Quantcast
Channel: Χειμωνάς Γιώργος, Εχθρός του Ποιητή, Εκδρομή, Αδελφός, Πεισίστρατος, Γάμος Χτίστες
Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ και η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ

$
0
0

Εκεί που κάθομαι κι όλα είναι μια χαρά, ξαφνικά όλα εξαρθρώνονται κι είναι μπερδεμένα κι ακίνητα, σαν ύστερα από έκρηξη. Μια ομίχλη διαμελίζει τα πράγματα κι ένα χέρι πέφτει με κρότο και κρέμεται μπροστά μου – αυτός είναι ο εφιάλτης μου. Κι από τον ύπνο καμιά φορά ξυπνάω και βλέπω το χέρι να κρέμεται από το κέντρο της οροφής σαν σταλαχτίτης. Μοιάζει με πέτρινο. Πρόσεξα δυο τρεις φορές πως αιωρείται κιόλας λίγο κι αυτό με γέμισε δέος. Όμως θα πάψω να το λέω εφιάλτη. Άρχισα να πιστεύω πως μου γίνεται μια ιερή αποκάλυψη.
Περιμένω με γαλήνη και ταπεινοσύνη. Στιγμές-στιγμές νιώθω μια θαυμάσια έξαρση. Κάθομαι και βλέπω τον τοίχο. Δεν τον έχουν βάψει καλά. Να εκεί, δίπλα στο κάδρο φαίνονται οι βουρτσιές…
Γι’ αυτό είπα γράφω ένα διήγημα… Όμως όλος ο κόσμος που ήταν εκεί γυρνούσε και μ’ έβλεπε κι εγώ κοκκίνισα και ντράπηκα κι έβαλα τις φωνές μπροστά σε τόσο κόσμο δεν ήξερα πώς να κρυφτώ…
Είμαι μια σημαία κι ένα καρφί στεριώνει την άκρη μου πάνω σε κάποιον αόρατο τοίχο και δεν μπορώ να πλαταγίσω ελεύθερα στον αέρα  που με ταράζει εξαιτίας του καρφιού κι η ψυχολογία μου είναι η ψυχολογία της καρφωμένης σημαίας…Το μυαλό μου ξαναγύρισε στον Πεισίστρατο ξαναμμένο. Γιατί ο Πεισίστρατος είναι το μεγάλο μου βήμα το μεγάλο και το πρώτο. Θα τον ξαναγράψω απ’ την αρχή και θα τον απλώσω θα τον κάνω καλλίτερο και φοβερότερο γιατί έτσι πρέπει να γίνει γιατί αλλιώς θα πεθάνει. Θα τον αλλάξω…
(από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960)


Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΡΘΑΓΕΝΗΣ (από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960)
Τάχα περπατούσα καταμεσής στην κοίτη ενός ξεροπόταμου και βρήκα λέει έναν θώρακα χελώνας κι έσκυψα να τον περιεργαστώ. Όμως αντί τη σταχτιά μούρη και τα χοντρά ποδάρια με τα σκληρά λέπια της χελώνας είδα ένα άσπρο φιδάκι αταίριαστα μικρό μέσα στο ευρύχωρο θολωτό καύκαλο και φαινότανε πεθαμένο. Τότε φοβήθηκα και ρίγησα από σιχασιά κι έσπασα με το πόδι μου το χελωνίσιο καύκαλο το πάτησα με δύναμη για να χώσω το φίδι μέσα στην άμμο και να μην με τρομάζει πια όμως το ένιωσα κάτω απ’ τη φτέρνα μου να ζωντανεύει και να σπειρώνεται κι έτρεμε και το πατούσα παρόλη μου τη σιχασιά και με πείσμα. Σιγά-σιγά το πόδι μου χωνόταν στην άμμο χώθηκα όλος μέσα στην άμμο όλα σκοτείνιασαν και το φίδι δε σπάραζε πια και χάθηκε. Αν ήταν παραμύθι το φίδι θα μιλούσε ανθρωπινά και θα ’λεγε πιάσε με είμαι το κλειδί που ανοίγει την άλλη πόρτα. Θα ήταν κάποια αφή  -έτσι έλεγε ένα βιβλίο πως τα ερεθίσματα παίζουν καμιά φορά ρόλο στα όνειρα μάλιστα κάποιος που κοιμόταν και του χάιδεψαν με φτερό τα χείλια και τη μύτη μόλις που τ’ ακουμπήσανε ονειρεύτηκε πως τον βασάνιζαν  πως του έβαζαν πίσσα στο πρόσωπο κι ύστερα την τραβούσαν μαζί με το δέρμα. Ύστερα ήμουν στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού και δίπλα μου ήταν ένας άρχοντας μεγαλοπρεπής και συμπορευόμασταν αρμονικά σ’ ένα δρόμο με επίσημα ορθωμένο κεφάλι και παντού τριγύρω ένα πλήθος αόρατο κι άφωνο επευφημούσε ενθουσιασμένα εμάς τους δυο τους ξεχωριστούς. Ο δρόμος τέλειωνε και βρεθήκαμε μπρος σ’ ένα χάος κι έσκυψα να δω. Είδα τη γη χαμηλά πολύ μακριά κάτω τόσο που έβλεπα την στρογγυλότητά της κι όσο κι αν έγειρα δεν έβλεπα τίποτε που να ενώνει εκείνο τον υπερκόσμιο εξώστη όπου ήμουν ανεβασμένος με την γη. Όταν κοίταξα τα πλαϊνά μου είδα πως ήμουν πάνω σ’ ένα βράχο που έμοιαζε με πολύτιμο λιθάρι και τα ακανόνιστα μικρά επίπεδα της επιφανείας του αστραφτοκοπούσαν στο φως κάποιου αθέατου ήλιου κι αγνάντευα πάντα την μακρινή γη. Ήταν ένα απερίγραπτο αίσθημα ελευθερίας μια φωτεινή αίσθηση αποδέσμευσης και λυτρωμού ήμουν σε πλήρη έξαρση ήμουν ένας τεράστιος πνεύμονας γυμνός που αχόρταγα ανέπνεε τον καθαρό αέρα και μεγάλωνε-μεγάλωνε άπλωνα ανεμπόδιστα την ύπαρξή μου πάνω στον ουράνιο βράχο μιαν ασύνορη αστρικήν ύπαρξη συνέχεια διαστελλόμενη. Το βάραθρο που έχαινε κάτω μου δε με φοβέριζε δε μου έφερνε ίλιγγο ίσα-ίσα τόνιζε την εξωγήινη μεταρσίωσή μου. Ύστερα ηχήσαν πολλές μακρινές χαρούμενες σάλπιγγες κι ο άρχοντας στο πλάι μου είπε μ’ ευγενική φωνή καιρός ν’ ετοιμαστείς  για τη στέψη θα σε κάνουμε βασιλιά της Καρθαγένης. Στο τέλος το όνειρο ξέφτισε έσβησε μπερδεύτηκε με σκηνές φτηνές κι ανόητες καθώς συχνά γίνεται στα όνειρα που έχουν κάποια ασυνήθιστη διάρκεια. Ήτανε μια δροσιά που ήρθε με τρόπο που δεν περίμενα καθόλου και μου πράυνε το μυαλό και την ψυχή και την άλλη μέρα ένιωθα ευφορία κι ευεξία πρωτόγνωρη κέφι και αισιοδοξία. Εκείνη η έστω στα όνειρα μεγαλειώδης ανάταση η κορυφωμένη στο ανώτατο  ευτυχισμένη αποθέωση ήταν μια μετάγγιση ζωής  που έκανε η ψυχή μου στον ίδιο της τον εαυτό και δεν έψαξα ν’ αναλύσω αυτή την απρόοπτη ενύπνια ψυχική στροφή και να δικαιολογήσω αυτό το ορμητικό ξέσπασμα της μεγαλομανίας και μονάχα χαιρόμουν η χαρά μου ήταν πλατειά και σταθερή σαν τη σίγουρη χαρά που καταλείπει σαν περάσει ένας ενθουσιασμός. Το μυαλό μου ξαναγύρισε στον Πεισίστρατο ξαναμμένο. Γιατί ο Πεισίστρατος είναι το μεγάλο μου βήμα το μεγάλο και το πρώτο. Θα τον ξαναγράψω από την αρχή και θα τον απλώσω θα τον κάνω καλλίτερο και φοβερότερο γιατί έτσι πρέπει να γίνει γιατί αλλιώς θα πεθάνω. Θα τον αλλάξω

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Είμαι μια σημαία κι ένα καρφί στερεώνει την άκρη μου πάνω σε κάποιον αόρατο τοίχο και δεν μπορώ να πλαταγίσω ελεύθερα στον αέρα που με ταράζει εξαιτίας του καρφιού και η ψυχολογία μου είναι η ψυχολογία της καρφωμένης σημαίας.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ «Γράφω ένα βιβλίο που μ’ αυτό θα βρω τον εαυτό μου…  Ό,τι γίνεται γύρω μου γίνεται ξαφνικά, ό,τι γίνεται μέσα μου γίνεται ξαφνικά: Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση. Ήρθαν ένα σωρό πρόσωπα κι έρχονταν κι άλλα φάτσες γνωστές κι άγνωστες κι εγώ όλους τους αγαπούσα και περισσότερους ακόμα τόσο πολύ άνοιξε η καρδιά μου και χωρούσαν κι άλλοι πολλοί ακόμα… Ήμουν έφηβος, εξομολογείται ο συγγραφέας, όταν πρωτόγραψα τον «Πεισίστρατο, γύρω στα 1957. Εκδόθηκε τρία χρόνια αργότερα… Πιστεύω πως η διαδρομή μου αρχίζει με το δεύτερο βιβλίο, την «Εκδρομή»!.. Ο «Πεισίστρατος», η Ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί σαν μια δαιμονική ιδιοφυία μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα,  στην ουσία ήταν ένα νεανικό βίωμα, εξομολογημένο μ’ έναν άξεστο τρόπο. Αλλά αυτού του είδους η άξεστη γραφή, θα συνεχιστεί και στα επόμενα βιβλία μου – και δίνω μιαν απόλυτα θετική έννοια σ’ αυτή τη λέξη: «άξεστος». Σημαίνει το θαρραλέο, όσο και δύσκολο τρόπο, γεμάτο πέτρες και κινδύνους, να χαθείς, να μιλάς για το πρόσωπο του ανθρώπου, τις αιματηρές σχέσεις του με τον άλλον και με το άλλο, για τα ανθρωποβόρα οράματα, τις «κατακόρυφες» θανάσιμες πράξεις. Πολλά από αυτά υπάρχουν ήδη στον «Πεισίστρατο» Το «Υπερβολικό Διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος  κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς της Καρθαγένης (αποσπάσματα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)



Viewing all articles
Browse latest Browse all 235

Trending Articles