Quantcast
Channel: Χειμωνάς Γιώργος, Εχθρός του Ποιητή, Εκδρομή, Αδελφός, Πεισίστρατος, Γάμος Χτίστες
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Γιώργος Χειμωνάς, Ο Θάνατος προέρχεται από τον θάνατο των άλλων κι άλλος θάνατος από τον θάνατο των άλλων δεν υπάρχει

$
0
0
Φέρνω στο νου όλα εκείνα και που άναβες τα φώτα και που κρατιόσουν άγρυπνος μη πεθάνεις πάνω στο όνειρο που είναι η φαντασία του θανάτου και δείχνει όπως βέβαια κι ο θάνατος δείχνει  πόσο ανυποψίαστοι είμαστε κι έρμαια.  Δάγκωνε κι έκοβε κομμάτια από τον αέρα ανώφελα κι οι αγριεμένες καρωτίδες και το παραβάν. Σ’ αφάνιζε εκείνο το θέαμα θανάτου και το πέθανε που φώναζες δεν ήταν αναγγελία ή να το συνειδητοποιήσεις. Προσταχτική κι ανυπομονησία από τον πιο ατομικό φόβο. Απ’ αυτόν τον σκότωσες. Ο συλλογισμός είναι καθαρός σαν μικρή συλλαβιστή φράση με τον συλλογισμό. Για να τελειώσεις τον φόβο ήρθες στον φόβο. Για να τελειώσεις τον θάνατο έκανες θάνατο. Τι κοροϊδία για τη γλώσσα

πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή
αυτόν μονάχος που πάει εκδρομήπάντα θα έβρισκε
μονάχος εκδρομήπου έβρισκε αυτόν θα πάει πάντα
εκδρομήπάντα αυτόν θα πάει που έβρισκε μονάχος
έβρισκε μονάχος πάντα αυτόν εκδρομήπου θα πάει
πάει εκδρομήθα έβρισκε αυτόν που μονάχος πάντα
που θα έβρισκε εκδρομήμονάχος πάντα πάει αυτόν
θα πάει αυτόν εκδρομήπου έβρισκε πάντα μονάχος
εκδρομήμονάχος πάντα αυτόν θα πάει που έβρισκε
·        φράση απ’ το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, 1964

Είναι ομορφιά να κοιτάς τη νύχτα και φοβερό να σε κοιτάζει αυτή από μια τρύπα παραθύρου (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982)
-9-
Το μικρό σπίτι της μουριάς είναι ένα δωμάτιο χτισμένο μέσα στον κήπο κι από πάνω έχει μια στέρνα.Η επίπλωσή του είναι ένα σιδερένιο κρεβάτι και μια μεγάλη ντουλάπα με καθρέφτη κι έχει και μια ψάθινη κούνια μωρού και κάσες με ποτά. Ο συγγενής του που τον φιλοξενεί και του παραχώρησε αυτό το σπιτάκι και του ’δωσε να κρεμάσει στον τοίχο για ομορφιά ένα αντίγραφο Τισσιανό και μια χαλκογραφία. Τη νύχτα έμεινε άγρυπνος κάποιοι περπατούν στον κήπο αργά και προσεκτικά. Η κούνια μήπως κρύβεται κανένας κουλουριασμένος και μια παράξενη ακουστική έφερνε μέσα στο δωμάτιο τις αναπνοές των ξένων. Μια γρίλια στο παράθυρο ήταν σπασμένη κι έβλεπε το ολονύχτιο σάλεμα του κήπου και την σκέπαζε μ’ ένα ρούχο.

Είναι ομορφιά να κοιτάς τη νύχτα και φοβερό να σε κοιτάζει αυτή από μια τρύπα παραθύρουλέει στον συγγενή του χαριτολογώντας και προσπαθώντας οικειότητα κι όμως φοβόταν με τον ακίνητο παιδικό φόβο. Αντιλήφθηκε πως κάποιος έκαμνε σχέδια να τον τρομάξουν κι υποπτευόταν τον συγγενή του που ήταν άνθρωπος σιωπηλός κι απλησίαστος και δεν υπήρχε άλλος στο σπίτι. Το φως κρυβόταν ξαφνικά κι άλλες φορές κάποιος έδινε στο παράθυρο κι άνοιγε διάπλατα κι άλλα χονδροειδή φερσίματα. Ο συγγενής του είχε μια ζοφερή ασάφεια στην συμπεριφορά του κι η ματιά του. Κοίταζε τον άλλον κατάματα κι δεν έπαιρνε το βλέμμα του μέχρι ο άλλος να φύγει. Δεν μιλούσε και δεν μόρφαζε με κανέναν ιδιαίτερο τρόπο και μόνο κοίταζε. Διάλεγε τα μικρά παιδιά στον δρόμο και στο λεωφορείο. Στριφογύριζαν στην αγκαλιά της μάνας τους και τύχαινε να τον δουν στο από πίσω κάθισμα κι απόμεναν να τον κοιτάζουν με μισάνοιχτο στόμα κι ενώ πριν ξεσήκωναν τον κόσμο με τη φασαρία τους τώρα τον κοίταζαν ακίνητα και σκοτωμένα.

Κι όλο τον κόσμο έτσι τον κοίταζε  κι όχι βέβαια σε περιστάσεις συνδιαλλαγής ή κοινής συνομιλίας και φαίνεται απίστευτο να βρέθηκε ποτέ. Σε τυχαίες διασταυρώσεις βλεμμάτων στο θέατρο και στις αφετηρίες των αυτοκινήτων κι ο άλλος αναγκαζόταν να τον ξανακοιτάξει κι από κείνη την πρώτη στιγμή δεν μπορούσε πια να ξεφύγει και χωρίς να τολμά να σκεφτεί πως είναι κανένας τρελός ή να γελάσει και ξαναγύριζε να δει αν συνέχιζε να τον κοιτάζει κι αγωνιώντας. Ήταν ένα απλό βλέμμα ολόισιο και πυρετικό και την έντασή του ο άλλος την έπαιρνε για μίσος και γνώση. Από έναν άγνωστο του πλήθους που απευθυνόταν αποκλειστικά σ’ αυτόν και ξεχωριστά απ’ όλους τους άλλους κι ήταν τυχαίο θύμα μιας άγνωστης κακίας και δικαιοσύνης.

Ο συγγενής του έχει έναν πρωτοφανή τρόπο να αντιμετωπίζει τα γεγονότα. Λες και περίμενε τα γεγονότα αυτά ακριβώς ώστε να μην εκπλήσσεται και σα να τα είχε ζήσει τα ίδια τα γεγονότα σε άλλο χρόνο περασμένο κι είχε πια ξεθυμάνει η εντύπωση λες και γι’ αυτόν κατεξαίρεση ο χρόνος προηγείται ή μια αντίληψη που έφτανε τη μαντική και μια αστραπιαία αφομοίωση που η ταχύτητά της έπνιγε την εντύπωση και το αίσθημα. Όχι απέχθεια αφού διέκρινες έναν χλωμό συναισθηματισμό που ήταν ανυπόκριτος κι αυτός που έπρεπε να είναι.

Οι εκδηλώσεις του έδιναν την εντύπωση του παρωχημένου.Γυρνούσαν μαζί στο σπίτι και περπατάν στον εξοχικό δρόμο και πίσω τους μακριά σταματά το λεωφορείο της γραμμής και γυρνάει και λέει γιατί σταμάτησε δεν είναι εκεί στάση κι ο συγγενής του δεν γύρισε. Φώναζαν από το λεωφορείο και κατέβηκαν οι επιβάτες. Οι σκιές τους σκέπασαν τα φώτα του λεωφορείου και χύθηκαν στο δρόμο και μια γυναίκα μουγκρίζει σαν ζώο που το σφάζουν. Σταματά με πληγωμένη ψυχή κι ο συγγενής του λέει την καημένη. Είπε σιγά χωρίς ν’ ανακόψει το βήμα με συγκίνηση μακρινή και κατάλοιπο μιας παλιάς συγκίνησης  σωστής και σα να ήξερε γιατί μούγκριζε η γυναίκα κι ήξερε πως δεν έχει σωτηρία πια και σα να το έβρισκε φυσικό να φωνάζει κάποιος άσχετα ποιος ο πόνος κι αυτό που έχει σημασία είναι ένας που βασανίζεται κι η αιτία είναι πάντα φυσική κι αναπότρεπτη και πάντα η ίδια και γνωστή.

Μοιρολατρία κι ημερωμένη η ακριβή πείρα που τον δίδαξε.Ήρθε κάποιος κι αυτός ρωτάει και μαθαίνει πως το λεωφορείο χτύπησε μια γυναίκα και της έκοψε τα δυο πόδια και τα γόνατα. Τη νύχτα ξυπνάει από ένα χτύπημα μέσα στη ντουλάπα. Βγαίνει έξω. Ανάβει τα φώτα του κήπου. Ξαναγυρνά με προφύλαξη κι ανοίγει την ντουλάπα. Ήταν κλεισμένη μια κότα και ψυχορραγούσε με κομμένα πόδια από την κλείδωση. Ο συγγενής του χάθηκε από το σπίτι κι ο φόβος του μεγάλωσε από νύχτα σε νύχτα. Άκουσε να τον φωνάζουν από το μεγάλο σπίτι. Απόγευμα και σιωπή και τον φώναζαν στο όνομά του σαν από μεγάφωνο. Προχωρεί με δισταγμό και κοίταζε γύρω μπαίνει στο σπίτι. Πηγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο, Το σπίτι άδειο κι έτρεξε και κλείστηκε στο σπίτι της μουριάς. Τη νύχτα ένας περπατά στον κήπο. Βγαίνει και φωνάζει πού είσαι; κι άνοιξε όλα τα φώτα κι έψαχνε στον κήπο.

Απόκαμε και στέκεται γυμνός μέσα στην τρομαχτική φαντασμαγορία του φωτισμένου κήπου. Ξαφνικά σηκώνει το κεφάλι. Τον βλέπει πάνω στην στέγη του σπιτιού της μουριάς και καθόταν στο πεζούλι της στέρνας.  Το πρόσωπό του φορτωμένο πούδρα κάτασπρο και βαμμένα πελώρια μάτια και τον κοίταζε από ψηλά κι ύστερα εξαφανίστηκε. Μονολογεί κι ανεβαίνει στην στέρνα από τη σιδερένια σκαλίτσα και δεν τον βρίσκει. Ξαναρχινά το ψάξιμο και μπαίνει στο κυρίως σπίτι. Τον ανακαλύπτει τη στιγμή που κρυβόταν πίσω από μια ψηλή καρέκλα της τραπεζαρίας. Ο συγγενής του είναι χολωμένος που τον πέτυχε σ’ αυτή την γελοία θέση και δεν πρόλαβε να κρυφτεί. Του πιάνει τα χέρια και δεν τον κοιτάζει και λέει σε βρήκα τρόμαξα. Ο συγγενής του παρά τον εξευτελισμό τον βλέπει με έκπληξη κι εκείνος λέει και του σφίγγει τα χέρια και λέει με τρομάζεις είπε για να δικαιολογηθεί κι όχι με παράπονο.  Αποφεύγει να δει το βαμμένο πρόσωπο.

Πού αλλού όταν είσαι με άλλον όταν φοβάσαι πρέπει να είσαι με κάποιον άλλο και περνάει ο φόβος δεν είναι;έψαχνα να βρω έψαχνα. Τώρα δεν με φοβάσαι; ρωτάει ο συγγενής του. Αφού είμαστε μαζί απαντάει αυτός. Ο συγγενής του φωνάζει εγώ εγώ. Ο γιατρός λέει σε σας που τον τρομάζετε για να τον δείτε και να πάψετε και με την υποκριτική του εμπιστοσύνη αποσκοπεί στο να σας αφοπλίσει. Η νοσοκόμα φωνάζει εγώ εγώ. Πέστε τον ρωτάει ο γιατρός κι υψώνει την φωνή τι περιμένετε από μας; με σαφήνεια απαντήστε. Από μας. Ο λόγος λέει ο γιατρός να εξακριβώσει γιατί εκείνο που βασανίζει είναι η ιδέα και να γιατί ο θάνατος προέρχεται από το θάνατον των άλλων κι άλλος θάνατος από τον θάνατο των άλλων δεν υπάρχει. Ήρθε σε σας λέει η νοσοκόμα για να τον λυπηθείτε και με υποκριτική εμπιστοσύνη. Πέστε τον ρωτάει ο γιατρός τι περιμένετε από μας; με σαφήνεια απαντήστε. Από μας. Όχι δεν μπορείτε με σαφήνεια. Ήρθε σα σας λέει η νοσοκόμα για να εξακριβώσει και θα μας πείτε λέει ο γιατρός κι ύστερα θα μας πείτε με περιφρόνηση ανυποψίαστους και θα είστε κατά βάθος ευχαριστημένος που είμαστε ανυποψίαστοι. Όμως δεν είμαστε και ξέρουμε.

Ο θάνατος προέρχεται από τον θάνατο των άλλων λέει η νοσοκόμα τι περιμένετε από μας; με σαφήνεια. Πέστε τον ρωτά ο γιατρός τι περιμένετε από μας σωπάστε φωνάζει ο συγγενής με σαφήνεια απαντήστε λέει ο γιατρός. Όμως εμείς ξέρουμε λέει η νοσοκόμα. Μας δώσατε λέει ο γιατρός σωπάστε φωνάζει ο συγγενής μεγαλύτερη σημασία λέει ο γιατρός απ’ όση μας πρέπει. Όχι με σαφήνεια δεν μπορείτε λέει η νοσοκόμα. Σωπάστε. Κι αυτό φανερώνει λέει ο γιατρός πως θεωρείτε τον εαυτό σας καταδικασμένο. Κι αυτό θεωρείτε εγώ που τρομάζω τους ανθρώπους κι ανταποδίδω. Φέρνω στο νου όλα εκείνα και που άναβες τα φώτα και που κρατιόσουν άγρυπνος μη πεθάνεις πάνω στο όνειρο που είναι η φαντασία του θανάτου και δείχνει όπως βέβαια κι ο θάνατος δείχνει  πόσο ανυποψίαστοι είμαστε κι έρμαια.  Δάγκωνε κι έκοβε κομμάτια από τον αέρα ανώφελα κι οι αγριεμένες καρωτίδες και το παραβάν. Σ’ αφάνιζε εκείνο το θέαμα θανάτου και το πέθανε που φώναζες δεν ήταν αναγγελία ή να το συνειδητοποιήσεις. Προσταχτική κι ανυπομονησία από τον πιο ατομικό φόβο. Απ’ αυτόν τον σκότωσες. Ο συλλογισμός είναι καθαρός σαν μικρή συλλαβιστή φράση με τον συλλογισμό. Για να τελειώσεις τον φόβο ήρθες στον φόβο. Για να τελειώσεις τον θάνατο έκανες θάνατο. Τι κοροϊδία για τη γλώσσα.

Οι δρόμοι έξω από τις πόλεις είναι ερημικοί χάνονται μέσα στα βουνά και δεν υπάρχει γι’ αυτούς θάλασσα δεν υπάρχει να χυθούν νικημένα δένδρα χαίρεσαι λάμψη κι άσπρο πλατύ φτερουγίζει στον ίδιο δρόμο στον ίδιο δρόμο και ξέρεις πως δεν έρχονται για σένα και δεν έρχονται για κανέναν και ποτέ δεν ήρθαν έρχονται με φωνές πόσες φωνές στα τεντωμένα τους χέρια χαίρεσαι και χαίρεσαι και σφίγγεσαι ν’ αντέξεις στην ένωσή σας γι’ αυτήν έχεις ώρα εκδρομής τα ψηλά χόρτα και ο ήλιος τα δένδρα τα βουνά οι κόκκοι του χώματος ευτυχισμένες πατημασιές ζώων ένα κλαδί κι ένα χαρτί ο στύλος κι ένα κρανίο αρνιού η ελιά τα σύρματα μητέρα μου. Ήρθαν πέντε άνθρωποι στους δρόμους, πέντε παληκάρια, έτρεχαν φώναζαν με πανικό πέρασαν κι έφυγαν φώναζαν και χάθηκαν. Άναψαν τα παράθυρα κι οι πόρτες οι αυλές, Βγήκαν έξω ρωτώντας. Φώναξαν κι έτρεξαν στους δρόμους -Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Η ΕΚΔΡΟΜΗ]


[επόμενο απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο: «Η Φανή όταν του μιλά κοιτάζει πάντα δίπλα του κι όχι καταπρόσωπο και τον παρακολουθεί με την άκρη του ματιού»]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles