… κι ακριβώς μέσα μου τελειώνουν οι άνθρωποι. Συνορεύω. Ένα βήμα και γκρεμίζονται από ένα πανύψηλο τοίχο τα αισθηματικά λόγια τους κι οι ιδέες κι αρπάζουν φωτιά οι ζωές τους… Εγώ είμαι εθελοντής του τέλους των ανθρώπων και με την ελεύθερη βούλησή μου λέω ασταμάτητα μια λέξη ακατάληπτη λουδία… Μερικών ανθρώπων η ζωή είναι ένα κλειστό σπίτι κι ακόμα κι ο θάνατός τους είναι κλειστός…
Πρόκειται να έρθει το νέο είδος ανθρώπων, ένα άλλο είδος ξαφνικό. Μια νέα ράτσα κι απόλυτοι θα έχουν μια αφάνταστη τελειότητα. Οι παλιοί άνθρωποι κι αυτός ο τρομαγμένος λαός θα εξαφανιστούν. Κανονίστηκε να πεθάνουν σε μιαν ορισμένη μέρα. Αλλά πρέπει να γυρίσουν ο καθένας στον τόπο του κι εκεί θα πεθάνει. Ιδού:
Υποφέροντας από εκείνη τη βαριά αηδία (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1977)
Η Τενάγκνε φώναξε με αγαλλίαση.Είδε τον Γιατρό Ινεότη μέσα στο άγνωστο πλήθος του ποταμού και φώναξε. Τον καλεί να έρθει και με υπερβολική χαρά. Αυτός διασχίζει με πολύ κόπο και πρόσεχε μη τους ταράξει έτσι που κάθονταν ασάλευτοι σα να αγωνίζονταν να ακούσουν και ένας άνδρας πολύ αδύνατος με παράλυτο πρόσωπο έτρεχαν σάλια από το στόμα του. Με μακριά ξανθά μαλλιά είχε γυμνωθεί και είχε στύση. Έλεγε ασταμάτητα μια λέξη ακατάληπτη λουδία. Ο Γιατρός Ινεότης πήγε κι ήταν ήρεμη τινάζει το κεφάλι της με μια φιλαρέσκεια. Σα να μην ήταν η ίδια που πρωτύτερα με τέτοια αγωνία τον καλούσε. Η Τενάγκνε σα να έδιωχνε από πάνω της μιαν αύρα κι υποδέχτηκε το Γιατρό Ινεότη με γλυκύτητα.
Στα δάχτυλά της κρατά σαν ένα μικρό θαμπό κρύσταλλο και σα χαλάζι έψαχνα να βρω κάποιον που να τον γνωρίζω και τώρα έλαχε σε σαςλέει η Τενάγκνε στον Γιατρό Ινεότη είπε μ’ έναν ακκισμό αλλά με φανερή αγαλλίαση. Με ανακούφιση σαν να ήταν μια ανέλπιστη σωτηρία που τον συνάντησε αλλά ακόμα διαρκούσε η αγωνία της ερημιάς της μέσα στον άγνωστο λαό και σαν αλαζονεία μετά από διασυρμό δεν μπορούσα μέσα σε άγνωστους που ποτέ δεν τους έχω ξαναδεί κι έψαχνα όλες αυτές τις ώρες αλλά χάθηκαν όλοι. Αλλά τώρα που είστε εδώ τώρα μπορώ που θα είστε εσείς εδώ γιατί σας αναγνώρισα μόλο που πέρασε τόσος καιρός κι αμέσως αναγνώρισα το πρόσωπό σας πόσο πολύτιμος μου είστε είπε η Τενάγκνε και τον κοιτάζει λίγη ώρα και δεν μιλά.
Ύστερα έβαλε το χαλάζι στο στόμα της να με βλέπετε.Βλέπετέ με. Σας παρακαλώ λέει με χαμηλή φωνή κι όχι παρακαλώντας αλλά σα να έδινε μια οδηγία και κοιτάζει το Γιατρό Ινεότη τον κοιτάζει ίσια στα μάτια και του χαμογελά με μια ευγένεια και σαν συγκινημένη. Τα μάτια της σιγά-σιγά κοπάζουν κι έκλεισαν γέρνει ξαπλώνει αργά και στο άσπρο της πρόσωπο έτσι καθώς ειρηνικά ξεψυχούσε. Το έβαψαν απλώθηκαν σαν αίματα και χύθηκαν ξανά η αγωνία μήπως δεν συναντήσει κανέναν που να τον γνωρίζει και η αγαλλίαση που τον συνάντησε και σαν δυο αίματα ανακατώθηκαν είναι μια δική της κι ανέγγιχτη ιστορία και δεν θα λυπηθώ κι ούτε θα ταραχθώ λέει δυνατά ο Γιατρός Ινεότης αλλά υποφέροντας από εκείνη τη βαριά αηδία
μερικών ανθρώπων η ζωή είναι σαν ένα κλειστό σπίτι κι ακόμα κι θάνατός τους είναι κλειστός. Με μια ελαφριά συγκίνηση και κράτησε κρυφόν όλο το θάνατό της και μοναχά μ’ ένα βούρκωμα. Όμως εγώ τον δικό μου τον θάνατο θα τον λύσω και θα τον ελευθερώσω φώναξε λαχανιάζοντας ο Γιατρός Ινεότης κι έτρεμε. Σωπαίνει και τραντάζεται σα να μη βρίσκει ένα τρόπο κι όλη η μαζεμένη του ψυχή να περνά από μια τρύπα βελόνας και μ’ αγωνία φώναξε στη Τενάγκνε να δεις. Τον θάνατό μου θα σε κάνω να δεις και τουλάχιστο εσύ θα τον δεις κρόσσια από τον τροχό του ακονιστή. Ένα πολυτροχισμένο κι άστραφτε. Κόβει τα σφαλιχτά βλέφαρα της Τενάγκνε. Ορθάνοιχτα τα μάτια της κι είδαν ολόκληρο τον κόσμο. Τώρα παρουσιάζω τον θάνατό μου. Η άμμος και μια περίλυπη γυναίκα περπατά αργά στην άμμο και περίλυπη απομακρύνεται αργά.
με άγριο πετάχτηκαν τα έντερα ο Γιατρός Ινεότης κοιτάζει με μια έκπληξη την κοιλιά του κι ανατινάχτηκαν με άγριο σφυγμό.Κλαδιά κι υδρόβια ό,τι κάνουμε και οι ενέργειες να είναι τυμπανοκρουσίες. Να ξεχωρίζουν η μια από την άλλη γιατί αλλιώς μπερδεύονται γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται και δεν προσέχει και συγχέουν. Το κάψιμο και ο πάγος τα αισθάνομαι ένα πράγμα και φαίνεται πως όλα στο βάθος μιας πληγής όλα είναι ένα πράγμα. Η αυτοκτονία μου είναι ηρωική και ιδεολογική. Καμιά σχέση με δυστυχία και καμία σύγκριση με αυτηνής γιατί αυτό είναι το νόημα. Από μόνος μου εξαφανίζομαι αλλά με μια τεράστια συναίσθηση γιατί σε μια πράξη ενός ανθρώπου υπάρχουν οι πράξεις όλων των ανθρώπων κι αρκεί μια πράξη κι ένας άνθρωπος αρκεί ακούστε στο θάνατό μου είναι κι άλλοι θάνατοι πώς τρίζει το μετάξι τους κι όχι από προσωπικές συμφορές σας ορκίζομαι κι όχι από παθολογικές αλλά από μιαν αγνότητα σας ορκίζομαι. Τώρα είναι η ώρα που θα αποκαλύψω.
Εγώ είμαι η αιτία και τους παρασύρω στο σημερινό τέλος κι επισύρω το τέλος τους.Είναι ένα σημάδι εκγενετής που όταν παρουσιαστεί. Έχω το ανθρώπινο όριο. Όταν εμφανιστεί ο άνθρωπος που να έχει το ανθρώπινο όριο τότε σήμανε το τέλος των ανθρώπων. Σα μια αγρύπνια στάζει μέσα μου η μοίρα των ανθρώπων κι ακριβώς μέσα μου τελειώνουν οι άνθρωποι. Συνορεύω. Ένα βήμα και γκρεμίζονται από ένα πανύψηλο τοίχο τα αισθηματικά λόγια τους κι οι ιδέες κι αρπάζουν φωτιά οι ζωές τους αυτό το γυαλί πρέπει να έχει μια τρύπα κι από κάποια τρύπα αυτοί θα με παρακολουθούν και θα μ’ εκτιμάν θα καταλαβαίνουν τη διαφορά των θανάτων. Εγώ είμαι εθελοντής του τέλους των ανθρώπων και με την ελεύθερη θέλησή μου παραχωρώ και με μια τραγικότητα τους παραχωρώ τον τόπο που πιάνω που κανένας δεν με υποχρεώνει αλλά εγώ εξασφάλισα και με τον φανατισμένο μου θάνατο τους κρατάω στα χέρια μου γιατί με τον φανατισμένο κι ιδεολογικό μου θάνατο θα συνεχιστώ και σα παλιός σβηστός μύθος κι ίσως ο πρώτος τους μύθος θα σας βασανίσουν! το πλήθος έφυγε διαμιάς. Μικρές γριές κι αργοπορημένες μαζεύαν κρώζοντας τα ενθύμια τους κι έφυγαν τελευταίες. Ο Γιατρός Ινεότης ήξερε από την αρχή κι ήξερε πως με βασανιστικό τέλος κι ήταν αδύνατο να είναι αλλιώς το τέλος των ανθρώπων. Ο ακονιστής κοιτάζει τρομαγμένος τα έντερα.
[Ο Γιατρός Ινεότης βγαίνει και πηγαίνει κι αυτός με τον κόσμο. Έχει σύντροφο ένα γύφτο που ακόνιζε μαχαίρια. Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνουν έμαθαν πως δεν θα πεθάνουν με φυσικό θάνατο και χωρίς να πονέσουν όπως τους είχαν πει. Αλλά με υπολογισμένο και βασανιστικό θάνατο σα να τους τιμωρούσαν - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΙΝΕΟΤΗΣ]