Ένας σίφουνας μπαίνει από την πόρτα και ξεφύλλισε με πάταγο τα μεγάλα βιβλία των αναλογίων κι ανατάραξε με ορμή τα κρυστάλλινα κρόσσια των πολυελαίων. Ακούστηκε η βροχή… Με κατεργαριά και τέχνη ερεθίζει τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης δυσανασχετεί πώς είναι δυνατόν άνθρωπος άγνωστος και ποιος ξέρει πώς πέθανε κι ίσως αμετάληπτος των αχράντων. Ο πατριάρχης αρχίζει να σκέφτεται κι αν ακόμα είναι άπρεπο τι σημασία έχει μια ελαφρή ασέβεια και παρατυπία κι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή
αυτόν μονάχος που πάει εκδρομήπάντα θα έβρισκε
μονάχος εκδρομήπου έβρισκε αυτόν θα πάει πάντα
εκδρομήπάντα αυτόν θα πάει που έβρισκε μονάχος
έβρισκε μονάχος πάντα αυτόν εκδρομήπου θα πάει
πάει εκδρομήθα έβρισκε αυτόν που μονάχος πάντα
που θα έβρισκε εκδρομήμονάχος πάντα πάει αυτόν
θα πάει αυτόν εκδρομήπου έβρισκε πάντα μονάχος
εκδρομήμονάχος πάντα αυτόν θα πάει που έβρισκε
· φράση απ’ το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, 1964
Ο γιατρός στην ακρογιαλιά και ο Ιουλιανός ο αυτοκράτορας (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982)
-8-
Ο γιατρός παρουσιάζεται με μια λαμπρότητα.Ο γιατρός στην ακρογιαλιά έβγαλε τα παπούτσια και ξυπόλητος τα πόδια του μισοχωμένα στην άμμο. Έβλεπε τα γυμνά πόδια κι ένιωσε ένα ερωτικό αίσθημα.
Αρκετά διατάζει ο γιατρός κι έδειχναν δυσαρεστημένοι από την απειλή του κι αυτός λέει προκλητικά. Η γριά από την Χαλκίδα έτρεχε λέει η νοσοκόμα η γριούλα έτρεχε και μας άνοιγε την πόρτα και χαμογελούσε με το βαθουλωμένο της στόμα κι είχε μια κόρη σαράντα χρονών που έκαμνε μαθήματα στα παιδιά του γυμνασίου κι αγάπησε έναν όμορφο μαθητή κι έφυγε και χάθηκε. Θα σας καταγγείλω στην Αρχιεπισκοπή λέει αυτός με απελπισία. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε από την Χαλκίδα λέει η νοσοκόμα σε τόνο κατευναστικής υπενθύμισης.
Ακούστηκε μια βροντή και οι άγιοι των τοίχων βόγκησαν κι άσπρες φλόγες έκαψαν το χρυσό τέμπλο.Ένας σίφουνας μπαίνει από την πόρτα και ξεφύλλισε με πάταγο τα μεγάλα βιβλία των αναλογίων κι ανατάραξε με ορμή τα κρυστάλλινα κρόσσια των πολυελαίων. Ακούστηκε η βροχή. Πανανθρωπισμός πανανθρωπισμός φωνάζει η νοσοκόμα σα ν’ ανάγγελνε μ’ αυτή τη λέξη τη βροχή. Ο εργολάβος λέει δυνατά με λεν Ιουλιανό και είμαι αυτοκράτορας. Ο γιατρός λέει θα σας πούμ για τον Ιουλιανό κι είναι μάλλον ένα τελικό στιγμιότυπο χαρακτηριστικό κι όχι σωστή ιστορία. Μια φάρσα θρησκευτική και περιληπτικά. Θέατρο θέατρο φωνάζει η νοσοκόμα. Όλοι ξέρουμε λέει ο γιατρός ποιος είναι ο Ιουλιανός.
Αρχίζουμε από το στήσιμο ενός ειδώλου που θα είναι το σύμβολο της αναστημένης θρησκείας κι οι ίδιοι οι θεοί.Από πέτρα Ολύμπου ή μάρμαρο αρχαίου κρυφού σηκού να είναι πραγματικά ιερό σύμβολο και καθαγιασμένο γιατί αυτό το είδωλο θα παίξει μεγάλο ρόλο σ’ αυτή την ιστορία καθώς θα δείτε βασικό κι ας παριστάνει ό,τι είναι ζώο ή κεραυνό. Γίνεται μια τελετή στο παλάτι με πολλή αρχαιοπρέπεια και το είδωλο στήνεται. Ακολουθούν οι πρέπουσες εκδηλώσεις λατρείας. Στο μεταξύ ο Ιουλιανός έχει στείλει την αντιπροσωπεία στον Απόλλωνα. Φεύγει και πάει να κοιμηθεί όμως σε λίγες ώρες και πριν ακόμα ξημερώσει. Εμπρός φωνάζει ο γιατρός. Πετάγεται ο εργολάβος μισόγδυτος για να δείξει πως κοιμόταν. Αχ φωνάζει ο νεκροθάφτης και χτυπιέται σαν τραγωδός. Μια γελοία χοντροκοπιά και κυλιέται στα σκαλοπάτια προσέχοντας μη χτυπήσει και λέει. Ένα φοβερό όνειρο πως πολεμούσα στα βάθη της Ασίας.
Έρχεται μια σαϊτιά εδώ στο στήθος και μου ανοίγει μεγάλη πληγή.Πέφτω στο γόνα κι αγκομαχώ και χώνω το χέρι στην πληγή. Σα να χώνω το χέρι μου σε μια τρύπα γκρεμισμένου τοίχου. Τα δάχτυλά μου πιάνουν κρύους σβώλους από υγρό μαύρο χώμα και χνουδωτές μαλακές κοιλιές φαρμακερών εντόμων. Και πως έβγαζα από την πληγή το παγωμένο αίμα χοντρό χώμα και σκορπιοί και τα πετούσα προς τον ουρανό και φώναζα με νίκησες Χριστέ χόρτασε Ναζωραίε. Οι πολεμιστές φεύγουν και μένω εγώ με το χέρι στην τρύπα να μου το βυζαίνουν τα σιχαμερά ζωύφια κι η τρύπα έκλεινε και μου φυλάκισε το χέρι. Δεν μπορώ πια να το βγάλω κι άρχισαν να μου τον τρων τα μικροσκοπικά τέρατα της πληγής κι όλος μου ο θάνατος είναι μαζεμένος σ’ εκείνο το χέρι. Ο θάματος στο χέρι λέει ο γιατρός κι έρχεται και το δεύτερο χτύπημα κι εκείνη τη στιγμή καταφτάνει η ιστορική απάντηση της Πυθίας.
Η νοσοκόμα απαγγέλλει χοντραίνοντας τη φωνή της χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά.Ο νεκροθάφτης βγάζει άγριες φωνές και λέει τώρα θα κάνω επίκληση και θα προκαλέσω τους θεούς θα σας φωνάξω τρεις φορές και στην Τρίτη φορά αξιώνω να φανερωθείτε με κάποιο τρόπο κι είναι η τελευταία σας ευκαιρία. Ο γιατρός λέει υπάρχει σ’ αυτό το σημείο υπάρχει έξοχη δραματικότητα κι ας φαίνεται παιδαριώδης μαγγανεία κι ίσα-ίσα γι’ αυτό, Ο νεκροθάφτης αρχίζει την επίκληση και πάνω στην Τρίτη φορά. Ακούστηκε μια βροντή κι οι άγιοι των τοίχων βόγκησαν κι άσπρες φλόγες έκαψαν το χρυσό τέμπλο. Ένας σίφουνας μπαίνει από την πόρτα και ξεφύλλισε με πάταγο τα μεγάλα βιβλία των αναλογίων κι ανατάραξε με ορμή τα κρυστάλλινα κρόσσια των πολυελαίων. Ακούστηκε η βροχή. Όλοι πέτρωσαν. Περνάν λίγα λεπτά κι ο γιατρός φωνάζει στην ώρα στην ώρα εγώ είμαι ο Ιουλιανός.
Όμως αυτό λέει ο Ιουλιανός αυτό δεν είναι θεός είναι η σύμπτωση.Τώρα ξέρω και κατανοώ το νόμο και τη μοίρα του κόσμου. Τώρα ξέρω και κατανοώ το νόμο και τη μοίρα του κόσμου. Αφού είπε αυτά ο γιατρός έτρεξε κι έκλεισε την πόρτα και γυρνάει βρεγμένος και λέει να συνεχίσουμε σηκωθείτε διατάζει το νεκροθάφτη που είναι αποσβολωμένος καθώς και οι άλλοι. Θα σπάσετε τώρα με περιφρόνηση το είδωλο. Ο νεκροθάφτης κλωτσάει ένα καροτσάκι που πέφτει με κρότο κι ο γιατρός λέει οι άνθρωποι που μαζεύτηκαν φεύγουν όλοι κι αφήνουν μονάχο τώρα το βασιλιά κι ακούγονται από μακριά οι καμπάνες. Είναι Πάσχα και σε λίγο θα ’ρθει ο πατριάρχης κι ολόκληρο το χριστιανικό ιερατείο. Ο Ιουλιανός παραγγέλνει και του φέρνουν ένα σεντούκι όμοιο με φέρετρο και μαζεύει και βάζει μέσα τα θρύψαλα του ειδώλου και το κλειδώνει και παίρνει πόζα θρηνητική. Ο Πατριάρχης! φωνάζει η νοσοκόμα και δείχνει τον παπά που προβάλλει βαστώντας ένα μεγάλο σταυρό κι αυτός που είναι ο θεατής λέει στο γιατρό θα μπορούσατε να παραλείψετε την παράσταση και τους ηθοποιούς αφού τίποτε δεν προσθέτουν και γελοιοποιούν κι από την αρχή να μου το διηγιόσασταν κι όχι εδώ να παραλείπατε αυτόν τον περιττό κι ανυπόφορο θεατρινισμό και μάλιστα εδώ μέσα κι όλη την ώρα που τους έβλεπε να φωνάζουν τον κατείχε μεγάλη αγωνία μήπως έρθει κανένας και τους δει αν και η παρουσία του παπά τον καθησύχαζε αλλά και πάλι αγωνιούσε μην έρθουν.
Υπάρχει κάποιος σκοπός λέει ο γιατρός.Ο αυτοκράτορας λέει στον πατριάρχη πως κλαίει ένα φίλο παλιό αγαπημένο που το κουφάρι του κείτεται σε τούτο το σεντούκι. Πέθανε σε ξένη χώρα και του τον έφεραν κατά την τελευταία του θέληση κι αναθυμάται τη φιλία τους και τα χαρίσματα του φίλου. Που ήταν χριστιανός φωνάζει στον πατριάρχη αλλά τι έχει να κάνει κι από τις δυο φιλίες που η μια έχει κοινό αίσθημα κι η άλλη κοινή πίστη προτιμώ και ξεχωρίζω την πρώτη. Καθήκον μου είναι θαρρώ να σας τον παραδώσω και να του κάνετε την αρμόζουσα ταφή και με νιώθετε με πόσο κόπο το αποφάσισα κι όμως αυτό είναι το χρέος μου κι ο σεβασμός στον φίλο και σας τον εμπιστεύομαι. Μια ταφή σ’ ένα χριστιανό και σ’ έναν αδελφό του βασιλιά σας ζητώ φωνάζει ο Ιουλιανός κι ο θρήνος του είναι ειλικρινής γιατί είναι το ίδιο να κλαις έναν πεθαμένο φίλο κι έναν πεθαμένο θεό.
Ο Ιουλιανός μιλάει και για κάποια συγκίνηση άλλη και γέννηση κάποιου καινούριου αισθήματος κι έτσι μιλάει με καταχθόνια απροσδιοριστία για μιαν στροφή βαθιά του.Αξιώνει να του γίνει η χάρη κι αξιώνει χωρίς παρακάλια και με σοφό υπαινιγμό πως πολλά οφέλη θα έχει να δει η εκκλησία τους και νυγμοί εκβιαστικοί κι αφελείς πολλά οφέλη. Με κατεργαριά και τέχνη ερεθίζει τον πατριάρχη. Ο πατριάρχης δυσανασχετεί πώς είναι δυνατόν άνθρωπος άγνωστος και ποιος ξέρει πώς πέθανε κι ίσως αμετάληπτος των αχράντων. Ο πατριάρχης αρχίζει να σκέφτεται κι αν ακόμα είναι άπρεπο τι σημασία έχει μια ελαφρή ασέβεια και παρατυπία κι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Ο βασιλιάς συστήνει μη ξεσκεπάσετε τον νεκρό. Πέθανε από αρρώστια φριχτή κι έχει γεμίσει το κορμί του φτερωτά ζούδια που θα πετάξουν και θα μολύνουν τη χώρα και μην υποψιάζεστε πως είναι από θεόθεν αρρώστιες κι είναι συνηθισμένη σ’ εκείνη τη ξένη χώρα ένα είδος λέπρα. Ο Ιουλιανός φτάνει σ’ ένα σημείο που χωρίς να τον έχει εγκαταλείψει η αγερωχία και ίσα-ίσα αυτή μεγαλώνει όσο μιλάει και δίνει στον άλλο να νιώσει πως την επόμενη στιγμή θα πέσει στα πόδια του να τον παρακαλέσει να του θάψουν τον φίλο κι ο πατριάρχης αναστατωμένος μπροστά στην επερχόμενη αυτή συνταρακτική ταπείνωση και βιαστικά και απερίσκεπτα κατεβάζει κι ακουμπά τον σταυρό πάνω στην κάσα.
Ιεροσυλία φωνάζουν η νοσοκόμα κι ο νεκροθάφτης και κρύβουν το πρόσωπο κι αποτραβιούνται.Η πομπή λέει ο γιατρός η κηδεία ξεκινάει με ψαλμούς. Ο παπάς λέει εγώ θα έλεγα πως ο πατριάρχης ξέρει τι έχει μέσα η κάσα και πάλι δέχεται. Μα τότε λέει ο γιατρός η φάρσα είναι αποτυχημένη και η φάρσα ενδιαφέρει. Και πάλι υπάρχει φάρσα λέει ο παπάς και μάλιστα διπλή κι αντίστροφη. Όχι λέει ο γιατρός αν ο πατριάρχης ξέρει τότε αυτή η σκηνή παίρνει διαφορετικό νόημα κι ένας θα έλεγε πως στη συναίνεση του πατριάρχη που ξέρει υπάρχει ένας θριαμβευτικός συμβολισμός κι αδικούμε τον Ιουλιανό. Φέρτε στο νου σας τη στιγμή και την έντεχνη κοροϊδία που κάνει ο Ιουλιανός.
Δυο θεοί αντιμαχόμενοι και παν αγκαλιαστά κι ανύποπτοι στη συμφιλίωσή τους. Συνεχίζουμε φωνάζει ο γιατρός σηκώστε τους νεκρούς. Οι άλλοι σήκωσαν το κηροστάσι κι ο παπάς προχωρεί μπροστά. Βγαίνουν έξω κι αυτός τους ακολουθεί αναγκαστικά και σταματούν στον περίγυρο κι η βροχή τους μούσκεψε ας τελειώσει αυτή η ιστορία τους λέει. Να σταθούμε εδώ κάτω από το δένδρο λέει ο γιατρός βρέχει πολύ. Ας φύγουμε τους παρακαλεί κι ο νεκροθάφτης και βρίσκει ένα ξύλο και σκάβει έναν μακρύ και ρηχό λάκκο κι ο παπάς ψάλλει κι οι άλλοι στέκονται προσοχή με κατεβασμένο κεφάλι κι ακούν με κατάνυξη. Παίρνουν το κηροστάσι και το ξαπλώνουν στο λάκκο κι ο παπάς ψάλλει με δυνατή φωνή. Αυτό είναι η σωστή κηδεία φωνάζει αυτός καταλαβαίνοντας ξαφνικά. Σκύβουν και τα μυτερά τους πρόσωπα χάνονται. Ρίχνουν χούφτες χώμα. Αυτός είναι ο κάποιος σκοπός σκέφτεται και σ’ αυτή τη μοχθηρή κηδεία απέβλεπαν και στην αναπαράσταση.
Οι δρόμοι έξω από τις πόλεις είναι ερημικοί χάνονται μέσα στα βουνά και δεν υπάρχει γι’ αυτούς θάλασσα δεν υπάρχει να χυθούν νικημένα δένδρα χαίρεσαι λάμψη κι άσπρο πλατύ φτερουγίζει στον ίδιο δρόμο στον ίδιο δρόμο και ξέρεις πως δεν έρχονται για σένα και δεν έρχονται για κανέναν και ποτέ δεν ήρθαν έρχονται με φωνές πόσες φωνές στα τεντωμένα τους χέρια χαίρεσαι και χαίρεσαι και σφίγγεσαι ν’ αντέξεις στην ένωσή σας γι’ αυτήν έχεις ώρα εκδρομής τα ψηλά χόρτα και ο ήλιος τα δένδρα τα βουνά οι κόκκοι του χώματος ευτυχισμένες πατημασιές ζώων ένα κλαδί κι ένα χαρτί ο στύλος κι ένα κρανίο αρνιού η ελιά τα σύρματα μητέρα μου. Ήρθαν πέντε άνθρωποι στους δρόμους, πέντε παληκάρια, έτρεχαν φώναζαν με πανικό πέρασαν κι έφυγαν φώναζαν και χάθηκαν. Άναψαν τα παράθυρα κι οι πόρτες οι αυλές, Βγήκαν έξω ρωτώντας. Φώναξαν κι έτρεξαν στους δρόμους -Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το βιβλίο Η ΕΚΔΡΟΜΗ]
[επόμενο απόσπασμα από το ίδιο βιβλίο: «Το μικρό σπίτι της μουριάς είναι ένα δωμάτιο χτισμένο μέσα στον κήπο κι από πάνω έχει μια στέρνα»]