Η Δημιουργία είναι το παρών του εγώ μας στον κόσμο, η έκφραση της ύπαρξής μας, η καταφατική ή η αρνητική…
Ο πόνος ξεκίνησε από την άρνηση της ύλης να γίνει κόσμος, όμως σε μας αλλοιώθηκε η πρωταρχική αυτή του υφή – μας κληροδοτήθηκε σαν θολή ανάμνηση της θλίψης της ύλης που βιάστηκε, που υποτάχθηκε δηλαδή στη δύναμη.
Τον κουβαλάει (τον πόνο) το κάθε κύτταρό μας, είναι ζυμωμένος με την ουσία μας, όλοι τον έχουμε στην ίδια ποιότητα μέσα μας μα ο καθένας τον συναισθάνεται σε διάφορη ένταση – αυτό είναι άλλο ζήτημα…
Τι με ωφελεί να υπάρχω γόνιμα κι άξια αφού στην στιγμή που δεν όρισα εγώ μα η ίδια τύχη – η ίδια δύναμη που με γέννησε, θα πρέπει να σκύψω το κεφάλι και να πεθάνω αδιαμαρτύρητα παρατηρώντας τον εαυτό μου πως έτσι λέει ο νόμος της φύσης μου και τι μπορώ να κάνω; μια πορεία που ’χει αφετηρία και τέρμα την επιταγή ενός εχθρικού μου, πέρα για πέρα ξένου προς εμένα τον ίδιο, νόμου – γιατί μήτε την γέννησή μου θέλησα (πώς θα ’τανε δυνατό;) μήτε το θάνατο τον καταδέχομαι – τι νόημα έχει; Μια και δεν μπόρεσα να γεννήσω ο ίδιος τον εαυτό μου, κάνω μια πράξη ισοδύναμη: τον καταστρέφω…
Ξέσπασα
-Είσαι ένα αστείο πράγμα Πεισίστρατε. Έχεις μερικές βαρύγδουπες λέξεις και τις βροντάς κάθε τόσο, τι υλισμός της πεντάρας, κι εσύ πιστεύεις πως στρώνεις βαθυστόχαστες σκέψεις, περιμένεις κάθε σου έκφραση και κίνηση να προξενήσει συνταρακτική εντύπωση, να μας γεμίσει ερωτηματικά για τον λαβυρινθικό σου χαρακτήρα, φαντάζεσαι πως περπατάς με υπόκρουση βαγνερική…
(κι άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960 – ARTby PALOVA Mariana]
-Η Αυτοκτονία λέει ο Πεισίστρατος, είναι μια άδικα παρεξηγημένη πράξη, είναι η πιο αξιόλογη πράξη που μπορούμε να κάνουμε.Ο πόνος κι η δημιουργία είναι δυο μεγάλοι κύκλοι που τέμνονται.
-Πάσχον – Ποιούν!
-Δεν σου κάνω μαθήματα εκλαϊκευμένης φιλοσοφίας. Όλα αυτά τα έχω σκεφτεί μόνος μου. Λοιπόν: ο πόνος ξεκίνησε από την άρνηση της ύλης να γίνει κόσμος, όμως σε μας αλλοιώθηκε η πρωταρχική αυτή του υφή – μας κληροδοτήθηκε σαν θολή ανάμνηση της θλίψης της ύλης που βιάστηκε, που υποτάχθηκε δηλαδή στη δύναμη. Τον κουβαλάει το κάθε κύτταρό μας, είναι ζυμωμένος με την ουσία μας, όλοι τον έχουμε στην ίδια ποιότητα μέσα μας μα ο καθένας τον συναισθάνεται σε διάφορη ένταση – αυτό είναι άλλο ζήτημα. Είναι ο φορέας της θνητότητας και τελειώνεται με το θάνατο, είναι ο φορέας του τραγικού που είναι ξύμφυτο με κάθε ύπαρξη.
Η δημιουργία πάλι είναι το παρών του εγώ μας στον κόσμο, η έκφραση της ύπαρξής μας, η καταφατική ή αρνητική.Αυτά τα δυο εξαίρονται μέσα στην αυτοκτονία σε υπέροχη σύζευξη: εξαληθεύουμε (η λέξη είναι δική μου, δεν την είδα πουθενά) εξαληθεύουμε τη δημιουργία μας κατά τρόπο μοναδικά επίσημο κι αξιωματικό καθώς την στεριώνουμε πάνω στο αληθινότερο κι αρχαιότερο συστατικό που διαθέτουμε, τον πόνο. Προβάλλουμε βίαια και κατηγορηματικά τη θέλησή μας, κόβουμε το μίσχο που μας δένει με τη ζωή και πέφτουμε στο χώμα για να ακροαστούμε, μέσα στην ατάραχη σιγή που θα επιβάλει η πρωτοβουλία αυτή που όμοια της δεν γίνεται, τους υποχθόνιους φθόγγους της ρίζας.
Ο πόνος που ξεκίνησε από την αντίσταση της ύλης να γίνει κόσμος γίνεται πόνος της ύλης που παύει να είναι κόσμος πια.Δε καταλαβαίνεις, το βλέπω, φταίνε οι ποιητικές μου εκφράσεις: μπροστά στην πράξη της γέννησης μου (που, ανεξάρτητα από το ότι δεν είναι πράξη μου, είναι το σπουδαιότερο γεγονός στην ιστορία της ύπαρξής μου) είναι η μόνη πράξη μου που μπορεί να σταθεί στο ίδιο ύψος γιατί έχει ανυπέρβλητη δύναμη και τραγικότητα. Τι με ωφελεί να υπάρχω γόνιμα κι άξια αφού στην στιγμή που δεν όρισα εγώ μα η ίδια τύχη – η ίδια δύναμη που με γέννησε, θα πρέπει να σκύψω το κεφάλι και να πεθάνω αδιαμαρτύρητα παρατηρώντας τον εαυτό μου πως έτσι λέει ο νόμος της φύσης μου και τι μπορώ να κάνω; μια πορεία που ’χει αφετηρία και τέρμα την επιταγή ενός εχθρικού μου, πέρα για πέρα ξένου προς εμένα τον ίδιο, νόμου – γιατί μήτε την γέννησή μου θέλησα (πώς θα ’τανε δυνατό;) μήτε το θάνατο τον καταδέχομαι – τι νόημα έχει; Μια και δεν μπόρεσα να γεννήσω ο ίδιος τον εαυτό μου, κάνω μια πράξη ισοδύναμη: τον καταστρέφω. Παίρνοντας από την ύλη μου τη ζωή την υψώνω αντίπαλη στην μάνα ου την μοίρα που έτσι της παίρνω το δικαίωμα ν’ αποφασίσει για το τέλος μου! εκείνη αποφάσισε για την αρχή μου – εγώ αποφασίζω για το τέλος μου = εξισώνω τη δύναμή μου με τη δική της.
Αποκτώ το μέσο το μοναδικό μέσο να φτάσω τη Δύναμη, όποια κι όση κι αν είναι, να σταθώ αντίκρυ στη νεφελώδη, την υπεροπτική μορφή της Σφίγγας, ίσος προς ίσον. Υπάρχει δυνατότερη δημιουργία από την πράξη αυτή;
Ξέσπασα
-Είσαι ένα αστείο πράγμα Πεισίστρατε. Έχεις μερικές βαρύγδουπες λέξεις και τις βροντάς κάθε τόσο, τι υλισμός της πεντάρας, κι εσύ πιστεύεις πως στρώνεις βαθυστόχαστες σκέψεις, περιμένεις κάθε σου έκφραση και κίνηση να προξενήσει συνταρακτική εντύπωση, να μας γεμίσει ερωτηματικά για τον λαβυρινθικό σου χαρακτήρα, φαντάζεσαι πως περπατάς με υπόκρουση βαγνερική
Στην αρχή τρόμαξε. Όταν σταμάτησα είδα το σαγόνι του να τρέμει, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Ταράχθηκα, μια πίκρα με συνεπήρε. Σηκώθηκα κι έφυγα.
Έξω ένιωσα πιο δυσάρεστα, πονούσε το κεφάλι μου. Τον μισώ τον Πεισίστρατο γιατί είναι άσκημος κι απολεπισμένος. Τον φοβάμαι, τον μισώ.
Είναι μίσος.
Είναι φόβος.
Είναι ένα χαρτί πεταμένο στο δρόμο.
Είναι ένα φανάρι.
Είναι ένα αυτοκίνητο.
-Όχι. Είναι εκείνο το φωτισμένο παράθυρο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ «Γράφω ένα βιβλίο που μ’ αυτό θα βρω τον εαυτό μου… Ό,τι γίνεται γύρω μου γίνεται ξαφνικά, ό,τι γίνεται μέσα μου γίνεται ξαφνικά: Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση. Ήρθαν ένα σωρό πρόσωπα κι έρχονταν κι άλλα φάτσες γνωστές κι άγνωστες κι εγώ όλους τους αγαπούσα και περισσότερους ακόμα τόσο πολύ άνοιξε η καρδιά μου και χωρούσαν κι άλλοι πολλοί ακόμα… Ήμουν έφηβος, εξομολογείται ο συγγραφέας, όταν πρωτόγραψα τον «Πεισίστρατο, γύρω στα 1957. Εκδόθηκε τρία χρόνια αργότερα… Πιστεύω πως η διαδρομή μου αρχίζει με το δεύτερο βιβλίο, την «Εκδρομή»!.. Ο «Πεισίστρατος», η Ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί σαν μια δαιμονική ιδιοφυία μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα, στην ουσία ήταν ένα νεανικό βίωμα, εξομολογημένο μ’ έναν άξεστο τρόπο. Αλλά αυτού του είδους η άξεστη γραφή, θα συνεχιστεί και στα επόμενα βιβλία μου – και δίνω μιαν απόλυτα θετική έννοια σ’ αυτή τη λέξη: «άξεστος». Σημαίνει το θαρραλέο, όσο και δύσκολο τρόπο, γεμάτο πέτρες και κινδύνους, να χαθείς, να μιλάς για το πρόσωπο του ανθρώπου, τις αιματηρές σχέσεις του με τον άλλον και με το άλλο, για τα ανθρωποβόρα οράματα, τις «κατακόρυφες» θανάσιμες πράξεις. Πολλά από αυτά υπάρχουν ήδη στον «Πεισίστρατο» Το «Υπερβολικό Διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς της Καρθαγένης (αποσπάσματα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)