Quantcast
Channel: Χειμωνάς Γιώργος, Εχθρός του Ποιητή, Εκδρομή, Αδελφός, Πεισίστρατος, Γάμος Χτίστες
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Μια τεράστια άνοιξη έπεσε ξαφνικά πάνω στη γη κι έγειρε σαν ιτιά

$
0
0
Η αδελφή αναποδογύρισε Απότομα αισθάνθηκε να ζει μέσα σ’ ένα στόμιο. Και σαν από μια έξοδο είδε το τεράστιο τοπίο κι έβλεπε ολόκληρο τον ορίζοντα του κόσμου. Έβλεπε στο ίδιο ύψος μ’ αυτήν αλλά πολύ μακριά είδε τα ακίνητα σύννεφα του ουρανού. Απότομα τα σύννεφα τρυπήθηκαν. Ξεκοιλιάστηκαν κι από θεόρατα και λαδωμένα έμβολα ξεσπλαχνώθηκαν. Να χύνεται ένα άφθονο μαύρο υγρό μαύρη πίσσα και κρουνοί. Η αδελφή φώναξε Τι είναι;  (αποσπάσματα από τον ΑΔΕΛΦΟ του Γιώργου Χειμωνά)

Εκεί στις έβδομες τις πύλες είναι ο άλλος αδελφός απαίσια μεταμφιεσμένος σε γυναίκα που παριστάνει τη Δίκη και με λάσπες βαφές στην άθλια όψη να φαίνεται γυναίκα. Ολόκληρος σε άσπρα υφάσματα που τον σκεπάζουν από παντού Ιδού:

Η δειλία του αδελφού εμπνέει μιαν έντρομη αηδία (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΑΔΕΛΦΟΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982)


Η αδελφή κλείνει, Εγκαταλείφτηκε από ένα επίσημο συναίσθημα για τον αδελφό.Συνδέομαι με όμοιο και κληρονομικό αίμα που καταστρέφεται άμα βγει στον αέρα. Αλλά ασύγκριτα πιο ανθρώπινη. Διαρκώς συγκινημένη κι εξαντλημένη από τα αισθήματα επειδή ήταν συναισθηματική με έναν έκλυτο τρόπο. Προκλητικά και με μιαν αγανάκτηση αποτραβά τον εαυτό της. Με όψη τρομερή κι ορθώνοντας με ανείπωτη απαίτηση τον αποτραβάει. Εκδικείται κι αποφασίζει σα να χρίεται να γίνει το όργανο του τρομαχτικού αδελφού. Που ματαιόδοξος αλλά μ’ ένα τρόπο δειλό και τομαχτικό. Δεν έχει λόγο πια γι’ αυτόν γιατί ο λόγος και η συνείδηση δεν καιν την ύπαρξη αλλά την εξορκίζουν.
Τι είναι
Η ζωή του αδελφού ζούσε μ’ ένα βαθύ πάθος δειλίας.Σκεπασμένος με παλάμες και πίσω από τις λειτουργίες, πίσω από τους ανθρώπους τον ακούν. Μέσα σε αφώτιστα δωμάτια κι άκουες ένα σύρσιμο γονάτων και οι μικρές του αναπνοές σα μαλακά φύλλα τα τρυπούσε ένα ένα το σίδερο της σιωπής και σκιζόταν πνιχτά. Ντυμένος με πλατειά ρούχα για να κατορθώσει ένα θρόισμα. Στο πρόσωπο πάντα οι δυο παλάμες του μη το δεις. Ζώο κιονόκρανο εκείνο το μεγάλο κεφάλι σαν τρισμέγιστο με τα δυο ορθάνοιχτα χέρια σαν σκελετοί βλεφάρων που επί χρόνια τα έγλειφαν οι βροχές και τα κατάφαγαν. Από τις σχισμές των τεντωμένων δαχτύλων ξεχείλισαν και στάζουν τα φραγμένα μάτια. Άκουες σαν μια υπόκωφη επιληψία της γλώσσας και όταν κατάπινες άκουες σα να θρυμματιζόταν κι έσπανε ο λαιμός
Η δειλία του αδελφού εμπνέει μιαν έντρομη αηδία. Οι καταστάσεις των ανθρώπων είναι δαμασμένες.Ο άνθρωπος οφείλεται. Ο άνθρωπος είναι μικτός. Ο άνθρωπος είναι εκθαμβωτικά καθαρός. Η δειλία του αδελφού λες πως προέρχεται από μια απραγματοποίητη αλλά αλησμόνητη ταπείνωση. Καταλήγει σ’ ένα είδος καταχθόνιας ντροπής. Έλεες πως ο αδελφός δεν υπάρχει ακόμα κι όλο μαζεύεται και αποτραβιέται και με λυπητερούς μικρούς σπασμούς αποτραβήγματος. Εκεί στις απόκρημνες άκριες όπου χύνονται όλες οι ζωές των ανθρώπων κι εκεί αντιστέκεται μ’ ένα ένστικτο σύμπαντος. Όπου κατακαθίζουν αργά και απλώνοντας βυθίζονται αργά και κυματίζοντας σαν αργά χέρια και κατακάθονται οι βαριές ζωές των ανθρώπων.
Ο αδελφός φυλά εκείνη την πύλη του προσώπου.

Δεν ήξερες αν είναι σκιρτήματα τρόμου ή εκείνο το αργοκίνημα της μοίρας που τίναζε το πρόσωπο προς τον ήλιο
Κατά το διωγμό των Ελλήνων ο αδελφός ακολουθούσε από μακριά.Η οικογένεια έμενε πίσω να τον περιμένει κι η αδελφή με αναφιλητά τον περίμενε. Εκείνος τους ακολουθεί από μεγάλη απόσταση και τα χέρια συνέχεια στο πρόσωπο. Απότομα τίναζε το κρυμμένο του πρόσωπο προς τη φυλή και προς τον ήλιο. Τα μακριά του ρούχα σαν ράσα ξεσκίζονται και πέφτει. Οι αγκώνες του πληγωθήκαν και ράγισαν. Τα υψωμένα χέρια του που φύλαγαν το πρόσωπο αγκυλώθηκαν και δεν άντεχαν. Τότε ξάπλωνε και σερνόταν με τους ώμους και την κοιλιά. Σήκωνε από καταγής το πρόσωπο κι ανάμεσα από τα δάχτυλα έβλεπε τη φυλή να σβήνει μακριά σαν ένα θυμίαμα. Ο λαός άφηνε πίσω πεθαμένους σαν μικρές ράχες που επιπλέουν στο χώμα. Του φάνηκε πως αναγνώρισε τον πατέρα του πεθαμένο. Ακόμα φορούσε ένα μακρύ και μπεζ παλτό. Ήταν ένας συνεσταλμένος και συναισθηματικός άνθρωπος και τότε θυμήθηκε μιαν ώρα που ο πατέρας του ανέβαινε κλαίοντας τη σκάλα. Από χαμηλά ο πατέρας τον κοίταζε με μια λύπη αγριεμένη σαν έχθρα. Γονάτισε πλάι στον πεθαμένο κι αρχινά να κουνιέται δεξιά αριστερά μ’ εκείνο το αργοκίνημα της μοίρας και τα χέρια όλο στο πρόσωπο. Ξαφνικά ο πατέρας άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε τρομαχτικά. Τα μάτια του κατακόκκινα σαν από τράχωμα κι ακτινοβολούσαν μ’ έναν υπερφυσικό κόκκινο φωσφορισμό. Ο πατέρας ανασηκώθηκε κι αγωνιζόταν να δαγκάσει γαύγιζε σαν εξαγριωμένο σκυλί και το κεφάλι του ήταν από σκύλο.

Τι είναι
Επαληθεύθηκαν οι κατακλυσμοί και σαν μια άνοιξη είχαν αρχίσει.Μια τεράστια άνοιξη έγειρε ξαφνικά πάνω από τη γη κι έγερνε σαν ιτιά. Με κόπο διέσχιζε την ακόλαστη βλάστηση με τα χέρια στο πρόσωπο να δει. Γιατί τα δάχτυλα εμπόδιζαν να δει και το κεφάλι του από σκυμμένο τιναζόταν απότομα ψηλά. Όπως το κεφάλι του αρπαχτικού πουλιού που με απότομα κινήματα του κεφαλιού ταιριάζει τα μάτια του για να δει. Δεν ήξερες αν είναι σκιρτήματα τρόμου ή άρπαζε με το στόμα μικρές και σπάνιες τροφές με δυσεύρετη σόγια.

 [Ο Αδελφός αμίλητος υψώνει μιαν αμείλιχτη ασπίδα προς τον αποκαθηλωμένο με την άταφη σιωπή και η αιματηρή του στύση αιματώνει τα γυναικεία πέπλα. Μιλά κι αντηχούν οι αιώνες σαν στοές. Θα οδηγώ τον άνθρωπο αυτόν να επιστρέφει να πάρει - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το ΑΔΕΛΦΟ του]


Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles