Δε μπορείς να καταλάβεις, σ’ αγαπώ. Αγαπώ εσένα και το θάνατο. Σε μπερδεύω με το θάνατο, δεν ξέρω γιατί. Όμως μπορεί να μην είναι ο θάνατος ο ίδιος, να είναι μονάχα μια προσδοκία ταξιδιού μαζί σου. Μπορεί κι εσύ να μην είσαι ο ίδιος: σ’ έχω ξαναπλάσει, είσαι πλάσμα μου, σε κάνω ό,τι θέλω, είσαι όλος στοργή και κατάφαση. Κάθομαι και ονειρεύομαι ολόκληρες ώρες εμάς τους δυο – κι αυτή την προσδοκία που σου λέω. Καμιά φορά μου φαίνεται σαν θάνατος. Είναι μια μουσική που όσο πάει δυναμώνει κι ύστερα σταματάει απότομα…
Κι εκεί στις άκρες των χειλιών σαν να είχε γλιστρήσει όλη η σάρκα του προσώπου γι’ αυτό φουσκώναν οι άκρες των χειλιών και σου δίναν την εντύπωση πως τώρα να τώρα τα σφιγμένα χείλια θα σκιστούν και θ’ ανοίξουν και θα ακουστεί ένας λυγμός που θα σου σπαράξει την καρδιά… [Γιώργος Χειμωνάς, γράφω ένα βιβλίο που με αυτό θα βρω τον εαυτό μου! Και το λέω «ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ», Εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ 1960 κι άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο – ARTbyrobert and shana parkeharrison photography)
ΤΟ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΙΙ (αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ, εκδόσεις Ύψιλον 1960)
Ο Πεισίστρατος ήταν άσχημος κι αντιπαθητικός, δεν ήταν φίλος μου, δεν τον καταλάβαινα, μου φαινόταν τρελός– είχε μια μεγαλοστομία κι ένα φέρσιμο όλο νεύρωση. Οι ιδέες του μ’ επηρεάζανε –δηλαδή όχι αυτές οι ιδέες τόσο, όσο κάτι πιο ακαθόριστο και πιο ανησυχητικό: οι κινήσεις, οι μορφασμοί – η έκφραση εκείνης της θεατρινίστικης προσωπικότητάς του με ερέθιζε. Η ατμόσφαιρά του με κάλυπτε και με βούβαινε.
Σήμερα συνέβη η παρακάτω σκηνή: στεκόμασταν στο πίσω παράθυρο και κοιτάζαμε την πάνω πόλη και δεν μιλούσαμε. Ξαφνικά ο Πεισίστρατος είπε αλλάζοντας τη φωνή του κι ήταν σαν να μπήκε ξαφνικά ένας ξένος στο δωμάτιο και είπε:
-Ε δ ι ζ η σ ά μ η ν ε μ ε ω υ τ ό ν.
Στράφηκε και μ’ αγκάλιασε με βία και μου είπε λαχανιάζοντας, με κλειστά μάτια.
-Δε μπορείς να καταλάβεις, σ’ αγαπώ.Αγαπώ εσένα και το θάνατο. Σε μπερδεύω με το θάνατο, δεν ξέρω γιατί. Όμως μπορεί να μην είναι ο θάνατος ο ίδιος, να είναι μονάχα μια προσδοκία ταξιδιού μαζί σου. Μπορεί κι εσύ να μην είσαι ο ίδιος: σ’ έχω ξαναπλάσει, είσαι πλάσμα μου, σε κάνω ό,τι θέλω, είσαι όλος στοργή και κατάφαση. Κάθομαι και ονειρεύομαι ολόκληρες ώρες εμάς τους δυο – κι αυτή την προσδοκία που σου λέω. Καμιά φορά μου φαίνεται σαν θάνατος. Είναι μια μουσική που όσο πάει δυναμώνει κι ύστερα σταματάει απότομα.
Άνοιξε τα μάτια του, ένα πελώριο σελάγισμα φώτισε τις σκοτεινές του κόγχες. Ανάσαινε γρήγορα κι άργησε να συνεχίσει – αυτή την φορά ο τόνος του ήταν άγριος.
-Εσένα σε μισώ. Εσένα που με κοιτάζεις έκπληκτα. Και ξένα. Και ξένα.
Ξεμάκρυνε από κοντά μου.
-Τι φαντάζεσαι πως θέλω να πω; ρώτησε με ειρωνεία.
-Δεν ξέρω.
Χαμογέλασε με δυσκολία κι απάγγειλε
-Μακριά μέσα σε σκιές, υπάρχει μια παρθένα οδός, που περιμένει το ίχνος μου.
Η ματιά του είχε μια παράκληση που γρήγορα άλλαξε κι έγινε θλίψη.
-Δεν είμαι καλά είπε.
ΤΟ ΙΑΤΡΕΙΟ (αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ, εκδόσεις Ύψιλον 1960)
Ένα καλοκαίρι πήγαινα σ’ ένα ιατρείο που ήταν στον Άγιο Δημήτριο σ’ ένα μέγαρο που το διόρθωναν κι είχα βαρεμάρα.Έλεγα να τα παρατήσω και να το ρίξω στην εμπρεσιονιστική ζωγραφική μα έλα που ήμουν με βαριές υποχρεώσεις φορτωμένος. Ο Γιατρός αυτός μας φρόντιζε πάντα ήταν λέει και μακρινός συγγενής μας. Τούτο δεν το ’ξερα πριν το ’μαθα άμα με σύστησε στον άλλο γιατρό που του κρατούσε το μισό διαμέρισμα να σας συστήσω το κύριο συνάδελφο (εδώ γέλασα φανερώνοντας τη μετριοφροσύνη μου) και συγγενή μου. Το μεσημέρι στο σπίτι ρώτησα την μάνα τι συγγένεια έχουμε μάνα με τον γιατρό: κι εκείνη μ’ έπλεξε σε κάτι συγγενολογίες που τις ξέχασα κιόλας όμως θυμάμαι πάντα μ’ ευχαρίστηση πως είμαστε συγγενείς μ’ έναν επιστήμονα. Μα καμιά φορά θύμωνα και βαριεστημένος μιλούσα άγρια στην μάνα μα τι δηλαδή εγώ θα ξεπληρώσω τις υποχρεώσεις τις οικογενειακές; κι η μάνα έλεγε ήρεμα έχουμε την ανάγκη του έχεις την ανάγκη του. Όμως δεν ξεχνάω πως μου έδωσε ακουστικά για το επάγγελμα και μου υποσχέθηκε κι ένα πιεσόμετρο. Μόλις το έμαθε η θεία Ναταλία που πάντα φοβόταν πως θα μείνει στον τόπο καμιάν ώρα από την πίεση όλο και ρωτούσε ήρθε το πιεσόμετρο, γιατί ο γιατρός το είχε παραγγείλει στο εξωτερικό. Κι εγώ έλεγα πως όχι δεν ήρθε μα μόλις το ’παιρνα πρώτα αυτηνής την πίεση θα ’βλεπα. Κι η θεία Ναταλία μου έλεγε αχ το γιατρέλι το κατσούφικο και μου ’δινε γλυκό τριαντάφυλλο που μου άρεσε πολύ.
Θυμάμαι κι εκείνο το πρωινό που με φώναξε ο γιατρός μέσα στο ιατρείο που εξέταζε έναν άρρωστο. Έλα μου είπε ν’ ακούσεις το φυσιολογικό χτύπο της καρδιάς και μου έβαλε τ’ ακουστικά στα αυτιά. Κι άκουγα την καρδιά τουφ-ταφ-τουφ-ταφ κι ύστερα μου είπε ο γιατρός αυτό το τουφ-ταφ είναι ο φυσιολογικός χτύπος της καρδιάς και πρέπει να το συνηθίσεις γιατί είναι μεγάλη δουλειά να ξεχωρίζεις την καλή από τη βλαμμένη καρδιά. Εγώ ξανάβαλα τα ακουστικά κι άκουγα την καρδιά κι ο άρρωστος που ήταν ένας νεαρός αλλοίθωρος και κοκκαλιάρης γελούσε χαζά με αμηχανία και κοίταζε πότε το γιατρό και πότε εμένα και το πρόσωπό του φαινόταν μπαλωμένο με κόκκινα κομμάτια γιατί δεν ήταν συνηθισμένος να δείχνει την κοκκαλιάρικη γύμνια του κι όλο ντρεπόταν όμως κι εγώ ντρεπόμουν πολύ. Ύστερα ο γιατρός του είπε να κατεβάσει το βρακί του για να του εξετάσει την κοιλιά κι εκείνος σάστισε και κιτρίνισε κι ο γιατρός του φώναξε πιο κάτω κι εγώ έκανα τάχα τον αδιάφορο κι έκανα πως κοιτάζω έναν μεγάλο πίνακα που ’δειχνε έναν γιατρό ασπροντυμένο που πάλευε να τραβήξει μια γυμνή κόρη από την αγκαλιά ενός σκελετού που θα ήταν ο χάρος.
Θυμάμαι πως ήρθανε κάτι έφηβοι του ιστιοπλοϊκού για εξέταση και σήκωσαν το μέγαρο στο πόδι με τις φωνές και τα χαχανητά τους. Θα πήγαιναν ταξίδι στη Ρόδο κι έλεγε ο καθένας τι θα έφερνε από κει για το κορίτσι του. Ένας έλεγε πως θα του έπαιρνε άρωμα άλλος φουστάνι – ένας είπε πως θα της αγόραζε ένα τόπι ύφασμα κι οι άλλοι έσκασαν στα γέλια και του είπαν ρε συ ο γέρος σου έχει ολόκληρο υφασματάδικο τι θα το κάνεις το τόπι από τη Ρόδο και δόσ’ του γέλια και ξεφωνητά ώσπου άνοιξε η πόρτα του ιατρείου ο γιατρός και τους είπε θέλω ησυχία γιατί εξετάζω άρρωστο. Τότε τα παιδιά που ήτανε φιλότιμα κοκκίνισαν και βάλθηκαν να διαβάζουν με προσοχή τα χαρτιά που’ φέραν για συμπλήρωση απ’ το γιατρό. Ύστερα ο γιατρός τους έμπασε στο ιατρείο και τους άφησε για να πάει να δει τι κάνουν οι μαστόροι πάνω στο διαμέρισμα που αγόρασε. Τότε εκείνοι ξεσκάλισαν όλα τα χαρτιά που ήταν στο γραφείο και βρήκαν ένα περιοδικό ξενικό που λεγόταν Seminarκι είχε πολλές χρωματιστές εικόνες. Είχε και μιαν εικόνα που ’δειχνε τα απόκρυφα μιας γυναίκας γεμάτα κοκκινίλες και σπυριά κι ένας φώναξε κοίτα κι ο διπλανός του τον σκούντηξε και του είπε σε τόνο αυστηρής επίπληξης ρε συ ξεχνάς πως είσαι αθλητής μα κι αυτός δεν άφηνε με τα μάτια του την εικόνα. Κι ένας άλλος με ρώτησε με ευγένεια μήπως ξέρετε πώς – πώς γίνανε έτσι; κι εγώ για να κάνω τον έξυπνο είπα αδίσταχτα με σιγουριά που φανέρωνε επιστημονική κατάρτιση από το επιδερμόφυτο φυσικά – γιατί είδα κάτω από την εικόνα να γράφει τονισμένα epidermophytumανάμεσα σε άλλους ακαταλαβίστικους όρους κι είπα θα ’ναι κανένα μικρόβιο.
Θυμάμαι κι άλλα πράγματα που μου τα εμπιστεύτηκε ο γιατρός (σα πρωτοετής της ιατρικής που ήμουν) και μου είπε να μην τα πω πουθενά γιατί ο Ιπποκράτης δεν αφήνει.Διαγνώσεις για ετοιμοθάνατους αορτές ανευρισμένες όγκοι πνευμονικοί έκανε και μελέτη πάνω σε ακτινογραφήματα. Όλα αυτά ήθελα πολύ να τα πω όμως ήμουν υπερήφανος που ο Ιπποκράτης τ’ απαγόρευε ρητά και με την εφηβική μου ελαφράδα ένιωθα σα να ’μουνα κάτι σαν ευμολπίδης από κείνους που κατέχαν τα μυστικά της ζωής και του θανάτου κι έκαναν μάλιστα και σκοτεινές τελετές στην Ελευσίνα. Θυμάμαι ένα πρωί ήρθε το πνεύμα της αρρώστιας έτσι είπα μόλις την είδα. Ήτανε μια δεσποινίδα που ήρθε νωρίς και ρώτησε μέσα είναι ο γιατρός; και της απάντησα όχι δεν ήρθε ακόμα μα μπορείτε να καθίσετε και να περιμένετε. Ήταν αδύνατη και φαινόταν αναιμική και φορούσε ένα φουστάνι κίτρινο με μαύρους μαιάνδρους. Τα στήθια της κρέμονταν μικρά βαθιές ζάρες στο μέρος εκείνο του φουστανιού δήλωναν την ατροφικότητά τους. Τα χέρια της ήταν άσχημα με δάχτυλα στραβά με τις κλειδώσεις εξογκωμένες κι από τα χαλασμένα πέδιλα φαινόταν τα δάχτυλα των ποδιών κοντά και στενά με νύχια μεγάλα το αριστερό μεγάλο νύχι ήταν σπασμένο στη μέση. Είχε ένα κεφάλι μικρό που το κορνίζωναν μαύρα μαλλιά με φτηνό κατσάρωμα που ήταν πατημένα στα πλάγια και στην κορφή σηκώνονταν ψηλά και πέφταν μπροστά στο μέτωπο και το κρύβανε. Τούτο το μέτωπο πάλι ήταν σαν πρησμένο πάνω από τα μάτια και περισσότερο πάνω από τη ρίζα της μύτης που κατέβαινε καμπούρα μέχρι τα στενά τα σφιγμένα χείλια. Κι εκεί στις άκρες των χειλιών σαν να είχε γλιστρήσει όλη η σάρκα του προσώπου γι’ αυτό φουσκώναν οι άκρες των χειλιών και σου δίναν την εντύπωση πως τώρα να τώρα τα σφιγμένα χείλια θα σκιστούν και θ’ ανοίξουν και θα ακουστεί ένας λυγμός που θα σου σπαράξει την καρδιά. Σκέφτηκα πως γι’ αυτό έχει σφιγμένα τα χείλια της η κοπέλα. Τα μάτια της μόλις κρατιόνταν μέσα στους κόγχους και μέσα στο μουντό τους άσπρο πλανιόταν η βούλα μεγάλη μ’ ένα φέγγισμα λιποθυμισμένο. Ήρθε ένας κακομοίρης με μεγάλη φαλάκρα και την πήρε και δεν περίμεναν το γιατρό να ’ρθει.
Ό,τι γίνεται γύρω μου γίνεται ξαφνικά, ό,τι γίνεται μέσα μου γίνεται ξαφνικά: Είδα χθες ένα όνειρο που ήταν αγάπη. Σε μια στιγμή γέμισα αγάπη και χαμογέλασα με δάκρυα ήταν σαν έκσταση. Ήρθαν ένα σωρό πρόσωπα κι έρχονταν κι άλλα φάτσες γνωστές κι άγνωστες κι εγώ όλους τους αγαπούσα και περισσότερους ακόμα τόσο πολύ άνοιξε η καρδιά μου και χωρούσαν κι άλλοι πολλοί ακόμα… Ο ΠΕΙΣΙΣΤΡΑΤΟΣ είναι η Ιστορία ενός εφήβου που αγωνίζεται να υπάρξει και να δικαιωθεί μέσα στη βουβή, εσπερινή Θεσσαλονίκη, με τη γνωστή της πολύτιμη αθλιότητα. Το «Υπερβολικό Διήγημα», που φαινομενικά είναι όλος ο κόσμος κι όλη η μανία αυτού του εφήβου, είναι ο φοβερός κόπος κι όλη η μανία του να γίνει ο βασιλιάς Καρθαγένης (Γιώργος Χειμωνάς, γράφω ένα βιβλίο που μ’ αυτό θα βρω τον εαυτό μου και το λέω Πεισίστρατο)