Εκείνες οι κατακόρυφες πράξεις που γίνονται πάντα με μια μονάχα κίνηση που σαν μια γύρη την σκορπάν οι άνεμοι που φυσάν από τα ορθάνοιχτα παράθυρα. Άλλος τρόπος να παραβιάσεις τον κόσμο δεν είναι παρά να επιβάλεις μια πράξη εν ονόματί του.
Εκεί στις έβδομες τις πύλες είναι ο άλλος αδελφός απαίσια μεταμφιεσμένος σε γυναίκα που παριστάνει τη Δίκη και με λάσπες βαφές στην άθλια όψη να φαίνεται γυναίκα. Ολόκληρος σε άσπρα υφάσματα που τον σκεπάζουν από παντού Ιδού:
Έπαθε μια περιφρόνηση (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Ο ΑΔΕΛΦΟΣ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982)
Έπαθε μια περιφρόνηση χύθηκε το πρόσωπό της κι έκαψε τους ώμους και το στέρνο.Χύνονται παντού τα χλωμά του αίματα. Τα χαρακτηριστικά της έλιωσαν σαν πέτρες. Μεταχειρίζεται τα ξένα πρόσωπα που συναντά κι εκείνα που θυμάται. Με βιασύνη και με μια μικροπρέπεια κλέβει κρυφά τους τρόπους των ξένων ανθρώπων και των πραγμάτων. Με νευρικό ζήλο ενστερνίζεται. Παραδίνεται στις επιδράσεις των φυσιογνωμιών κι όπως η θάλασσα που παραδίνεται στις επιδράσεις. Με ακατάσχετες μεταμορφώσεις διαδέχεται τους ανθρώπους. Σαν μια γύρη τη σκορπάν οι άνεμοι που φυσάν από τα ορθάνοικτα παράθυρα.
Η αδελφή ανεβαίνει με ίλιγγο. Με μαινόμενες σκέψεις που πληγώνουν τον κόσμο.Άλλος τρόπος να παραβιάσεις τον κόσμο δεν είναι παρά να επιβάλεις μια πράξη εν ονόματί του. Εκείνες οι κατακόρυφες πράξεις που γίνονται πάντα με μια μονάχα κίνηση. Συναισθάνεται τα φοβερά εμπόδια και συναισθάνεται πως είναι εμποδισμένη από ένα εμπόδιο βιολογικό και κληρονομικό και μάλλον μνήμη εμποδίου. Μ’ έναν εμετό αρχινά να σκοτώνει ανθρώπους. Συναισθάνεται πως οι άνθρωποι την προείδαν και την προείπαν. Σ’ όλη την ζωή την παραφύλαξαν και την περίμεναν να τους ενσωματωθεί. Ακίνητες μορφές και εξαθλιωμένες την παρακολουθούν μ’ έναν ύπουλο βήχα την περιμένουν με αιματωμένη καρτερία. Χωρίς μνησικακία και χωρίς καμιά σωτηρία και δεν τους καταλογίζει. Αλλά γνωρίζει πως είναι καταδικασμένη σε αιώνια μνήμη ανθρώπων. Αλλά ο φόνος έχει μια πατροπαράδοτη ισχύ και με τον φόνο αναγεννάται και σα να γεννιέται από την αρχή ο δράστης κι ο κόσμος όλος και η ανατολή.
Μπαίνει στο δωμάτιο που θα γίνει η σφαγή. Από την οροφή κατέβαινε μια σκάλα κι εκεί βρίσκονταν παρατεταγμένοι πολλοί άνθρωποι. Με μια συναισθηματική προσοχή την παρακολουθούν. Η αδελφή πρόσεξε πως ήταν πιασμένοι από τα χέρια σαν να χόρευαν ακίνητοι πάνω στην σκάλα. Αλλά είδε ότι δεν ήταν χορός αλλά αυτοί οι άνθρωποι ήταν ενωμένοι στα χέρια. Έλειπε το τελικό μέρος του χεριού κι οι καρποί ήταν κολλημένοι μεταξύ τους. Τα χέρια τους συνεχίζονταν από τον έναν στον άλλον. Εκεί που ενώνονταν οι καρποί υπήρχε μια κόκκινη και μια πρησμένη. Κόκκινη ουλή και τα χέρια εκείνα έμοιαζαν με σιδερένιους σωλήνες ενωμένους σαν οξυγονοκολλημένα. Στρέφεται προς τους ανθρώπους. Αλλά είδε πως βρισκόταν στο κέντρο μιας μεγάλης πλατείας. Στις άκριες της πλατείας τα σπίτια έσβηναν και μάλλον γκρεμίζονταν με μια πολύ αργή κατάρρευση.
Στο κέντρο της πλατείας ήταν οι άνθρωποι εκείνοι και σαν να ανήκαν σε άγαλμα. Σαν ν’ ανήκαν σ’ έναν άθλο. Πολλοί άνθρωποι που έγερναν και χύνονταν ακράτητοι παντού σαν ένα κοίτασμα ανθρώπων. Στην κορυφή στεκόταν μια όρθια μορφή. Επιβλητική αλλά επουλωμένη μετά από άγριο βασανισμό. Οι άνθρωποι έστρεφαν και την κοίταζαν με μιαν έκσταση. Αλλά είχαν όλοι μιαν αφύσικη στάση που θα την έλεγες απάνθρωπη. Στριμμένοι και στρεβλωμένοι σχεδόν γονατισμένοι γύρω της αλλά ήταν έτοιμοι να ανασηκωθούν και να ορμήσουν προς τα εμπρός. Αλλά είχαν ανάγκη να κοιτάξουν πίσω τη μορφή για να ορμήσουν. Σαν απαγχονισμένοι και τα εξαρθρωμένα τους κεφάλια έστρεφαν να την βλέπουν απελπισμένοι αλλά εμπνευσμένοι. Μ’ έναν μάταιο και δουλικό ενθουσιασμό.
Αλλά τον όφειλαν αποκλειστικά σ’ εκείνην την γιγάντια και τιμωρημένη μορφή.Έσχατοι άνθρωποι και γυρνούσαν να πάρουν τη δύναμη κι αναζωογονημένοι για τελευταία φορά. Αλλά το ξεσήκωμά τους δεν θα κρατήσει πολύ κι ήταν ένα τελευταίο λαμπάδιασμα των μυώνων. Η αδελφή σκοτώνει εκείνους τους ανθρώπους και σα να τους τιμά. Μ’ ένα τσεκούρι αποχωρίζει τα κεφάλια τους που έστρεφαν αλλού. Από τους ξεσκισμένους λαιμούς αλλά δεν βγαίνει αίμα. Ανοιχτές οι άσπρες αρτηρίες και βγαίνει ένας ελαφρός συριγμός και μυρωδιά καμένου λεμονιού. Η αδελφή αισθάνθηκε έρημη και τρόμαξε από τη θέα.
[Ο Αδελφός αμίλητος υψώνει μιαν αμείλιχτη ασπίδα προς τον αποκαθηλωμένο με την άταφη σιωπή και η αιματηρή του στύση αιματώνει τα γυναικεία πέπλα. Μιλά κι αντηχούν οι αιώνες σαν στοές. Εκείνη την ώρα είχε μιαν επικίνδυνη ομορφιά σαν μολυσμένη, λευκή μέσα στο χώμα σαν μυτερό κόκαλο θεού και μέσα σε χώματα και αίματα που άχνιζαν- Γιώργος Χειμωνάς, αποσπάσματα από το ΑΔΕΛΦΟ του]