένα και σχεδόν δεν υπάρχεις είσαι από πανί και μπορώ να σε κάνω ό,τι θέλω ξαφνικά ο Τ λέει ήρεμα μπορεί να σκότωσε άδικα τον Γ κι ίσως δεν ήξερε αλλά παρασύρθηκα από την ιδιαίτερη συμπεριφορά του κι από το εντυπωσιακό του παρουσιαστικό
κι ίσως να είχε ένα απλό ερωτικό πάθος για μένα κι όλη του η ιστορία να ήταν μια κοινή ομοφυλοφιλίαή και να μην παρασύρθηκα αλλά επίτηδες επινόησα αυτή την ιστορία πως ο Γ ήξερε κι επινόησα αυτόν που ξέρει την αλήθεια από επιθυμία να υπάρχει κάποιος που να ξέρει την αλήθεια η Α τρόμαξε κι άσπρισαν τα χείλια της το λες από κακία η Α φωνάζει με απελπισία από κακία ο Γ ήξερε και τον σκότωσα επειδή ήξερε η Α κοιτάζει τον Τ και λέει σε παρακαλώ ήξερε ο Τ ρωτάει τι ξέρεις για μένα η Α τον κοιτάζει και δεν μιλά ο Τα την κλωτσάει τι ξέρεις για μένα της πατά το χέρι στο πάτωμα η Α σφίγγει το χέρι ανάμεσα στα σκέλια της να σταματήσει τον πόνο και κοιτάζει τον Τ με ορθάνοιχτα μάτια και δεν μιλά
φίλησε το χέρι μου λέει απότομα ο Τ φίλησε τα γόνατά μου λέει ο Τ γδύσουο Τ καθισμένος στο κέντρο του αδειανού δωματίου και γύρω του τρέχει η Α ολόγυμνη και εκτελεί τα παραγγέλματά του η Α ιδρωμένη και βρώμικη φάει λέει ο Τ και ξεκόλλα από το πάτωμα μια μικρή τούφα τρίχες ο Τ κρατά ένα κόκκινο κουτί σαν φλωρεντινό καραμέλες για τον βήχα λέει ο Τ και το ανοίγει είναι κάτι μεγάλα και πορτοκαλιά υπνωτικά χάπια ο Τ βάζει ένα στο στόμα της Α και περιμένει να το καταπιεί κι άλλη κι άλλη λέει ο Τ και βάζει συνέχεια στο στόμα της Α χάπια κοιτάζονται στα μάτια κι εκείνος συνέχεια της δίνει κι αυτή καταπίνει και κοιτάζονται στα μάτια το πρόσωπό μου φωνάζει ο Τ τα μάτια μου είναι πρησμένα με δυσκολία τα ανοίγω πες μου ρωτάει ο Τ την Α πες μου είναι όμορφος η Α τον κοιτάζει με θολά μάτια και λέει έπρεπε να πεθάνει ο Γ κι είσαι κατά βάθος ανακουφισμένος κανένας Γ δεν πρέπει να υπάρχει
[Πολύτιμο πράγμα είναι εκείνο που έχει μια τρομερή σημασία. Δημιουργεί την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό, την έπαρση και το πάθος της σιωπής και την πικρία της προφητείας κι ένα συναίσθημα φιλοσοφικό. Αλλά η ζωή είναι οι άλλοι και ζωή είναι όταν οι άλλοι σ’ ακουμπάν κι όταν γυρνούν προς εσένα τα σώματα των ανθρώπων. - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ του]