Quantcast
Channel: Χειμωνάς Γιώργος, Εχθρός του Ποιητή, Εκδρομή, Αδελφός, Πεισίστρατος, Γάμος Χτίστες
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΜΟΡΦΗ

$
0
0
Έχω έναν εφιάλτη και φταίει ο Πεισίστρατος. Η ομίχλη πέφτει από έναν άγνωστο ουρανό και όλα τα πράγματα είναι βουτηγμένα στην ομίχλη – βέβαια η ομίχλη είναι το πιο συνηθισμένο στοιχείο στους εφιάλτες. Τους εφιάλτες θα πρέπει να τους χωρίζουν σε δυο κατηγορίες: στη μιαν ανήκουν οι γνήσιοι, με το τρομακτικό θέαμα και τη διαρκώς αυξανόμενη αγωνία – με μιαν ένταση που όσο πάει κορυφώνεται και στο τέλος πετάγεσαι πάνω φωνάζοντας μικρές ακατάληπτες φράσεις με παράξενη φωνή. Οι άλλοι είναι μια ήρεμη σειρά από εικόνες ασήμαντες, καθημερινές –βλέπεις πρόσωπα γνωστά, φιλικά που σε κοιτάζουν με χαμόγελο ή σου δίνουν το χέρι. Όμως πίσω απ’ τις μακάριες αυτές σκηνές αισθάνεσαι με μιαν αφύσικη καθαρότητα να στέκεται κάποια απίστευτη συμφορά που από στιγμή σε στιγμή την περιμένεις να φανεί, να έρθει απότομα σαν βροντή ή σαν γκρέμισμα τοίχου. Διαισθάνεσαι δίπλα στις γαλήνιες μορφές μια φρίκη, που συνήθως δεν παίρνει μορφή, μιαν απειλή αόριστη. Ωστόσο εδώ δεν υπάρχει ένταση, όλα ξετυλίγονται σε χαμηλό τόνο, με μιαν ύπουλη ακαθοριστία. Γι’ αυτό, τα τέτοιου είδους όνειρα που μπορεί κανένας να τα πει όνειρα με τον εφιαλτικό υπαινιγμό, έχουν αρκετό μάκρος. Ο δικός μου εφιάλτης έχει μια ξεχωριστή μορφή. Μπορεί και να μην είναι εφιάλτης. (Γιώργος Χειμωνάς, Γράφω ένα βιβλίο που με αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω «Πεισίστρατο»)
Ό,τι γίνεται γύρω μου γίνεται ξαφνικά, ό,τι γίνεται μέσα μου γίνεται ξαφνικά: Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση. Ήρθαν ένα σωρό πρόσωπα κι έρχονταν κι άλλα φάτσες γνωστές κι άγνωστες κι εγώ όλους τους αγαπούσα και περισσότερους ακόμα τόσο πολύ άνοιξε η καρδιά μου και χωρούσαν κι άλλοι πολλοί ακόμα

Το Υπερβολικό διήγημα (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960)


Δεν εκτιμάω καθόλου τον εαυτό μου κι έχω μια προσωπικότητα ασπόνδυλη, σαν ρευστή μάζα, τρεμουλιαστή και διαρρέουσα. Με χαρακτηρίζει κυρίως η επιπολαιότητα: στο παραμικρό τυχαίο αίσθημα χάνω το λόγο μου κι υποδουλώνομαι – η κρίση μου είναι υποτυπώδης. σπάνια την χρησιμοποιώ. Έχω πολλήν αντίφαση. Δεν μου είναι ευχάριστο να θυμάμαι τα γεγονότα της ζωής μου, που είναι γεμάτη αψυχολόγητες αλλαγές του εαυτού μου απέναντι στα ίδια πράγματα. Δεν έχω τίποτα για να περηφανεύομαι, καμιάν αξιόλογη ενέργεια, δεν μου έτυχε τίποτε που να με τραντάξει, να μου δώσει την αίσθηση μιας σφριγηλής πραγματικότητας, να με γεμίσει ευτυχισμένη έξαψη. Έχω μονάχα τις τεράστιες ώρες της πλαδαρής ανίας, τον σταματημένο χρόνο σαν από νεύμα κάποιου κακού άριελ. Στην αρχή ποθούσα μια πλήρωση από οποιαδήποτε εντύπωση, ακόμα κι από έναν κρότο ή μια ξαφνική θύελλα. Ύστερα βαρέθηκα και βούλιαξα στην απάθεια. Μοιάζει με τη σιωπή ενός πανάρχαιου κούρου στημένου απέναντι στο χρόνο με την άχαρη μετωπικότητά του και τα μαρμαρωμένα ανδρικά του μόρια, με έλος σε ξερή κι ασήμαντη έρημο. 

Σκηνοθετώ επιδέξια τις φαντασίες μου ζώντας την απουσία της ζωήςκαι μπορώ όχι μονάχα την πλοκή του ονείρου να πλάσω, μα και τις πιο ψιλές, τις έσχατες λεπτομέρειες να σκεφτώ. Τα γραπτά μου δεν θα τα εμπιστευτώ σε άλλον και θα τα κρατάω, θα τα χαίρομαι, θα τα εχθρεύομαι, δεν θα δώσω ποτέ στον εαυτό μου τη συναίσθηση της αξίας του. Τον Πεισίστρατο και τις φαντασίες μου τις σχετικές με αυτόν ή και τις άλλες, τα λέω παραπανίσιες κινήσεις γιατί έχω στο νου μου την ιστορία κάποιου παλιού μεγάλου ηθοποιού. Ήταν ένας μεγάλος ηθοποιός κι έπαιζε κλασικό θέατρο. Σαίξπηρ και Ρακίνα, κι είχε μεγάλη επιτυχία, όμως είχε μια παραξενιά. Αφού τέλειωνε η παράσταση και σβήναν τα φώτα κι έφευγε ο κόσμος όλος κι άδειαζε το θέατρο, ξανανέβαινε πάνω στη σκηνή και μονάχος τώρα χωρίς κανέναν θεατή ζωντάνευε το ίδιο πρόσωπο που είχε στο έργο, όμως τη φορά αυτή το ζωντάνευε υπερβολικό και παράξενο, έλεγε τα λόγια του, που τα μπέρδευε και με δικά του λόγια, με ανάρμοστη φωνή και με άγαρμπους μορφασμούς κι έκαμνε μεγάλες, φοβερές κινήσεις σα να σεληνιαζόταν και γενικά τον ίδιο τον ήρωα, που τον ζωντάνευε καταπώς έπρεπε πρωτύτερα, τώρα τον ζωντάνευε με άλλον τρόπο, ασυνάρτητο και έξαλλο. Όλα αυτά τα έλεγε παραπανίσιες κινήσεις και τα έκαμνε, λέει, γιατί του είχε μπει η έμμονη ιδέα πως το πλήθος παραμόνευε γεμάτο κακία και σαρκασμό μέσα στο σκοτάδι της αίθουσας, έτοιμο να τον κατασπαράξει στην παραμικρή κίνηση ή λέξη που θα ήταν έξω από τον ρόλο στην παραμικρή παραπανίσια κίνηση που θα του ξέφευγε κι αυτό βέβαια ήταν παράλογο, γιατί αυτός ο ίδιος από την άλλη μεριά ήξερε καλά πόσο τον αγαπούσε και τον θαύμαζε το κοινό. Όμως δεν μπορούσε αλλιώς και του ερχόταν σαν τρέλα κι όλο φοβόταν και με βία κι αγώνα κρατιόταν στο μέτρο του ρόλου την ώρα που έπαιζε. Γι’ αυτό ύστερα ανακουφιζόταν μ’ ένα σωρό παραπανίσιες κινήσεις και λέξεις κι έτσι ένιωθε ισορροπία και ξανάρχιζε τα ίδια το άλλο βράδυ.

Η εξαντλητική ερεύνηση της πιο ανούσιας λεπτομέρειας, η μηχανική επανάληψη των λέξεων μέχρι να χάσουν το νόημα τους, η επίμονη ατένιση ενός φαινομένου μέχρι να χάσει το φόρμα και τη φύση του, να μείνει άδειο και άηχο, η αποσύνθεση της έννοιας στις πρώτες της ύλες, όλα τα εκκεντρικά αισθήματα μου είναι γνωστά. Μια φορά με κυρίεψε ένας δυνατός και σύντομος ενθουσιασμός, γιατί κοιτάζοντας τη διακόσμηση ενός παλιού βάζου, νόμισα πως ανακάλυψα έναν πρωτόγονο, αδιόρατο συμβολισμό του «συμπαντικού νόμου της αρμονίας». Δυο γραμμές που δεν ήταν σαφής η παραλληλία τους, μα βιασμένη, θαρρείς από κάποια κρυφή πίεση – μάντεψα στην πορεία της δεύτερης γραμμής την δράση μιας δύναμης αόρατης κι ακατανίκητης που την έσπρωχνε ν’ ακολουθήσει τη φορά της πρώτης. Ταυτόχρονα, έβλεπα την αντίσταση της γραμμής (δηλαδή την ακαμψία της) να υποκύψει σε μια νόμιμη σχέση –παραλληλία- με την άλλη. Την παράσταση αυτή την βάφτισα «της βιασμένης παραλληλίας», ένα ιδεόγραμμα που παρίστανε την «έναρξη της κανονικότητας».
Δεν ξέρω να πω αν ο εφιάλτης μου έρχεται στον ύπνο ή την εγρήγορση – είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση διέγερσης και, μαζί, απομόνωσης από την πραγματικότητα. Μια ιδιαίτερη κατάσταση. Φαντάζομαι πως κρατάει ελάχιστα δευτερόλεπτα. Τώρα θα πω πώς έγινε. 

Το Αμφιθέατρο (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960)
Είμαι άσκημος είμαι άσκημος πολύ είμαι ασήμαντος δεν αξίζω πεντάρα. Είμαι κοντός κι αδύνατος έχω στενούς καρπούς και μεγάλες χλομές παλάμες και δάχτυλα που τρέμουν όλη την ώρα. Το πρόσωπό μου το πρόσωπό μου είναι άσκημο κι ασήμαντο τα μάτια μου δεν έχουν καμιά λάμψη τα χείλια μου είναι πανιασμένα κι απέχουν πολύ από τη μύτη που είναι μικρή και ακανόνιστη. Το πρόσωπό μου είναι άσκημο και καμιά έκφραση δεν του πηγαίνει ούτε η χαρά – είμαι άσκημος και ασήμαντος σαν κουράδι. Είμαι μια ασκήμια μέσα στο αμφιθέατρο που είναι γεμάτο δροσιά και φως και με πνίγει η αγανάκτηση – κανείς δεν με προσέχει κανένας δεν με λογαριάζει ξεχνάν να με χαιρετήσουν στο δρόμο αυτό πια δεν το ανέχομαι: ρίχνουν μια ματιά αφηρημένη επάνω μου αποφεύγουν τη δική μου ματιά και δε με χαιρετάν. Με πληγώνουν!

Δίπλα μου κάθεται ο Πεισίστρατος που είναι όμορφος και ψηλός μιλάει έξυπνα με φωνάζει μελαγχολική σουλφαμίδα και γελάν οι άλλοι και μου είπε μια φορά στα σοβαρά έχω πολλές γκόμενες μα καλλίτερη γκόμενα έχω την πραγματικότητα. Με φαρμακώνει ο φθόνος κι έχω πίκρα και θυμό γι’ αυτή την αδικία και μια μανία μου μαστιγώνει το μυαλό – μορφάζω από φανταστικό πόνο ξαφνικό τσαλακώνω τα χαρτιά που έχω μπροστά μου κι ο Πεισίστρατος γυρνάει απορημένος. Σηκώνομαι καταμεσής στο αμφιθέατρο εγώ καταμεσής στο αμφιθέατρο το γεμάτο βρίσκομαι ολόρθος μπροστά στον καθηγητή που σταματάει να μιλά και με κοιτάζει και μορφάζω από πόνο φανταστικό και φέρνω το χέρι στο λαιμό σαν να πνίγομαι ένας ψίθυρος σηκώνεται πίσω μου και μ’ ερεθίζει. Βιαστικά διασχίζω τη σειρά μου και πατάω πόδια ρίχνω κάτω χαρτιά και μολύβια στηρίζομαι σε ώμους σε κεφάλια σκοντάφτω σφίγγω τα δόντια και βγαίνω στο διάδρομο παίρνω βαθιά ανάσα και κατεβαίνω με φούρια τα σκαλιά και η ορμή μου με μεθάει και με συγκλονίζει κι ανατριχιάζω από περηφάνια καθώς όλα τα μάτια με ακολουθούν ανήσυχα και ο ψίθυρος όλο και δυναμώνει και γίνεται κοφτές λέξεις ερωτηματικές.

Βροντάω την πόρτα και βρίσκομαι έξω παραπατάω και στηρίζομαι στον τοίχο. Ένας κλητήρας τρέχει και με κοιτάζει παραξενεμένος φοβάται να με πλησιάσει και καθώς προχωράω με κόπο ακουμπώντας πάνω στον τοίχο εκείνος μ’ ακολουθάει από απόσταση σκύβει να δει το πρόσωπό μου και τα μάτια του έχουν μεγαλώσει και το δεξί έχει μια μεγάλη τσίμπλα στο κάτω βλέφαρο. Δυο φοιτητές ορμάν από το αμφιθέατρο με βιάση τρέχουν να με βαστάξουν κι εγώ ψιθυρίζω δεν είναι τίποτα θα μου περάσει ένας πόνος εδώ εδώ δεν είναι τίποτα με πιάνει συχνά θα μου περάσει. Με κοιτάζουν με αγωνία κι ανησυχία κι εγώ παρασυρμένος από την αληθοφανή δραματικότητα της σκηνής δακρύζω στ’ αλήθεια και στενάζω – γλιστράω στον τοίχο και πέφτω καταγής. Ακούω φωνές κάποιος τρέχει μέσα και σε λίγο έρχεται ο καθηγητής και πίσω του ένα μπουλούκι από χαζά πρόσωπα κινείται ανάστατο. Ο καθηγητής ρωτάει κι εγώ επιτέλους συνέρχομαι τάχα και λέω δεν είναι τίποτα να μου πέρασε ένας πόνος ξαφνικός με συγχωρείτε κι εκείνος είναι περίεργος και ξαναρωτάει μα εγώ παρακαλώ να μ’ αφήσει να φύγω να πάω σπίτι. Φωνάζουν ένα ταξί κι ο καθηγητής μιλάει στον ταξιτζή κι εκείνος λέει μάλιστα θα ξαναπεράσω να σας πάρω μάλιστα και φοράει ένα πολύ μεγάλο ασημένιο δαχτυλίδι κι εγώ ξαπλώνω μέσα στο αυτοκίνητο – αναστατωμένος από συγκίνηση και θρίαμβο τους ευγνωμονώ όλους.

Μια άλλη φορά ήταν νύχτα κι έφυγα από το σπίτι χτύπησα πίσω μου την πόρτα και πήρα τον κατήφορο τρέχοντας και τρίβοντας τους ώμους μου πάνω στους ανώμαλους τοίχους του στενού δρόμου. Βγήκα στην Τσιμισκή κι έτρεχα στο πλατύ πεζοδρόμιο ανάμεσα στους ανθρώπους γιατί ήταν τέτοια η ώρα που όλος ο κόσμος κατεβαίνει και κάνει βόλτα στην Τσιμισκή κι έπεφτα πάνω στους ανθρώπους καθώς έτρεχα. Τα ρούχα μου ήταν ακατάστατα κι είχα μια ταραχή στην όψη μου (μέσα μου δεν είχα τίποτε) κι ο ιδρώτας στίλβωνε τη φάτσα μου έτσι είδα σ’ ένα καθρέφτη από εκείνους που είναι μαζί και επιγραφή έξω από τις πόρτες των μαγαζιών. Έπιανα με την άκρια του ματιού τους ανθρώπους να σταματούν και να με κοιτάζουν και να λένε κάτι –χωμένος μέσα στο πλήθος ελισσόμουν βιαστικός και με την ψυχή στο στόμα κι ο κόσμος τραβιόταν συγχυσμένος κι είχα αποφασίσει άμα κανένας με σταματούσε και ρωτούσε τι τρέχω να έλεγα μια λέξη τρομερή. Όμως τέλειωσα το δρόμο και δεν βρήκα τη λέξη κι ούτε κανείς με ρώτησε. Ύστερα γύρισα κομμένος από την κούραση γιατί βέβαια δεν είναι μικρό πράγμα να κάνεις τόσο δρόμο τρέχοντας.

[Ο Πεισίστρατος είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα. Το «υπερβολικό διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ του]


Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles