Να μιλήσουμε για μουσική... Μιλάν για τη μουσική εξομολογητικά κι επίσημα. Είναι ο βόμβος της ψυχής κι έχουν την ίδια αχνή κι υπόκωφη λογική πυκνά κι αραιά στοιχεία άνισης κατανομής σαν την πραγματικότητα…. που θα έρθει κι απ’ αυτή την απανωτή και μυστική επαλήθευση προκαλείται η συγκίνηση πριν από το λόγο και πριν από το σχήμα… γιατί η μουσική είναι ατέλειωτη και μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτή ώρες ατέλειωτες και μέχρι το πρωί… Να συμφωνήσουμε πως θα αρχίσουμε περί εκδρομής όταν κάποιος από μας ξεστομίσει μια λέξη που θα ορίσουμε από τώρα κι αυτή η λέξη θα είναι το σύνθημα να αλλάξουμε θέμα και να πούμε για την εκδρομή κι έτσι γίνεται διασκεδαστικό και το αφήνουμε στην τύχη αφού μας αρέσει όλους η μουσική
πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή
αυτόν μονάχος που πάει εκδρομήπάντα θα έβρισκε
μονάχος εκδρομήπου έβρισκε αυτόν θα πάει πάντα
εκδρομήπάντα αυτόν θα πάει που έβρισκε μονάχος
έβρισκε μονάχος πάντα αυτόν εκδρομήπου θα πάει
πάει εκδρομήθα έβρισκε αυτόν που μονάχος πάντα
που θα έβρισκε εκδρομήμονάχος πάντα πάει αυτόν
θα πάει αυτόν εκδρομήπου έβρισκε πάντα μονάχος
εκδρομήμονάχος πάντα αυτόν θα πάει που έβρισκε
· φράση απ’ το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, 1964
Δραματοποίηση πενιχρών συγκινήσεων (αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982)
-10-
Η Φανή όταν του μιλά κοιτάζει πάντα δίπλα του κι όχι καταπρόσωπο και τον παρακολουθεί με την άκρη του ματιού.Ποτέ κατάματα και χαμογελάει τον αντιπαθεί. Η Φανή λέει δραματοποίηση πενιχρών συγκινήσεων. Το γράμμα φωνάζει αυτός στο φίλο του της έδωσες να διαβάσει το γράμμα μου. Η Φανή βγαίνει από το δωμάτιο. Η Φανή βάζει κάθε τόσο το κεφάλι στο άνοιγμα της πόρτας και λέει φράσεις από το γράμμα. Η Φανή μπαίνει και λέει κάποιος με ρώτησε τι είδους φίλοι είναι αυτοί οι δύο που δεν τους είδα ποτέ να κάνουν μια φιλική χειρονομία ένα χτύπημα στην πλάτη κι ένα πιάσιμο χεριού. Λέει και κοιτάζει με χαμόγελο τη βιβλιοθήκη. Ο φίλος του λέει με κατήγγειλαν. Η Φανή έπαψε να χαμογελάει κι ο φίλος του μετάνιωσε που το είπε μ’ αυτόν τον απότομο τρόπο.
Σκέφτεται τώρα θα νομίσει πως τον υποπτεύομαι. Αυτός φωνάζει τι; Φώναξε τι σχεδόν άγρια και τους κοιτάζει. Ύστερα λέει εγώ σας κατήγγειλα. Ο γιατρός λέει το περίμενα. Η Φανή φωνάζει το είχα πει. Ο φίλος του λέει δεν με κατήγγειλε αυτός. Η νοσοκόμα λέει αυτός αυτός. Ο γιατρός λέει όχι δεν σας κατήγγειλε. Η Φανή λέει προηγουμένως είπατε το περίμενα. Περίμενα όχι πως κατήγγειλε αλλά πως θα έλεγε πως κατήγγειλε κι ύστερα από κείνο το τι που φώναξε ήξερα κιόλας πως ο επόμενος λόγος του θα ήταν εγώ σε κατήγγειλα και σα να ήμουν εγώ ο ίδιος το ήξερα και κατάλαβε αμέσως μετά το τι πως η έκπληξή του θα σας φάνηκε υπερβολική κι είναι και η επιφυλακτικότητά σας που τον στενοχωρεί κι η αμηχανία κι αντιπάθεια που του δείξατε μετά το γράμμα και συνετέλεσε και το ύφος που είχαμε εμείς εκείνη τη στιγμή. Δεν θα σας πείσω σκέφτεται και λέει εγώ σε κατήγγειλα.
Αυτό περίμενα λέει η νοσοκόμα το απαύδισμα. Η Φανή φωνάζει αυτός αυτός. Ο φίλος του λέει δεν με κατήγγειλε. Η νοσοκόμα λέει δεν σας κατήγγειλε αλλά ύστερα από κείνο το τι που φώναξε κατάλαβε πως ήταν πια αργά και σκέφτηκε δεν θα τους πείσω και λέει εγώ σε κατήγγειλα από απαύδισμα. Ο γιατρός λέει φυσικά δεν σας κατήγγελε. Η Φανή λέει προηγουμένως είπατε το περίμενα. Εννοούσα αυτό το εγώ σε κατήγγειλα κι έχει ένα αίσθημα ενοχής κι έτοιμος να φορτωθεί και το πιο απίστευτο φταίξιμο και το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο αν προ ολίγου αντί να μιλήσετε για καταγγελία αν κάμνατε νύξη για θάνατο. Ένα είδος Χριστού λέει η Νοσοκόμα.
Ξαφνικά να τον ρωτούσατε λέει ο γιατρός και απροειδοποίητα να τον ρωτούσατε πώς πέθανε.Και να τον κοιτάζετε όχι με κοινό συλλυπητήριο ύφος αλλά κάπως εξεταστικά. Να τον ρωτούσατε σαν όχι από συμπάθεια κι ενδιαφέρον αλλά με απορία και τέλος πάντων να είχατε παράξενο ύφος και όχι ό,τι συνηθίζεται στην περίσταση. Ακόμα και με ειρωνεία ή χαρούμενα ή κι απλώς με δυνατή φωνή κι οπωσδήποτε αφύσικα. Η Φανή τεντώνεται όρθια και φωνάζει πώς πέθανε. Η Φανή κοιτάζει γύρω μη την ακούει κανείς άλλος και ψιθυρίζει πως πέθανε. Η Φανή ρωτάει με τρυφερότητα πώς πέθανε. Ο φίλος του την τραβά και την κλείνει απέξω κι έρχεται και του φέρνει μια μικρή ταναγραία. Η Φανή ανοίγει την πόρτα και πίσω της φαίνονται μερικοί άνθρωποι που προσπαθούν να δουν μέσα στο δωμάτιο. Είναι άνθρωποι του σπιτιού καθώς φαίνεται από το πώς είναι ντυμένοι. Μια γυναίκα κι ένας άνδρας και μια γυναίκα και οι άλλοι δεν ξεχωρίζουν καλά και μόνο τα δάχτυλά τους ανάμεσα στα κεφάλια των μπροστινών που προσπαθούν να κάνουν άνοιγμα να δουν. Να λέει η Φανή και τον δείχνει. Εκείνοι τον βλέπουν με περιέργεια αν και με κάποια συστολή και γυρνάν και χαμογελούν στη Φανή.
Ο ΒΟΜΒΟΣ. Το σπίτι είχε μια μεγάλη κόκκινη βεράντα στρωμένη με σπασμένες πέτρες και πολυθρόνες από άσπρο σίδερο. Ο κήπος είχε μπουκαμβίλιες και γιασεμί λεμονιές πορτοκαλιές. Το μοτέρ του πηγαδιού δουλεύει όλη τη μέρα. Ήρθαν το βράδυ η Άννα και η Αδελφή της. Κάθονται στη βεράντα κι από την ανοιχτή πόρτα ακουγόταν μουσική. Η Άννα τον κοιτάζει τρυφερά και μελαγχολικά κι αυτός μπαινοβγαίνει στο σπίτι τρέχοντας και φέρνει γλυκά και ποτά και γελάει με το παραμικρό. Σαν παιδί λέει η νοσοκόμα και χαμογελάει μητρικά κάνει σαν παιδί. Θέλω για την εκδρομή αρχίζει αυτός. Η νοσοκόμα λέει περιπαιχτικά υπονοούμενα για το δεσμό του με την Άννα. Θα έρθουν κι άλλοι πολλοί αρχίζει αυτός. Να μιλήσουμε για μουσική φωνάζει η νοσοκόμα. Μιλάν για τη μουσική εξομολογητικά κι επίσημα. Είναι ο βόμβος της ψυχής κι έχουν την ίδια αχνή κι υπόκωφη λογική πυκνά κι αραιά στοιχεία άνισης κατανομής σαν την πραγματικότητα. Ανισησκατανομής λέει ο νεκροθάφτης και γελάει.
Το κονσέρτο γκρόσο του Τζεμινιάνι λέει η νοσοκόμα με συγκλονίζει.Μου υποσχέθηκαν πολλοί φωνάζει αυτός όμως εκείνοι μιλά και δεν τον ακούν και γυρνάει και λέει στην Άννα εγγυητικά και με πεποίθηση μου υποσχέθηκαν πολλοί. Στο χείλος του κάθε μέρους γνωρίζει κιόλας το επόμενο που θα έρθει κι απ’ αυτή την απανωτή και μυστική επαλήθευση προκαλείται η συγκίνηση πριν από το λόγο και πριν από το σχήμα ο μουσικός χαρακτήρας της μουσικής και της πραγματικότητας. Η Άννα έδειξε πως την στενοχωρούσε η δυνατή μουσική που έβγαινε από το σπίτι έγειρε το κεφάλι. Όπως θα έλεγε ένας χιουμορίστας δεν καταλαβαίνω τη σχέση έχει με την Αμερική κι αυτό το φινάλε είναι ας το πω γενικό. Πολύ γενικό κι αφάνταστα γενικό φωνάζει η νοσοκόμα. Σαν μια πανύψηλη σιδερένια πόρτα λέει ο εργολάβος. Ναι λέει ο γιατρός μια πόρτα μεγάλη που κλείνει αργά σαν μοίρα που εκπληρώνεται. Θαρρώ ως το βλέπω λέει ρεμβαστικά η νοσοκόμα
τα δυο φύλλα της πόρτας κλείνουν αργά κι η πλατεία μπροστά μένει τελείως έρημη κι εσύ στα σκαλιά της πόρτας λυγίζεις να πέσεις πληγωμένος κι εκστατικόςεσείς πάτερ δεν μιλάτε. Να φύγετε λέει ξαφνικά η Άννα στο γιατρό σας διώχνω. Να μιλήσουμε για την εκδρομή λέει ο παπάς. Ο γιατρός λέει η μουσική είναι ατέλειωτη κι η νοσοκόμα λέει μπορώ να μιλώ και να ακούω για τη μουσική ώρες και μέχρι το πρωί. Να συμφωνήσουμε λέει ο γιατρός πως θα αρχίσουμε περί εκδρομής όταν κάποιος από μας ξεστομίσει μια λέξη που θα ορίσουμε από τώρα κι αυτή η λέξη θα είναι το σύνθημα να αλλάξουμε θέμα και να πούμε για την εκδρομή κι έτσι γίνεται διασκεδαστικό και το αφήνουμε στην τύχη αφού μας αρέσει όλους η μουσική. Μη περιμένετε λέει η νοσοκόμα να την ακούσετε από μένα αυτή τη λέξη. Ναρκοπέδιο λέει ο νεκροθάφτης. Χαμηλώστε τη μουσική λέει η Άννα και βάζει το χέρι στα μάτια σα να κοιτάζει τον ήλιο. Όχι λέει ο γιατρός όχι τέτοιες λέξεις κι αντίθετα η λέξη να μην είναι δύσκολη κι όσο συχνότερα κινδυνεύουμε να την πούμε τόσο πιο ενδιαφέρον και μια μικρή αγωνία. Αισθητή λέει ο γιατρός αυτή τη λέξη προτείνω αισθητή.
Υπάρχει ένα βιβλίο η Αισθητική λέει η νοσοκόμα. Μιλάν με μεγάλες διακοπές.Η αδελφή της Άννας είναι μια άσχημη μεγαλοκοπέλα. Η ομορφιά της Άννας με το χλωμό μέτωπο τα γαλάζια κλαδάκια των φλεβών στους κροτάφους και τα χαμογελαστά μήλα τα καθαρά μάτια το στρογγυλό πρόσωπο με την πολύτιμη ειλικρίνεια. Η αδελφή της Άννας ήταν πριν από λίγο καιρό σε νευρολογική κλινική κι είχε πάθει κάτι που το είπαν παράκρουση. Πριν ζούσε σ’ ένα χτήμα με βαμβάκια ζούσε μονάχη και το δούλευε αμίλητη και βασανισμένη γυναίκα. Έγινε μια φασαρία με το χτήμα τουρκική ιδιοκτησία κι απαλλοτρίωση του κτήματος και δικαστήρια. Μπερδεμένη υπόθεση και το χτήμα ήταν η μοναδική ιστορία της ζωής της κι είχε αρπαχτεί απ’ αυτό το προστάτευε και το βύζαινε. Είχαν κι άλλο πόρο ζωής τώρα αλλά δεν εγκατέλειπε το χτήμα και γι’ αυτό την τράνταζε αυτή η ιστορία κι έπαθε κρίση.
Πηγαίνουν στο χτήμα και το βρίσκουν έρημο και το σπίτι κλειδωμένο.Την φωνάζουν από δω από κει πουθενά. Έφυγε; Πού πήγε; οι άνθρωποι που την βοηθούσαν διωγμένοι κι άφαντοι . Γύρισαν όλο το χτήμα και την φώναζαν και σπάζουν την πόρτα και μπαίνουν στο σπίτι. Την βρίσκουν μέσα σ’ ένα ντουλάπι και ψέλλιζε με γουρλωμένα μάτια. Τρεις μέρες είχε να φάει και να κοιμηθεί. Ήρθε ένας με μια τσάντα και κάτι χαρτιά. Όλο γελούσε και τον έδιωξε κι εκείνος πάει απ’ το παράθυρο απέξω και κοίταζε μέσα και γελούσε και κουνούσε το κεφάλι πάνω κάτω κι άνοιγε το στόμα δεν άκουγε τι έλεγε σαν κεφάλι ψαριού κι ανοιγόκλεινε το στόμα κι όλη τη νύχτα έξω από το παράθυρο τα χαρτιά χρατς χρατς χρατς και κουνούσε το κεφάλι και γελούσε μέσα στο φεγγαρόφωτο και τα χαρτιά έτριζαν όλη νύχτα και φύτρωσε πίσω από το αυτί της ένα δάχτυλο μακρύ με μαλακιά άκρη δίχως νύχι και γαργάλευε το σβέρκο.
Έκανε καιρό στον κλινική κι είπαν πως τώρα είναι εντελώς καλά.Μόνο που ήταν πάντα σαν αφηρημένη κι είπαν πως είναι από την υπνοθεραπεία και σε λίγο καιρό θα θα συνέλθει ολωσδιόλου κι η Άννα από τότε ποτέ δεν την άφηνε από κοντά της και την έπαιρνε μαζί της όπου πήγαινε και την φρόντιζε σαν μωρό. Ακούστηκε η καγκελόπορτα κι όλοι σώπασαν. Ήταν ο συγγενής του που ήταν δικό του το σπίτι και τον φιλοξενούσε. Έλειπε σε ταξίδι και δεν τον περίμενε απόψε και δεν είχαν μεταξύ τους καμιά οικειότητα κι όταν τον είδε να έρχεται ταράχθηκε μήπως φερθεί με αγένεια αφού δεν τους γνώριζε και μπορεί να έβρισκε άπρεπη την πρόσκληση άγνωστων ανθρώπων στο σπίτι του. Ο συγγενής του φαινόταν δύσθυμος ίσως από την κούραση κι όταν τους είδε έδειξε έκπληξη κι αυτός την πήρε για ενόχληση και μεγαλώνει η ανησυχία του. Τους παρουσιάζει χάνοντας τα λόγια του κι ο συγγενής του μπήκε αμέσως μέσα και τον άκουσαν να λέει ετοιμάστε το μπάνιο κι ύστερα κάτι φώναζε στο τέλος άκουσαν να λέει.
Σηκώνεται βιαστικά και μπαίνει μέσα να κλείσει τη μουσική και γυρνάει αμήχανος.Πρόσεχε να ακούσει τι γίνεται μέσα στο σπίτι. Οι πόρτες ανοιγόκλειναν. Κατέβαινε ένα αεροπλάνο και το είδαν χαμηλά να αναβοσβήνει τα κόκκινα φώτα του και χάθηκε μέσα στα δένδρα του κήπου γιατί το σπίτι ήταν πολύ κοντά στο αεροδρόμιο. Αυτός ο βόμβος. Συνηθισμένος ήχος σ’ αυτό το σπίτι. Τρομαχτικός θρυμματιζόταν ο ουρανός κι έπεσε κεραυνός στο σπίτι μισόκλεισαν τα μάτια και σκύβουν το κεφάλι ν’ αποφύγουν το λεπίδι του κόσμου. Η Άννα σηκώνεται όρθια και φωνάζει δάκρυα τρέχουν στο πρόσωπό της και τον κοιτάζει και φώναξε τον σκότωσες
Οι δρόμοι έξω από τις πόλεις είναι ερημικοί χάνονται μέσα στα βουνά και δεν υπάρχει γι’ αυτούς θάλασσα δεν υπάρχει να χυθούν νικημένα δένδρα χαίρεσαι λάμψη κι άσπρο πλατύ φτερουγίζει στον ίδιο δρόμο στον ίδιο δρόμο και ξέρεις πως δεν έρχονται για σένα και δεν έρχονται για κανέναν και ποτέ δεν ήρθαν έρχονται με φωνές πόσες φωνές στα τεντωμένα τους χέρια χαίρεσαι και χαίρεσαι και σφίγγεσαι ν’ αντέξεις στην ένωσή σας γι’ αυτήν έχεις ώρα εκδρομής τα ψηλά χόρτα και ο ήλιος τα δένδρα τα βουνά οι κόκκοι του χώματος ευτυχισμένες πατημασιές ζώων ένα κλαδί κι ένα χαρτί ο στύλος κι ένα κρανίο αρνιού η ελιά τα σύρματα μητέρα μου. Ήρθαν πέντε άνθρωποι στους δρόμους, πέντε παληκάρια, έτρεχαν φώναζαν με πανικό πέρασαν κι έφυγαν φώναζαν και χάθηκαν. Άναψαν τα παράθυρα κι οι πόρτες οι αυλές, Βγήκαν έξω ρωτώντας. Φώναξαν κι έτρεξαν στους δρόμους -Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Η ΕΚΔΡΟΜΗ]
[επόμενο απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο: «Η Άννα με έξαλλη χαρά»]