Δύστυχη Μαργαρίτα. Σε λυπάμαι για τα λυπημένα σου μάτια και την αγωνία του ερεθισμένου από όνειρα επαφής δέρματός σου. Δίπλα στο σπίτι της μελαγχολικής Μαργαρίτας είναι η καλύβα ενός γεροντικού ζευγαριού…
Πριν από τους γέρους κάθονταν στο φτωχόσπιτο τρία κορίτσια που δεν είχαν να φαν γιατί ήταν ακόμη κατοχή και μάζευαν τα παιδιά κι έκαμναν στην αυλή του σπιτιού θέατρο με εισιτήριο κι η μια από αυτές γυρνούσε τη μέρα κι έλεγε τη θα φοράνε το βράδυ.. Τραγουδούσανε και χόρευαν κι ύστερα χάθηκαν.
Παραδίπλα είναι η Παυλίνα που κλείνει τα παράθυρά της και βρίζει τον γιο της που είναι χωρισμένος με διαζύγιο τον λέει ρουφιάνο κι ύστερα τα ανοίγει και τον παινεύει στις κυράτσες της γειτονιάς. Είναι κι άλλοι όμως τώρα θα πω για τα παιδιά της γειτονιάς. Τα παιδιά φοράνε ποδιές με χρωματιστά παπιά κι έχουνε μαλλιά χρυσά που η δύση τα γεμίζει μπρούτζινες σκιές. Ξέρουν να μιλάνε και λεν και βαριά προστυχόλογα όπως τα ’χουνε μάθει απέξω δε ξέρουν τι θα πουν…
Λένε για τους πατεράδες τους πολλά πράματα μα για τις μανάδες τους δεν λένε κουβέντα τις μανάδες που γυρνάνε στρίγκλες από κάμαρα σε κάμαρα και καταριούνται τα πάντα. Με τα πεσμένα στήθια που γουρλώνουν τα μάτια και μπήγουν τις τσιρίδες και πόσο κακές γίνονται φορές-φορές. Που οι άνδρες τους που πήγαν στο στρατό που πολέμησαν μαζί με το μεγαλέξανδρο που φεύγουν πρωί και γυρνάν μεσημέρι αμίλητοι όλο κούραση γιατί συνέχεια πολεμάν να πάρουνε την Πόλη από τους τουρκαλάδες με τα γυριστά χασαπομάχαιρα και τις σούγλες…
Όταν οι πόρτες είναι κλειστές φταίνε η σκέψη και το αίσθημά μου γιατί περπατάνε πάνω κάτω στο δρόμο και τον στοιχειώνουν. Όταν οι πόρτες ανοίγουν τα κεραμίδια των σπιτιών έχουν κόκκινο χρώμα κι οι τοίχοι είναι άσπροι κι από τα παράθυρα σκύβουν άνθρωποι και κοιτάζουν έξω μέχρι να βραδιάσει κι ένα τσούρμο φωνές και χρώματα γεμίζει το δρόμο… Ύστερα μαζεύονται όλοι και παίζουν περνάει-περνάει η μέλισσα. Ξεχωρίζουν η Γόνη και η Θέκλα και σχεδιάζουν δολωματικά όνειρα η κάθε μια χωριστά ποια θα κερδίσει περισσότερους θαυμαστές. Η Γόνη έβαλε την Παναγιά ε τον Χριστό με τα φωτοστέφανά τους να κάθονται στους συντεφένιους θρόνους του έβδομου ουρανού και να πατάν πάνω σ’ αγγελικά κεφάλια που τραγουδάν το χριστοσανέστη με γλυκύτατη φωνή…
Τι όμορφα που είναι τα ξανθά παιδιά όταν σταματάν τη σοβαρή κουβέντα τους κι απομένουν βαθιά συλλογισμένα χωρίς να μιλάν με τα μάτια τόσα ανοιχτά στυλωμένα στον απέναντι γκρίζο φράχτη κι ονειρεύονται περιπέτειες με το Ζορρό ή με τον Χριστούλη…
(σκόρπια αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960 και με ΚΛΙΚ στο σύνδεσμο κι άλλες λεπτομέρειες από την ίδια ενότητα - ARTbyLoretiViola)
Όταν οι πόρτες είναι κλειστές φταίνε η σκέψη και το αίσθημά μου γιατί περπατάνε πάνω κάτω στο δρόμο και τον στοιχειώνουν.Όταν οι πόρτες ανοίγουν τα κεραμίδια των σπιτιών έχουν κόκκινο χρώμα κι οι τοίχοι είναι άσπροι κι απ’ τα παράθυρα σκύβουν άνθρωποι και κοιτάζουν έξω κοιτάζουν μέχρι να βραδιάσει κι ένα τσούρμο φωνές και χρώματα γεμίζει το δρόμο. Στο σπίτι που είναι δίπλα στην κλαδεμένη ακακία εκεί κάτω απ’ τη σκεπή γκρέμισε ο σουβάς και γράφτηκε μια τζίφρα που εγώ τη διαβάζω Jeanne. Σ’ αυτό το σπίτι βλέπω στο στραβό παραθύρι την Μαργαρίτα που έχει μακριές πλεξούδες να κεντάει και να ρίχνει ματιές μεγάλες στο αντικρινό σπίτι που κάθεται ο Σεβαστιανός που είναι ομορφόπαιδο και σοβαρός κι έχει ξιπασμένη αριστοκράτισσα πολωνέζα μάνα. Είχαν πάει μια φορά μαζί στα μπάνια και μου είπε εμπιστευτικά ο Σεβαστιανός πως έχει όμορφα πόδια η Μαργαρίτα μα άσχημο κορμί. Κι εγώ του είπα μα πως η Μαργαρίτα έχει ωραίο κορμί μα εκείνος επέμενε πως όχι μονάχα πόδια καλά έχει.
Η Μαργαρίτα κάθεται στο παράθυρο και βάζει τη μελαγχολία της στα μάτια της και την τοξεύει στα παράθυρα του Σεβαστιανού.Δύστυχη Μαργαρίτα. Σε λυπάμαι για τα λυπημένα σου μάτια και την αγωνία του ερεθισμένου από όνειρα επαφής δέρματός σου. Δίπλα στο σπίτι της μελαγχολικής Μαργαρίτας είναι η καλύβα ενός γεροντικού ζευγαριού. Εκείνη είναι κοντή και ξέρει γαλλικά λένε πως είναι γαλλίδα μπορεί – μια μέρα είδα έναν αββά να μπαίνει στην καλύβα κι εκείνος είναι ψηλός και ξερακιανός ίδιος φραγκίσκος ποβερέλος φαίνεται θα ήταν εργάτης του δήμου γιατί μια φορά τον είδα να καρφώνει καρφιά για πεζούς στο δρόμο της Αγιασοφιάς ήταν καθισμένος καταγής στην μέση του δρόμου κι είχε απλωμένα τα μακριά ποδάρια του και κάρφωνε με γυρτή ράχη και τώρα είναι άρρωστος. Πριν από τους γέρους κάθονταν στο φτωχόσπιτο τρία κορίτσια που δεν είχαν να φαν γιατί ήταν ακόμη κατοχή και μάζευαν τα παιδιά κι έκαμναν στην αυλή του σπιτιού θέατρο με εισιτήριο κι η μια από αυτές γυρνούσε τη μέρα κι έλεγε τη θα φοράνε το βράδυ.. Τραγουδούσανε και χόρευαν κι ύστερα χάθηκαν. Παραδίπλα είναι η λιγνοΠαυλίνα που κλείνει τα παράθυρά της και βρίζει τον γιο της που είναι χωρισμένος με διαζύγιο τον λέει ρουφιάνο κι ύστερα τα ανοίγει και τον παινεύει στις κυράτσες της γειτονιάς. Είναι κι άλλοι όμως τώρα θα πω για τα παιδιά της γειτονιάς. Τα παιδιά φοράνε ποδιές με χρωματιστά παπιά κι έχουνε μαλλιά χρυσά που η δύση τα γεμίζει μπρούτζινες σκιές. Ξέρουν να μιλάνε και λεν και βαριά προστυχόλογα όπως τα ’χουνε μάθει απέξω δε ξέρουν τι θα πουν. Λένε για τους πατεράδες τους πολλά πράματα μα για τις μανάδες τους δεν λένε κουβέντα τις μανάδες που γυρνάνε στρίγκλες από κάμαρα σε κάμαρα και καταριούνται τα πάντα. Με τα πεσμένα στήθια που γουρλώνουν τα μάτια και μπήγουν τις τσιρίδες και πόσο κακές γίνονται φορές-φορές. Που οι άνδρες τους που πήγαν στο στρατό που πολέμησαν μαζί με το μεγαλέξανδρο που φεύγουν πρωί και γυρνάν μεσημέρι αμίλητοι όλο κούραση γιατί συνέχεια πολεμάν να πάρουνε την Πόλη από τους τουρκαλάδες με τα γυριστά χασαπομάχαιρα και τις σούγλες.
Όμως στρυφνές δέσποινες της γειτονιάς αγαπάνε περισσότερο εσάς μανάδες με τα γεμάτα στήθια κι αντρομάχες πιστές σας αγαπάνε περισσότερο. Παίζουν με τα σποτάκια και την αγορά. Η Γόνη βάζει τα γοβάκια της μάνας της με τα ψηλά τακούνια και παίρνει την κούκλα της και πάει να ψωνίσει στο μπακάλικο που έχει ο αδελφός της ο Τάκης. Του λέει ευγενικά με μανταμίστικη πόζα κύριε Τάκη κύριε Τάκη μα εκείνος φωνάζει στη γιαγιά του πως ο Θέμος ο δίδυμος αδελφός του που είναι ζαχαροπλάστης του έκλεψε μια σακούλα κι η Γόνη επιμένει κύριε Τάκη κύριε Τάκη και στο τέλος γυρνάει ο κύριος Τάκης και ρωτάει τι θέλεις μωρή; Κι η Γόνη αφού του λέει να φας σκατά του ζητάει λίγη σόντα γιατί ο άνδρας της τέλος πάντων πού πήγα και τον βρήκα τον βλάκα έχει βαρυστομαχιάσει. Ο Τάκης τότε τσιρίζει τα λεφτά πρώτα τα λεφτά κι η Γόνη λέει καλά θα σου δώσω μα βάλε σόντα όπως ο Τάκης ο μπακάλης την κοιτάζει όλος υποψία και τσιρίζει τα λεφτά που ’ναι τα λεφτά ώσπου η Γόνη που είναι η μεγαλύτερη αδελφή βγάζει τη γόβα της και την κοπονάει στο μεγάλο του κεφάλι. Κι όλοι κλαίνε κι η αυλή αδειάζει κι εγώ στέλνω το αχνισμένο γέλιο μου στο μελαγχολικό παράθυρο της Μαργαρίτας.
Ύστερα μαζεύονται όλοι και παίζουν περνάει-περνάει η μέλισσα. Ξεχωρίζουν η Γόνη και η Θέκλα και σχεδιάζουν δολωματικά όνειρα η κάθε μια χωριστά ποια θα κερδίσει περισσότερους θαυμαστές. Η Γόνη έβαλε την Παναγιά με τον Χριστό με τα φωτοστέφανά στους να κάθονται στους συννεφένιους θρόνους του έβδομου ουρανού και να πατάν πάνω σ’ αγγελικά κεφάλια που τραγουδάν το χριστοσανέστη με γλυκύτατη φωνή. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους πετάν ασπρόμαυρα περιστέρια που είναι τα άγια πνεύματα και τραγουδάν κι αυτά το αλληλούια σιγοντάροντας τις υμνωδές των ασωμάτων αγγέλων. Κι από ψηλά φαίνεται ένα χέρι της μεγάλης άγιας Γόνης που ραίνει με τριαντάφυλλα και μενεξέδες και πασχαλιές και λογής-λογής άνθη όλο το τσούρμο. Η άλλη έβαλε τη Πεντάμορφη να κάθεται στο παραθύρι του μαλαματένιου πύργου και να γνέφει μ’ αδράχτι χρυσοκάμωτο. Φοράει ένα φόρεμα από διαμάντια αστραφτερά κόκκινα πράσινα κίτρινα και δίπλα της έχει ένα σακί με όλα τα παιχνίδια του κόσμου. Στο τέλος όλοι (ξέχασα πως στον ώμο της Πεντάμορφης είναι ένα αηδόνι που κελαηδάει πως τούτη και καμιά άλλη είναι η Πεντάμορφη) στο τέλος όλοι είχανε πάει με το μέρος της Γόνης κι η Θέκλα φώναζε ήσασταν συνεννοημένου δεν παίζω.
Όμως δεν ήταν αλήθεια γιατί τα παιδιά της γειτονιάς φοβούνται και λατρεύουν το θεούλη.Μάλιστα ο Γιάννης που ο πατέρας του παράτησε εδώ και τρία χρόνια τη μάνα του κι εκείνη από τότε πήρε σβάρνα τα ξένα κρεβάτια έλεγε πως ο Χριστούλης ήταν ο μεγαλύτερος Θεός του κόσμου που μια να σ’ ακουμπήσει να έτσι λίγο (ο Θέμος ο δίδυμος τσίριζε α ρε μπάσταρδε πιο σιγά) θα πέσεις κάτω ξερός κι ύστερα θα γίνεις πρασινόμαυρη στάχτη το ’ξερε καλά. Κι ο Τάκης ο δίδυμος είπε ναι ξέρω σα το Ζορρό που μια να σε δώσει με το μαστίγιο σου κόβει τη ζωή. Και μιλήσανε για μπουνιές και για μαύρους καβαλάρηδες και για τον Χριστούλη. Τι όμορφα που είναι τα ξανθά παιδιά όταν σταματά τη σοβαρή κουβέντα τους κι απομένουν βαθιά συλλογισμένα χωρίς να μιλάν με τα μάτια τόσα ανοιχτά στυλωμένα στον απέναντι γκρίζο φράχτη κι ονειρεύονται περιπέτειες με ήρωες ξακουστούς με τον Ζορρό ή με τον Χριστούλη. Η νύχτα έρχεται γαλήνια κι η Μαργαρίτα παρατάει το κέντημα και δίνεται αλαφιασμένη στα γλυκόπικρα όνειρα του σκοταδιού και τα παιδάκια κοιμούνται ήσυχα και βαθιά και δε νιώθουνε τα στενάγματα και τ’ αγκομαχητά του γονικού κρεβατιού που αγρυπνάει δίπλα τους στην σκοτεινή γωνιά.
Ό,τι γίνεται γύρω μου γίνεται ξαφνικά, ό,τι γίνεται μέσα μου γίνεται ξαφνικά: Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση. Ήρθαν ένα σωρό πρόσωπα κι έρχονταν κι άλλα φάτσες γνωστές κι άγνωστες κι εγώ όλους τους αγαπούσα και περισσότερους ακόμα τόσο πολύ άνοιξε η καρδιά μου και χωρούσαν κι άλλοι πολλοί ακόμα… Ο ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ είναι η Ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα. Το «Υπερβολικό Διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης (Γιώργος Χειμωνάς, γράφω ένα βιβλίο που μ’ αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω Πεισίστρατο)