Σαν κροταλίας του μεσημεριού και με κλαγγές που μονάχα ο ήλιος μπορεί και βγάζει. Τρία βουνά κουβαλά επάνω στο κεφάλι του και σειούνται οι βαθιές του σκιές κι οι χαίτες των δασών τους και πίσω απ’ την ασπίδα έχει κρυμμένες εκκλησίες που με τις χάλκινες καμπάνες τους βοούν κι αγγέλλουνε τον τρόμο.
Τέταρτος άλλος βαστάζει στη ράχη ένα ολόκληρο αλώνι όπου μανιάζει ένας τυφώνας και βγάζει φωτιές μαύρους καπνούς και το αλώνι περικυκλωμένο φίδια σαν πλεκτάνες φιδιών
Μυστικός μαρασμός και μία μελαγχολία (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΑΔΕΛΦΟΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982)
Ξαφνικά που όλα επρομηνούσαν την βασιλεία της αδελφής. Αλλά αναίτια και άθεα. Σαν την κεραυνοβόλο αρρώστια κι απότομα εκόπασε η αδελφή. Μυστικός μαρασμός και μία μελαγχολία άγνωστη την εμάρανε. Τώρα βαριά σέρνεται η αδελφή με κούραση θανάτου. Κηλίδες έσκασαν επάνω της σαν τα φριχτά σπυριά της Κρήτης και απότομα σημάδια αποκρουστικά πως πια τελείωσε η ερυθρή ζωή της Πολύ προτού συντελεστεί και πριν εκπληρωθεί εκείνο το πάθος της εντολής. Να πει το φως του αδελφού και να τον εκφραστεί. Άδικα άδικα η κόκκινη προβιά θάμπωσε και ετρίφτη Απογυμνώθηκε το κάτισχνο κορμί της και φάνηκε πόσο λιγνή έπεσε καταγής εστέγνωσε. Σαν ένα πετσί μέσα από το καμένο σώμα της ανέμιζε η ψυχή της ξεραμένη στον άνεμο μια πέτσα. Μια βαθιά κι αργή ανάσα γέρνει και σβήνει.
Μ’ έναν αδύναμο βόγγο έγειρε η κόκκινη γυναίκα να τελειώσει.Ορφανή του κόσμου όλου κι έλιωσε σαν μια μικρή Δομνή. Καμιάν ανάμνηση πως είχε για αδελφό εκείνον που χτυπήθηκε από την ανώφελη αλλά φαντασμαγορική μοίρα των ανθρώπων. Γιατί υπάρχει ένα χάρισμα που προορίζεται πάντα σ’ έναν αδελφό των ανθρώπων και όχι στους ανθρώπους. Υπάρχει η άβυσσος ανάμεσα στον αδελφό των ανθρώπων και στους ανθρώπους. Αναλύθηκε ξαφνικά και χάθηκε η αδελφή ένα μικρό νερό. Αφήνει μονάχο στο νεκρό της πλάι εκείνον τον αδελφό. Αιώνων ζωντανός αλλά ακίνητος για όλη τη ζωή του κόσμου. Αστράφτει μέσα από τη λαμπερή του σιωπή και μέσα από το μισάνοιχτο χαλί άστραφτε σαν χαράδρα.
Δεύτερος προβάλλει από την κάμαρα που ονομάζεται. Χειρότερος από τον πρώτο βρίζει λυσσασμένα τον θεό κι αυτός τα βάζει με το θεό κι όχι με τους ανθρώπους. Σηκώνει ψηλά χοντρό εικόνισμα όπου έχει έναν γυμνό άνδρα να κρατά φωτιά και βγάζει μια φωνή ντυμένη στο χρυσάφι θα κάψω