Από την Καβάλα, όπου γεννήθηκα, έφυγα τριών χρονών, όταν όλη η οικογένεια εγκαταστάθηκε οριστικά στη Θεσσαλονίκη. Από αυτήν την σύντομη πρώτη μου ζωή κράτησα τέσσερις αισθήσεις που αργότερα αναπτύχθηκαν σε μόνιμες συγκινησιακές λειτουργίες. Αυτές, πιστεύω, όρισαν τους τρόπους μου να ζω ως σήμερα.
[Έληξε η αμφισβήτηση. Απαφανατίστηκαν οι επαναστάσεις. Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε «πρωτοπορίας» Μια οργιαστική Σιγή εβλάστησε σε όλες τις ρωγμές. Προσέξτε πόσο Ακίνητος είναι αυτός ο Νέος Άνθρωπος, πόσον Αμίλητο Φόνο κουβαλάει μέσα του. Θα έρθουν παιδιά, έφηβοι που θα είναι προορισμένοι για το Συναγερμό του νέου Λόγου. Για λέξεις, δηλαδή, που ποτέ δεν διαπράχθηκαν, για νοήματα που ποτέ δεν ορθολογήθηκαν, για εικόνες που ποτέ δεν μιλήθηκαν. Φοβηθείτε τους!]
ΚΑΒΑΛΑ, 1939 (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΠΟΙΟΝ ΦΟΒΑΤΑΙ Η ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ, Εκδόσεις Καστανιώτη 1995)
1] Η ΦΑΝΤΑΣΜΑΓΟΡΙΑ: άνοιξα με κόπο το παλιό ντουλάπι του τοίχου. Κάπου, χαμηλά, ανάμεσα σε άχρηστα σκοτεινά υφάσματα, είδα να λάμπει, να φωτίζει βαθιά την όρασή μου μια παράξενη, πολύτιμη, χοντρή ζώνη. Είχε εκτυφλωτικά κίτρινα και ιώδη χρώματα σαν κεντημένα πάνω σ’ ένα ιδρωμένο κυανό. Την ακούμπησα και η αφή της μου έδωσε ανάλογα αισθήματα που ακόμα υπάρχουν στα δάχτυλά μου, μια υγρασία που την προκάλεσαν τρυφερές, βασιλικές, πεθαμένες θωπείες. Ξαφνικά η ζώνη χάθηκε μπροστά στα μάτια μου και ποτέ ξανά δεν την βρήκα, όσο κι αν έψαξα.
Το είπα στην γριά Άρτεμις, που μας φρόντιζε εμάς τα παιδιά. Η γριούλα άρχισε να ξεφωνίζει τρομαγμένη: «Φίδι, φίδι!» φώναζε κι έψαχνε και φιλούσε τα δάχτυλά μου. Δίπλα στο σπίτι μας ήταν ερείπια και άγριοι θάμνοι κι εκεί υπήρχαν πολλά φίδια.
2] Ο ΦΟΒΟΣ: στο τελευταίο, μπαίνοντας αριστερά στο σπίτι, δωμάτιο ακουγόταν συνέχεια, όταν φυσούσε αέρας το χειμώνα, ένας βόγγος, βασανισμένος και άγριος. Το δωμάτιο ήταν πάντα κλειδωμένο. Ήταν σαν μια αποθήκη. Αλλά εγώ ήξερα ότι εκεί μέσα ήταν φυλακισμένο, δεμένο, ένα άγνωστο πληγωμένο ζώο που ποτέ δεν έπρεπε να ελευθερωθεί. Γι’ αυτό, το δωμάτιο εκείνο έπρεπε να είναι πάντα κλειστό.
Όλα τα σπίτια, όλες οι οικογένειες, έχουν πάντα ένα τέτοιο δωμάτιο και κρατούν εκεί, ως το τέλος, αφανέρωτο το μεγάλο τρομακτικό ζώο, γεννημένο κι αυτό μέσα στην οικογένεια.
3] Ο ΕΡΩΤΑΣ: το σπίτι μας ήταν απέναντι από το Ιμαρέτ κι απ’ το μεγάλο παράθυρο της κάμαράς μου έβλεπα το λιμάνι, τη θάλασσα. Κυρίως πρόσεχα τις βάρκες. Τα πλαγιασμένα ακίνητα σώματά τους λικνίζονταν ελαφριά, μ’ ένα ήμερο χορτασμένο άφημα επάνω στα στερεά βαθιά νερά. Αισθανόμουν την διαρκή, ατέλειωτη ηδονή που ρουφούσαν από τη θάλασσα, μέχρι να σαπίσουν και να πεταχτούν ψόφιες στην ακτή οι βάρκες.
4] Ο ΚΛΕΦΤΗΣ: μια ταραχή είχε απλωθεί σε όλα τα σπίτια, επειδή κυκλοφορούσε ένας κλέφτης που ήξερε πολλούς και μυστικούς τρόπους να μπαίνει απ’ τις κλειδωμένες εξώθυρες και τα παράθυρα τις νύχτες. Ήξερα τι μορφή είχε αυτό το πλάσμα: το σώμα του ήταν εντελώς επίπεδο, από μαύρο χαρτόνι, και το κεφάλι του τριγωνικό. Γλιστρούσε εύκολα μέσα απ’ τις χαραμάδες και έκλεβε σιωπηλά από τη ζωή μας. Ολόκληρη η ζωή μας γλιστράει και φεύγει πάνω σε φτυάρια από μαύρο χαρτόνι, τους ανθρώπους.
[κείμενο που δημοσιεύτηκε στο ΥΠΟΣΤΕΓΟ τεύχος 6 1992]
[Κρατώ για την τέχνη ένα παράξενο αίσθημα, ένα συνδυασμό δέους και στοργής κι αυτό ίσως οφείλεται στην ιδέα που έχω για την τέχνη: ότι αποτελεί ένα μοναχικό πάντα φαινόμενο, που έρπει αβοήθητο κι αυτόφωτο στις σκοτεινές παρυφές της ιστορίας και της ομολογημένης γνώσης – είναι ένα άβατο, όπου τα περιβάλλοντα πράγματα και οι άλλες, έξω της τέχνης, δράσεις του ανθρώπου πολύ εξωτερικούς μετασχηματισμούς μπορούν να δεχθούν ή και να επιφέρουν - Γιώργος Χειμωνάς, Ποιον φοβάται η Βιρτζίνια Γουλφ, Εκδόσεις Καστανιώτη,1995]