Η θειά Ντομνή έχει μάτια γαλάζια τόσο καθαρά σαν δεκάχρονης κοπελίτσας η βασανισμένη ζωή της δε τα έκλεισε δεν τα λέρωσε μείνανε καθαρά σαν παιδιού κι αν ήμουνα εγώ η ζωή κι έσκυβα κι έβλεπα κάτι τέτοια μάτια θα έβαζα τα δυνατά μου και θα έκανα το κάθε τι για να κρύψω την χοντροκοπιά μου να με δούνε όμορφη
Γράφω ένα βιβλίο που με αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω «Πεισίστρατο»: Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση.
Η θεία Ντομνή (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960)
Εμπεδόκλειο σχήμα είναι ο κυκλοθυμισμός να μεταπέφτεις αυθαίρετα από την πιο ειλικρινή αγάπη στο πιο παράλογο μίσοςαναφορικά στο ίδιο πράγμα και μου συμβαίνει καμιά φορά δείχνει πως κάποιο φράγμα έχει σπάσει μέσα μου κι αλίμονο αν τα φράγματα που έχει η ψυχή αρχινάν να καταρρέουν. Κάποτε νιώθω μίσος δυνατό ενάντια σε μερικούς ανθρώπους που δεν με βλάψαν και δεν σκέφτηκαν ποτέ να μου κάνουν κακό. Θαρρώ πως αυτό το αναίτιο μίσος είναι η αληθινή κακία. Μισώ τον Πεισίστρατο και την ομορφιά του. Μισώ έναν περίεργο τύπο με κλειστό πρόσωπο που στέκεται πάντα μοναχός και δεν μιλάει με κανέναν. Το κάνει από αριστοκρατισμό ή από συστολή; μπορεί να είναι δειλός και να σκεπάζει την αδυναμία του με μιαν επιφανειακή ανωτερότητα κι έτσι κρατάει μακριά τους άλλους.
Κι εγώ στέκομαι πάντα μοναχός και δεν μιλάω με κανέναν. Δεν φαίνεται για ξεχωριστή διάνοια μονάχα που πήρε μέρος στις δύο φοιτητικές εκθέσεις ζωγραφικής και μια εφημερίδα δεύτερης κυκλοφορίας του ’γραψε επαινετικά λόγια και τα πήρε στα σοβαρά μάλιστα ο κριτικός έγραψε δεν μου διαφεύγει ο εξπρεσιονισμός του νεαρού ζωγράφου και τώρα δείχνει μια χαμογελαστή καταδεχτικότητα. Για τα δικά μου έργα δε γράψανε τίποτα κι ούτε τα’ όνομά μου.Αγαπώ τη θείτσα Ντομνή.
Η θειά Ντομνή έχει μάτια γαλάζια τόσο καθαρά σαν δεκάχρονης κοπελίτσαςη βασανισμένη ζωή της δε τα έκλεισε δεν τα λέρωσε μείνανε καθαρά σαν παιδιού κι αν ήμουνα εγώ η ζωή κι έσκυβα κι έβλεπα κάτι τέτοια μάτια θα έβαζα τα δυνατά μου και θα έκανα το κάθε τι για να κρύψω την χοντροκοπιά μου να με δούνε όμορφη. Σαν ν’ ακούω ακόμα την αργή φωνή να διηγείται τραγουδιστά κουκιμπιμπέρης πέθανε κουκιμπιμπέρης πάει. Τώρα κάθεται στο ντιβάνι σκυφτή και διαβάζει την συνέκδημο. Την μέρα της γιορτής μου έκανε γλυκό και χτένισε τα μακριά άσπρα της μαλλιά 9τις φουρκέτες τις κρατούσε όλες μαζί στο στόμα κι ύστερα της έπαιρνε μια-μια και τις κάρφωνε στον κότσο της) κι έβαλε το καλό της μαύρο πανωφόρι κι έβαλε και τα ψεύτικα δόντια της που τα λέει ξεκαρδισμένη στα γέλια σκουλαρίκια γιατί τα βάζει μονάχα σε επίσημη περίσταση όταν πάει επίσκεψη ή στην εκκλησία και με το δίσκο με το γλυκό στα χέρια ήρθε να με τιμήσει στην γιορτή μου. Ύστερα μας εξομολογήθηκε πως μόλις βγήκε απ’ το σπίτι της ένας βραχνάς της πλάκωσε την καρδιά κι είπε μπας και πάθω τίποτε και με γυρίσουνε με το φέρετρο: όμως δεν γύρισε πίσω γιατί το θαρρούσε απαραίτητο να με τιμήσει στη γιορτή μου. Ήρθε λαχανιασμένη κι οι στενοί της ώμοι καμπούριασαν και το κάτω χείλι της έτρεμε κι ένα χέρι της άρμεγε την καρδιά.
Ξάπλωσε και το στήθος της τρανταζόταν η θείτσα Ντομνή πεθαίνει τα μάτια της βασίλεψαν κι ήτανε γεμάτα δάκρυα.Ήρθε ο γιατρός είπε οξύ πνευμονικό οίδημα της πήρε αίμα ο τοίχος το κρεβάτι γέμισαν αίμα της έκανε ουαμπαϊνη της έδωσε οξυγόνο η θεια Ντομνίτσα πεθαίνει τρέξτε τι θα κάνουμε το στερνό ξωτικό της παιδικής μου χαράς πάει κι αυτό. Όμως η θεία Ντομνή τα ’βγαλε πέρα κι έζησε και μονάχα σε μένα εμπιστεύτηκε τι είδε εκείνη την ώρα –πάνω στ’ άγριο πλάνταγμα της καρδιάς ένα κατάμαυρο πράγμα φάνηκε στο παράθυρο κι ήταν μεγάλο και δεν είχε μορφή ήταν ένα μεγάλο πράγμα μεγάλο όσο κι ο κόσμος ολόκληρος κι ακόμα πιο πολύ έτσι το ’νιωσε η θείτσα κι ας το ’βλεπε μονάχα στο παράθυρο ήταν μαύρο και τρομερό κι άνοιγε ένα στόμα ένα στόμα άβυσσο.
Έβλεπε η θειά Ντομνή (καθώς το θυμάται ανοίγουν τα μάτια της και τρέμει η ψυχή της) έβλεπε τούτο τον άβυσσο αυτόν τον άπατο σκοτεινό καταπιόνα ν’ ανοίγει ν’ ανοίγει να θέλει να την ρουφήξει το άκουγε κιόλας να βρυχιέται. Μια νύχτα ολόκληρη την παραστάθηκε εκεί στο παράθυρο το μαύρο στόμα μονάχα τα χαράματα πια έκλεισε και το πράγμα έσβησε και χάθηκε. Τώρα η θειά Ντομνή διαβάζει σκυφτή το συνέκδημο. Είναι χλομή κι αδύναμη. Ο θάνατος λοιπόν είναι ένα μαύρο πράγμα μεγάλο όσο κι ο κόσμος και μεγαλύτερο κι έχει αντί για πρόσωπο στόμα.
[Ο Πεισίστρατος είναι η ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα. Το «υπερβολικό διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης - Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟ του]