Ο Οιδίποδας, χαμένος στο καυτό καταμεσήμερο, έξω από τη Θήβα, είδε μακριά, στην άκρια του ατέλειωτου δρόμου, μέσα στην ερημιά – είδε να προβάλει και να έρχεται προς το μέρος του ένα χρυσό άρμα. Το εκθαμβωτικό χρυσάφι του σκίαζε κι αυτόν ακόμα τον πύρινο ήλιο του μεσημεριού
Το συνόδευαν έφιπποι φρουροί με χρυσούς θώρακες και το έσερναν τέσσερα άλογα – με χαίτες χρυσαφιές, χρυσάφια χαλινάρια και χρυσαφής ο ίδρως τους. Το έβλεπε που τον πλησίαζε με τέτοια αργή κίνηση, τόσο αργά, σχεδόν ακίνητα, λες και τον αιώνιο χρόνο τον έσπρωχνε η αιδώς της πιο σεμνής αύρας. Στο τέλος ήρθε και σταμάτησε η ζωντανή εκείνη μεγαλοσύνη λίγα μέτρα εμπρός του. Και τότε είδε να σηκώνεται όρθιος από τον πορφυρό θρόνο του άρματος ένας θεϊκός βασιλέας. Κρυμμένο το πρόσωπο του πίσω από ένα πλατύ ολόχρυσο προσωπείο κι ο ήλιος εκατέβηκε και κι άστραψε επάνω απ’ το κεφάλι του, ολόκληρος ο ουρανός ήταν σαν να πύκνωσε και σαν στέμμα τον στεφάνωσε, και μοναχά τα μάτια του εφαίνονταν μέσα από τα τρύπια βλέφαρα της μάσκας. Τον κοίταζαν με αγαπημένο βλέμμα – αυτός εκεί ο Μέγας Βασιλέας τον γνώριζε, τον λάτρευε από πάντα. Αλλά και ο Οιδίποδας σαν να το θυμήθηκε από πολύ παλιά αυτό τι τρυφερό, το βουρκωμένο βλέμμα. Με αργό κίνημα χεριού ο άγνωστος βασιλιάς τον κάλεσε (κι ήταν σαν να τον ικέτευε) να ’ρθει στο πλάι του, κοντά του να καθίσει. Τότε αναποδογύρισε απότομα ο κόσμος. Αντί ο Οιδίποδας να το δεχτεί το ηγεμονικό καλοσυνάτο νεύμα, παραλογισμένον τον συνεπήρε μία ανόσια έχθρα – ακράτητος εχύμηξε στην χαρισμένη, σαν πατρική, εκείνη αγκαλιά και με αποτρόπαιη κι άγρια μανία κατέσφαξε τον ευμενή, υπέροχο βασιλιά, κομμάτιασε αλύπητα τους χρυσοφόρους συνοδούς, κι αυτοί, αλύγιστοι και απαθείς, εδέχθηκαν τον άδικο χαμό τους κι ήταν σαν να τον εύχονταν, το περίμεναν, δεν κινήθηκαν καν για να τραβήξουν το σπαθί τους. Αιματοκυλισμένοι έπεφταν αργά, έγερναν στη γη το ίδιο αργά όπως όταν έρχονταν, μαζί και τ’ άλογά τους, άσπρισε η μαλαματένια τους στολή, εμαύρισε ο ήλιος.
[ΠΗΓΗ: Γιώργος Χειμωνάς, από τα ΟΝΕΙΡΑ ΤΗΣ ΑΫΠΝΙΑΣ, εκδόσεις Πλέθρον, 1994]